Περί διευκόλυνσης και άλλων μεταμοντέρνων θαυμάτων
του Νίκου Λάιου*
Ας ξεκινήσουμε με την ουσία. Η διαφορά είναι πλούτος, αναπόσπαστο στοιχείο της δημοκρατίας, που πρέπει να φροντίζεται, να ενισχύεται, να βαθαίνει. Παρουσιάζεται με τρόπο χαρακτηριστικό στο φύλο. Γιατί, ενώ αυτό είναι κάτι ιστορικά και παγκοσμίως κοινό ως προς τη βιολογική διάστασή του (που δεν περιλαμβάνει μόνο τα επικρατούντα XX και XY), την ίδια στιγμή ποικίλει εντυπωσιακά, όπως από τον έναν πολιτισμό στον άλλον αποκτά διαφορετικά νοήματα, συνδέεται με διαφορετικούς ρόλους και λειτουργίες, με διαφορετικές ελευθερίες, απαγορεύσεις, προσδοκίες.
Ο νόμος για αλλαγές στη διαδικασία νομικής αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου δεν χτίζει πάνω στην οπτική αυτή. Η κυβέρνηση, στο πλαίσιο των γνωστών ελιγμών αριστεροσύνης εντός του μεταμοντέρνου αποικιοκρατικού καθεστώτος, του οποίου αποτελεί την εκτελεστική εξουσία, σήκωσε μια συγκεχυμένη επικοινωνιακή κόντρα «προοδευτικού» εναντίον «συντηρητικού». Έφτασε, έτσι, μέχρις στο άλμα «δεν υπάρχει βιολογικό φύλο, μόνο κοινωνικό». Πράγμα που ακολουθείται από νέο άλμα: αφού οι κοινωνικές κατασκευές του φύλου είναι καταπιεστικές, τις ανατρέπουμε με το να… νομοθετηθεί το φύλο, ως κάτι ολότελα «ατομικό».
Το μεταμοντέρνο εγώ ως μοναδικός νομοθέτης του εαυτού του
Τέτοια άλματα, που φαίνεται να παραλύουν και άλλα τμήματα της αριστεράς και των κινημάτων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, εξ αιτίας της νομικίστικης-ατομοκεντρικής προσέγγισης που τα διαπερνά, οδηγούν σε ένα είδος «αγνωστικισμού του φύλου». Κατασκευάζουν και προτείνουν μιαν ανθρώπινη κατάσταση διαρκούς ρευστότητας και άγχους που, βέβαια, αντί να χειραφετεί, αλλοτριώνει κι άλλο, αποθεώνοντας την εξατομίκευση και ταυτίζοντάς την με το διαφορετικό.
Το πολυσυζητημένο όριο των 15 ετών, λ.χ., χρειάζεται να διαβαστεί και από αυτή την άποψη. Η εφηβεία είναι μια εκρηκτική αναπτυξιακή φάση κατά την οποία οι έφηβοι/ες, στις αναγκαίες για τη διαμόρφωση προσωπικής ταυτότητάς τους αναζητήσεις, έχουν μεγάλη ανάγκη κοινωνικής υποστήριξης. Η τέτοια υποστήριξη συνιστά καίριο ζήτημα σε όλους τους ανθρώπινους πολιτισμούς, που νοιάζονται για τον άνθρωπο. Και, η πανανθρώπινη και ιστορική αυτή εμπειρία, μας δείχνει ότι δικαιούμαστε να μιλάμε για υποστήριξη, όταν πρόκειται για διαδικασία/διεργασία και όχι για ένα αποσπασματικό γεγονός, τύπου δικαστικής απόφασης. Ότι πρόκειται, ακόμα, για υποστήριξη που συνδυάζει ελευθερίες και απαγορεύσεις, με καθοριστικό σε αυτό τον ρόλο συγκεκριμένων ενηλίκων υποστηρικτών, ώστε -στα πιο προωθημένα, «μη δυτικά» μοντέλα- οι προσωπικές αγωνίες των εφήβων να βρίσκουν ανακουφιστικά πλαίσια έκφρασης και να μετουσιώνονται σε δημιουργικές εκφράσεις συνέχειας και εμπλουτισμού της κοινότητας. Στον νόμο, βέβαια, δεν υπάρχει η παραμικρή τέτοια πρόνοια ούτε καν υπάρχει έγνοια να καλλιεργηθεί κάποια τέτοια αίσθηση. Αφού, είπαμε: το κοινωνικό είναι γενικά καταπιεστικό και αυτό «αντιμετωπίζεται» με το να παραχωρείται νομικά μια κατακερματισμένη επονομαζόμενη «ελευθερία», στον καθένα και στην καθεμιά ατομικά.
Τέτοια άλματα συνιστούν, άλλωστε, και δείγμα μεγαλύτερης απομάκρυνσης από οποιαδήποτε διάθεση διαλόγου με τον πολύ κόσμο, που, ναι, μπορεί να αντιληφθεί την ύπαρξη βιολογικού φύλου και κοινωνικού φύλου: αρκεί να μην «κεντρίζεις για την κόντρα» εκείνα τα αντανακλαστικά, που οφείλονται σε αιώνες πατριαρχικών και ετεροφυλικών πολιτισμών και που πολύ καλά γνωρίζουμε ότι υπάρχουν.
Στον αντίποδα βρίσκεται το τμήμα, τύπου ΚΚΕ, που ταμπουρώνεται σε κολεκτιβίστικες-δομικές προσεγγίσεις, «στριμώχνοντας» πολύ τον άνθρωπο σε μια γωνιά του πίνακα του κόσμου, που φιλοτεχνεί. Πρόκειται για την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, αφού στον αντίποδα όλων μαζί βρίσκονται οι κοινωνικές-προσωποκεντρικές θεωρήσεις, σαν αυτή που διαπερνά ολόκληρο το έργο του Μαρξ και σαν αυτές που είχαν αναπτύξει όλες εκείνες οι κοινωνίες, που είχαν επινοήσει πραγματικά ανοιχτά «μοντέλα φύλου» – όλες τους «μη δυτικές» ή «προκαπιταλιστικές», πάντως χωρίς να έχουν ιδέα από Μαρξ.
Πληθωρισμός «απαντήσεων», δίχως ερωτήματα
Λείπουν τα ερωτήματα. Χωρίς αυτά, οι «απαντήσεις» μπορεί να ηχούν πολύ ριζοσπαστικές σε ορισμένα αυτιά, δεν δικαιούνται όμως να περνάνε για απαντήσεις.
Για λόγους οικονομίας, τρία βασικά ερωτήματα:
-Με τον νόμο διαρρηγνύεται, έστω λίγο, η πατριαρχική-ετεροφυλοφιλική κουλτούρα στο πλαίσιο των σύγχρονων μεταδημοκρατιών, με τριακόσιους/ες να εγκρίνουν αποφάσεις που αφορούν εκατομμύρια ανθρώπους, δίχως τη συμμετοχή τους και κατόπιν έγκρισης των διεθνών επικυρίαρχων;
-Ποιο συλλογικό υποκείμενο βοηθιέται να συγκροτηθεί, για να οικοδομήσει τις απούσες προϋποθέσεις μιας τέτοιας πορείας προοδευτικών αλλαγών;
-Ποια κρίσιμα κοινωνικά τμήματα κερδίζονται με τον νόμο, για να συγκροτηθεί αυτό το συλλογικό υποκείμενο;
Τα ερωτήματα είναι προφανές ότι δεν αφορούν την κυβέρνηση. Δεν ενδιαφέρεται για τέτοια πράγματα, που είναι εχθρικά προς το πολιτικό σχέδιό της. Αφορούν την εκτός κυβέρνησης αριστερά, τόσο αυτή που μαγεύεται ή και βραχυκυκλώνει από τέτοια άλματα, όσο και αυτή που συσπειρώνεται σε συντηρητικά σχήματα. Επειδή, όμως, σε κάποιους τα ερωτήματα αυτά φαίνονται «πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα», όμοια περιεκτικά ας αναφέρουμε ορισμένα από τα ιστορικά διδάγματα, που μας καλούν να θέσουμε τα ερωτήματα:
-Δεν ευαισθητοποιείται η κοινωνική πλειοψηφία με την κατασκευή σχημάτων που ακούγονται πολύ ανατρεπτικά σε όσους/ες τα αρθρώνουν.
-Η ευαισθητοποίηση δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Μα ούτε και σε βάθος χρόνου, δίχως να δίνεται στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία η δυνατότητα συνύπαρξης και ζύμωσης με το διαφορετικό σε χώρους λαϊκής συμμετοχής, σε χώρους εξάσκησης της δημοκρατίας στην πράξη. Μόνο σε τέτοιους χώρους διαπαιδαγωγούνται οι άνθρωποι καθημερινά, συνεργάζονται, διαβουλεύονται, μετασχηματίζουν τις συνειδήσεις τους μέσα από σχέσεις, γίνονται εν τέλει συλλογικό υποκείμενο, για να στηρίξουν και τους σχετικούς νόμους συνειδητά. Το πράγμα δεν λειτουργεί ούτε αντίστροφα, ούτε με πυροτεχνήματα, λ.χ. κάποιας «θεματικής εβδομάδας» στα σχολεία ως μοναδικής προετοιμασίας ενός νομοθετήματος που καταφτάνει λίγους μήνες κατόπιν…
Η δημιουργία τέτοιων πλατιών χώρων απουσιάζει από τη φαρέτρα των προτάσεων του μεγαλύτερου μέρους της επίσημης αριστεράς, κοινοβουλευτικής και μη, «εξειδικευμένης στα δικαιώματα» και μη.
Έτσι, απομένουν τα αυθαίρετα άλματα, τα οποία η κυβέρνηση εκτελεί βάζοντας μια αριστερή πλάτη στην εμβάθυνση του αντιδημοκρατικού στάτους κβο που… καταγγέλλει. Γιατί, έτσι σκέτα, έχουν συμβάλει στο να καταγράφεται από την κοινωνική πλειοψηφία η ενασχόληση με το διαφορετικό ως κάτι ελιτίστικο, ξένο, ακόμα και απειλητικό, οδηγώντας σε εσωστρέφεια και κλείσιμο όλων των «πλευρών» του «διαλόγου», αντί για άνοιγμα, προσπάθεια συνάντησης και σχέσης.
Λίγη σοβαρότητα
Τμήματα οργανώσεων ΛΟΑΤ χαιρέτησαν την ψήφιση του νόμου, ως επί το πλείστον με αρκετές επιφυλάξεις. Φοβάμαι ότι, μεσοπρόθεσμα, θα τους/τις αποδυναμώσει. Γιατί ο νόμος, για όλους τους παραπάνω λόγους, δεν φροντίζει για την πλέρια ανάπτυξη του ανθρώπου, δεν προσφέρει το παραμικρό στο κοινωνικό προχώρημα, δεν φέρνει κάποια υποψία, έστω, οικοδόμησης σε επίπεδο κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων.
Αντίθετα, αντιλαμβάνεται μια βασική ανθρώπινη πτυχή ως κάτι ρυθμιζόμενο μεταξύ «ατόμου» και δικαστή, «προσφέρει» σε επίπεδο ιδεολογικής αυτοϊκανοποίησης, ίσως «οικοδομεί» και κάποια τόση-όση εκλογική επιρροή στο φόντο της διαφαινόμενης καταβαράθρωσης.
Βαθαίνοντας, έτσι, το έλλειμμα δημοκρατίας και την κοινωνική ασυνεννοησία, τόσο περισσότερο όσο ψηφίζονται νόμοι με διαδικασίες που αποκλείουν και τις μειοψηφίες και την πλειοψηφία από τη συμμετοχή και ανταλλαγή, αποξενώνοντας τες μεταξύ τους.
Για να μην κατηγορηθούμε πως ψειρίζουμε τη μαϊμού, ας πούμε ότι τα καταπίναμε όλα αυτά – μαζί και την απίθανη προσέγγιση, πως η γραφειοκρατία χτυπιέται με νόμους. Έτσι, οι ευαγγελιζόμενες «απλοποιήσεις γραφειοκρατικών διαδικασιών» στο ζήτημα της ταυτότητας φύλου θα φάνταζαν κάτι λίγο. Για να αντιλαμβανόμασταν τότε, δηλαδή ως (νέο)φιλελεύθεροι πλέον, αυτό το λίγο και ως κάτι βοηθητικό σε συγκεκριμένους ανθρώπους, λίγη σοβαρότητα δεν θα έβλαπτε.
*Ο Νίκος Λάιος είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος