Του Γιώργου Κοροπούλη
Συναισθηματικά, πολιτικά, ηθικά ή και ακόμη βαθύτερα, εκεί όπου επαληθεύονται όλα (κι αν πεταχτεί άνθρωπος μπροστά σου, στρίβεις πριν καν το σκεφτείς το τιμόνι με κίνδυνο να σκοτωθείς), η μαζική δολοφονία στα γραφεία της Charlie Hebdo είναι αδύνατον να δικαιολογηθεί: έτσι τουλάχιστον το βλέπω εγώ, μαζί με εκατομμύρια άλλους, έτσι έχω συγκροτηθεί κι ούτε θέλω ούτε έχω τον χρόνο ν’ αλλάξω τις θεμελιώδεις παραδοχές μου. Γύρω απ’ αυτό το κέντρο απλώνονται ομόκεντροι κύκλοι, άλλοι ως παραλλαγές μιας «banalite του καλού» (σπεύδω να δηλώσω κι εγώ, αφού τόσο βαραίνει η γνώμη μου, πόσο σπουδαίο αγαθό είναι η ελευθεροτυπία ή ότι πρέπει να είναι απολύτως ελεύθερη κι αλογόκριτη πάντα η σάτιρα), άλλοι απηχώντας κάτι πιο προσωπικό, μολονότι (ή: ακριβώς επειδή) είμαι σίγουρος ότι το συμμερίζονται πολλοί της γενιάς μου και σίγουρα οι παλιοί μου φίλοι: με τον Wolinski μεγαλώσαμε, και οφείλουμε και σ’ αυτόν κάτι από τον πάλαι ποτέ αντικομφορμισμό που τη σκιά του διακινούμε ακόμα – παρηγοριά στον άρρωστο ή καρύκευμα στο CV ενός εδώ και καιρό κυνικού…
Επειδή όμως η αυταρέσκεια κάνει ολισθηρό το έδαφος, μπορώ καμαρώνοντας για το σύστημα αξιών μου ν’ αφήσω τους κύκλους ν’ απλωθούν ανεξέλεγκτα και να υποδείξω (εφόσον τόσο βαραίνει η γνώμη μου) πώς πρέπει να αντιδράσει η κοινωνία όπου ζω: καταυγασμένη από τον Αιώνα των Φώτων κι από τα ανώτερα ιδεώδη της Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών, είναι ολοφάνερο πως δεν πρέπει να απαντήσει στη βία με βία, στον φανατισμό με φανατισμό, αφού άλλωστε το Ισλάμ έχει και τις καλές του πλευρές: δερβίσηδες που περιστρέφονται, μεταφραστές του Αριστοτέλη… Δεν θα επιτρέψω ν’ αναζωπυρωθεί αίφνης ο ρατσισμός σε μια κοινωνία η οποία αντιμετωπίζει σαν «λαθρομετανάστη» ένα τετράχρονο κοριτσάκι που επιβίωσε χάρη σε όση θερμοκρασία κρατούσε το σώμα του νεκρού πατέρα της – το αντιμετωπίζει δηλαδή ψυχρότερη κι από πτώμα. (Επί πατενταρισμένων αριστερών, έπονται δηλώσεις για τον Σαμαρά και τον φράχτη, για τα βομβαρδισμενα χωριά των προσφύγων κ.λπ. κ.λπ. Όμως, μόλις προχθές, όλοι μα όλοι ήσαν πεπεισμένοι ότι το πλοίο κάηκε γιατί οι «λαθρομετανάστες» άναψαν φωτιά – τι άλλο θα μπορούσε να φταίει; Οπότε στα κλισέ που απαριθμώ καμαρώνοντας έχουν απολιθωθεί ιδέες που μοιάζει να ηγεμονεύουν μόνο επειδή οι δημοσκοπήσεις δεν λένε ποτέ την αλήθεια – εξού και οι ιδέες απολιθώθηκαν, έγιναν δεκάρικοι που εκφωνώ στα κανάλια…).
Ωραία, λοιπόν! Αφού κουνήσαμε το δάχτυλο στον κόσμο όπου ζούμε κι ανήκουμε υπενθυμίζοντάς του αυστηρά την εγγενή ανωτερότητά του, της οποίας αποτελούμε τα σπάνια δείγματα (αυτό το παράδοξο δύσκολα θα το διαχειριζόταν ο Ράσελ), ίσως βρούμε τον χρόνο να ξεσκονίσουμε τα ιερά ευαγγέλια: τον Μαρξ πρώτ’ απ’ όλα, που έχοντας επίγνωση της κοιλάδας των δακρύων όπου βασανίζονται οι άνθρωποι κατανοούσε και σε τι χρησιμεύει το όπιο, πόσο απεγνωσμένα ζητάμε παρηγοριά – στην τύφλωση έστω. Ν᾽ ανοίξει τα μάτια του προσπαθούσε, δεν είχε αγγίξει ακόμη τη δική μας ευφυΐα και συνεπώς δεν είχε την άδεια να χλευάζει τους εξαθλιωμένους και μετά να εξανίσταται που δεν είναι αρκετά εκλεπτυσμένο το χιούμορ τους.
Υπερασπίζοντας το χιούμορ, υπερασπίζουμε ακριβώς, στον πυρήνα τους μάλιστα, τις θεμελιώδεις παραδοχές μας δίχως τις οποίες γίνεται στυλάκι κι εκεί, στα θεμέλια, πολύν καιρό τώρα κάτι δεν πηγαίνει καλά.