Η Τασούλα γνώρισε την Κούλα Ξηραδάκη στο τέλος της δεκαετίας του 1980, στη διάρκεια της εκπόνησης του διδακτορικού της με θέμα τις γυναίκες στην ΕΑΜική Αντίσταση. Η σχέση τους έγινε φιλία και κράτησε όσο και η ζωή της Κ.Ξ.
Μετά το θάνατό της -η Κ.Ξ. έφυγε το Μάιο του 2005- η Τασούλα ανέλαβε να γράψει τη βιογραφία της και να φροντίσει για την έκδοσή της, ολοκληρώνοντας μια δουλειά που είχαν αρχίσει μαζί το 1994 και που για διάφορους λόγους είχε μείνει στη μέση, «πιστή στο σύνθημα (της Κ.Ξ.): Δεν αφήνουμε στη μέση τις δουλειές μας. Δεν τα παρατάμε».
Όπως αναφέρει στον πρόλογό της η Τασούλα Βερβενιώτη, η συγγραφή της βιογραφίας της Κ.Ξ. στηρίχθηκε σε δυο συνεντεύξεις που της είχε δώσει το 1987 και το 1994, σε κείμενα αυτοβιογραφικά που η ίδια κατά καιρούς είχε δημοσιεύσει, καθώς και σε αδημοσίευτα κείμενα που βρέθηκαν στο αρχείο της.
Στο εξώφυλλο του βιβλίου, δίπλα στο όνομα της βιογραφούμενης, μέσα σε εισαγωγικά, παρατίθεται η φράση «Εγώ δεν τα παράτησα». Η φράση αυτή, που χαρακτηρίζει την Κούλα Ξηραδάκη -σ’ αυτήν, άλλωστε, ανήκει- στάθηκε ο βασικός λόγος, αν και δεν είναι ο μόνος, που με έκανε να ασχοληθώ μ’ αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση. Καθώς το να μην τα παρατάς στις δυσκολίες, το να μην υποχωρείς στις αντιξοότητες, είναι, νομίζω, η σπουδαιότερη αρετή για την προώθηση οποιουδήποτε έργου, για την επιτυχία οποιουδήποτε σκοπού. Και μια παρακαταθήκη τόσο επίκαιρη!
Αναζητώντας την ουσία
Αλήθεια, πού να οφείλεται άραγε το γεγονός της ανυποχώρητης δύναμης κάποιων ανθρώπων; Το φωτεινό, κοριτσίστικο πρόσωπο στην πρώτη κιόλας σελίδα της βιογραφίας, που μοιάζει να προετοιμάζει το μέλλον, κρατάει μάλλον καλά κρυμμένη την απάντηση.
Διαβάζοντας τη βιογραφία της Κούλας Ξηραδάκη, προβάλει μπροστά σου η μορφή ενός ανθρώπου που αναζητάει την ουσία της ζωής με επίμονο αγώνα από τα παιδικά του χρόνια. Η αναζήτησή της αυτή δεν είναι θεωρητική αλλά έμπρακτη, και την οδηγεί βαθμιαία στη διαμόρφωση κριτηρίου και την απόκτηση αξιών μέσα από το σίγουρο δρόμο της προσωπικής εμπειρίας. Η Κούλα δεν αρκείται σ’ αυτά που ακούει ή πληροφορείται ή μαθαίνει. Θέλει να δοκιμάζει, να ψάχνει, να συμμετέχει. Και το κάνει με θαυμαστή επιμονή από τα παιδικά της χρόνια.
Παρά το γεγονός ότι οι γονείς της ήταν αγράμματοι και η ίδια το καταχωρεί αυτό στα αρνητικά στοιχεία της ζωής της, ωστόσο από τον πατέρα της μαθαίνει δυο πράγματα: να διαβάζει εφημερίδα (καθώς ο ίδιος την έβαζε από μικρή να του διαβάζει) και να συμπαθεί τον Βενιζέλο. Η ύπαρξη ενός θείου που δούλευε σε τυπογραφείο, από το οποίο η Κούλα γύριζε πάντα στο σπίτι της φορτωμένη με περιοδικά και βιβλία, συνέβαλε ώστε να αγαπήσει πολύ το διάβασμα και ιδιαίτερα την ποίηση.
Τελειώνει το γυμνάσιο, δουλεύοντας τα καλοκαίρια από τα δεκατέσσερά της χρόνια. Λίγο αργότερα έρχεται ο πόλεμος, η Κατοχή, η αντίσταση, τα Δεκεμβριανά. Μέσα στα γεγονότα αυτά, στα οποία συμμετέχει οργανωμένη στις νεολαιίστικες οργανώσεις του ΕΑΜ, ενηλικιώνεται, ολοκληρώνεται σαν προσωπικότητα, κάνοντας και την προσωπική της επανάσταση απέναντι στην καταπίεση της οικογένειας, ενώ συνειδητοποιεί την υποδεέστερη κοινωνική θέση της γυναίκας, για την ανατροπή της οποίας θ’ αγωνιστεί στην υπόλοιπη ζωή της. «Η ζωή μου στην Αντίσταση μου έδωσε εμπειρίες. Είδα τη γυναίκα αγωνίστρια. Είδα τη δύναμη της γυναίκας.[…] Άλλο να σου μιλήσουνε για εργαζόμενη γυναίκα, να σου μιλήσουνε πόσο κουράζεται η εργαζόμενη γυναίκα, και άλλο να είσαι εσύ».
Μετά την απελευθέρωση γράφεται στην Πάντειο, αφού προηγουμένως σήκωσε μπαϊράκι για να την αφήσουν από την οικογένεια να πάει. Θα ’θελε να σπουδάσει στη Φιλοσοφική αλλά έπρεπε να δουλέψει. Τη σχολή την τελειώνει το ’50. Δίνει εξετάσεις και προσλαμβάνεται υπάλληλος στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Με το μισθό της συντηρεί την οικογένειά της. Στην ίδια δεν μένουν και πολλά χρήματα. Δεν το βάζει, όμως, κάτω. «Είχα καταστρώσει ένα σχέδιο αυτομόρφωσης», λέει. Διαλέξεις, ποιητικά απογευματινά, εκθέσεις ζωγραφικής, συναυλίες από το ραδιόφωνο, παρακολούθηση σαν ακροάτρια των μαθημάτων της νεοελληνικής φιλολογίας στο Καποδιστριακό. «Όλα αυτά δεν θέλανε λεφτά». Κι ακόμα Εθνικό θέατρο, Λυρική Σκηνή, επισκέψεις σε μουσεία, αγορά βιβλίων από το Μοναστηράκι, αυτά για τα οποία χρειαζόταν να διαθέσει κανείς κάποια, όχι όμως ιδιαιτέρως πολλά, χρήματα.
Ανάστησε ζωές ανθρώπων
Θα ήταν περίεργο, ύστερα από μια τέτοια ζωή και τόσο δυναμισμό στην ψυχή η Κούλα Ξηραδάκη να μην περάσει στο χώρο της συγγραφής και μάλιστα συγγραφής της ιστορίας.
Νομίζω πως οι άνθρωποι που έχουν συνειδητά δουλέψει για να επηρεάσουν τις κοινωνικές εξελίξεις, αντιλαμβάνονται καλύτερα από άλλους τη σπουδαιότητα της προώθησης της ιστορικής γνώσης. Και η Κούλα με την πένα της ανασταίνει τις ζωές ανθρώπων που με τη δράση τους συνέβαλαν στο να γυρίσει, λίγο ή πολύ, η ρόδα του ήλιου και κυρίως γυναίκες, που η προσφορά τους είχε μείνει άγνωστη για το ευρύ κοινό. Αρχικά, με δάσκαλο τον Τάσο Βουρνά κάνει έρευνα και γράφει για την Ευανθία Καΐρη και την Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου. Ακολουθούν η Ζαραφοπούλα, οι Φιλελληνίδες, οι Φαναριώτισσες και οι Δασκάλες του Υπόδουλου Ελληνισμού. Είκοσι, συνολικά, βιβλία έγραψε, αλλά πάμπολλες είναι και οι συμμετοχές της σε συλλογικούς τόμους, καθώς και άρθρα της δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά. Η εργογραφία της περιλαμβάνεται στο τέλος της Βιογραφίας και έχει συγκεντρωθεί και ταξινομηθεί με εξαίρετο τρόπο από τη συγγραφέα του τόμου.
Διαβάζοντας τη βιογραφία της Κούλας Ξηραδάκη, ζήλεψα τη γεμάτη ζωή της. Γεμάτη σε εμπειρίες, προσφορά, δημιουργικότητα. Μέσα στο κείμενό της διαγράφονται οι κοινωνικές συνθήκες της χώρας μας και οι ανθρώπινες σχέσεις στην προπολεμική Ελλάδα, οι αγώνες του λαού μας στη δεκαετία του ’40, οι νεανικές οργανώσεις, η αλληλεγγύη, τα τραγικά λάθη που οδήγησαν στη ήττα. Η Κ.Ξ. τα διαχειρίζεται όλα αυτά με καθαρή ματιά και ειλικρινή λόγο.
Προπάντων όμως ζήλεψα τη δύναμη του χαρακτήρα της, την επιμονή της, την ακάματη εργατικότητά της και την αποφασιστικότητά της στις επιλογές της ζωής της.
Πιστεύω ότι ο υπότιτλος κάτω από το όνομά της στο εξώφυλλο του βιβλίου «Εγώ δεν τα παράτησα…» αποτελεί την ουσία της προσωπικότητάς της, κι είναι απολύτως πετυχημένος. Θα ήταν ευχής έργο το βιβλίο αυτό να σταλεί στις σχολικές βιβλιοθήκες της Μέσης Εκπαίδευσης όχι για να τις κοσμήσει αλλά για να προσφερθεί από τους εκπαιδευτικούς στους μαθητές τους ως μάθημα ζωής.