Ποιος λοιπόν θα είναι ο «τρόπος», Ποια μπορεί να είναι η «κατάλληλη γλώσσα επικοινωνίας»; Πως γίνεται να αρτυθεί το τόσο πεινασμένο και ακόρεστο ναρκισσιστικό «εγώ» με το αλάτι του «εμείς»;
του Αντώνη Ανδρουλιδάκη*
Ο κοινωνιολόγος Norbert Elias, όρισε πρώτος το σύγχρονο δυτικό υποκείμενο ως τον “we less I” Εαυτό. Δηλαδή, το «χωρίς εμείς εγώ». Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ένα έλλειμμα. Μια αφαίρεση. Έναν ακρωτηριασμό του, κατά τα λοιπά τόσο θωρακισμένου – και με νομικά δικαιώματα, «Εγώ». Είναι το «Εμείς» που λείπει από το «Εγώ». Κι έτσι, αν θέλει κανείς να πάει από το «Εγώ» στο «Εμείς», δεν έχει να εφεύρει και να ακολουθήσει ένα οδικό χάρτη, μια διαδρομή, αλλά μάλλον να ανακαλύψει μια νέα συνταγή που να ρίχνει μπόλικο «Εμείς» μέσα στο «Εγώ».
Η αλήθεια είναι, καθώς αυτό πιστοποιεί η βιωμένη εμπειρία όλων μας, ότι η μετοχή στη μέρες μας μοιάζει αδιανόητη και δεν ξέρουμε καν τον τρόπο επι-κοινωνίας των εγκιβωτισμένων μας Εγώ. Η μετοχή σημαίνει πάντα κάποιο κίνδυνο που καιροφυλακτεί εκεί για να διαρρήξει το αράγιστο κέλυφος της περίκλειστης ατομικότητας μας. Υπάρχει κίνδυνος να ερωτευτούμε. Να χάσουμε τον έλεγχο στη συνάντηση μας με τον απέναντι Άλλο. Κι έτσι, δεν απομένει άλλος δρόμος παρά να αναθέσουμε την κοινωνία, τη συνάντηση, σε κάποιον ειδωλοποιημένο θεσμό. Σε κάποιο κράτος. Να αναθέσουμε τη ρύθμιση της συνάντησης μας σε κάποιον ρυθμιστή έξω από μας. Κι όσο κλεινόμαστε ακοινώνητα στον εαυτό μας, τόσο αισθανόμαστε την ανάγκη να απαιτήσουμε, να συντηρήσουμε, την συγκολλητική μας Οργάνωση. Αλλά κάτι πάντα δεν φτάνει. Γιατί η θεσμική συγκόλληση, η θεσμική επι-κοινωνία, μπορεί να είναι ευγενική, αλλά είναι νέτα σκέτα διανοητική. Δεν είναι καρδιακή κοινωνία. Δεν είναι από καρδιάς.
Για να το πω μ’ ένα κάπως παράδοξο, ίσως, παράδειγμα. Στα νησιά, παλιότερα, οι άνθρωποι ασβέστωναν τα πεζοδρόμια για να το βλέπουν οι γείτονες. Είχαν μια διάθεση, όχι υγειονομικής προστασίας της αυλής τους, αλλά να κάνουν τη ζωή (και) του γείτονα πιο όμορφη. Να κοινωνήσουν μαζί του την ομορφιά. Όταν, όμως, το Εγώ θωρακίζεται, όταν η καπιταλιστική ατομικιστική ρουφήχτρα, αφαιρέσει τη γειτονιά, απορροφήσει το εμείς, από το Εγώ, τότε αναδεικνύεται η ανάγκη του τρίτου οργανωτικού ρυθμιστή. Οι Άλλοι, οι Αυτοί , που δεν είναι πια Εμείς, δεν ασβέστωσαν. Εγώ δεν ασβέστωσα γιατί δεν αντέχω να βλέπω τα μούτρα σου, κύριε Άλλε. Ας ασβεστώσουν οι «θεσμοί». Γιατί το κράτος δεν ασβεστώνει; Πού είναι το κράτος;
Όταν κάποιοι ερωτευμένοι λένε με παράπονο καμιά φορά, «γιατί μωρό μου μας το κάνεις αυτό», αναφέρονται, προφανώς ανεπίγνωστα, σ’ αυτό το ελλείπον «εμείς». Δεν είναι «γιατί μου το κάνεις αυτό;», δηλαδή μια αντιμαχία των δυο εγκιβωτισμένων «εγώ», δεν είναι η ναρκισσιστική διαμαρτύρηση ενός Self-Object ενάντια σε ένα άλλο Self-Object, που οργίζεται για την κακή χρήση που υπέστη. Είναι η αγωνιώδης έκκληση του «εμείς», του «μας», που φαίνεται να κινδυνεύει. Του «εμείς» που συγκροτείται ως κάτι περισσότερο από το άθροισμα των «εγώ». Του «εμείς» της σχέσης. Της σχέσης μας. Πρόκειται για την ενεργοποίηση της αυθυπερβατικής τάσης – κατά τον Arthur Koestler. Της τάσης που υπερβαίνει εθελούσια το περίκλειστο Εγώ και κοιτά τον κόσμο από μέσα προς το έξω, πιστοποιώντας το ελάχιστο του Εαυτού, διαπιστώνοντας την αφόρητη απουσία του «εμείς». Το «εμείς» ορίζει ακριβώς αυτό: δεν είναι που λείπει ο «Άλλος», ο «εσύ», είναι που λείπει το «εμείς». Δηλαδή λείπει και η πτυχή του «εαυτού» που αναδύθηκε μέσα στο «εμείς». Χωρίς εσένα, δεν είναι ότι μου λείπεις απλά εσύ, είναι ότι μου λείπω κι εγώ, κατά κάποιον τρόπο. Έξω από την κοινωνία μαζί σου, είμαι ένα μισερωμένο, ένα κολοβωμένο, «εγώ». Έξω από τη σχέση είμαι ένα «εγώ» δίχως μια στάλα «εμείς» και καμιά οργάνωση, κανένας θεσμός, κανένα υποκατάστατο, δεν είναι αρκετό για να γεμίσει το κενό.
Διαβάζοντας το άρθρο του Ρούντι Ρινάλντι, «Σκέψεις για τη λαϊκή αμφισβήτηση και διαθεσιμότητα σήμερα» στο προηγούμενο τεύχος του Δρόμου, σκεφτόμουν αν μπορούμε, με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, να ανιχνεύσουμε έστω στοιχειωδώς μια απάντηση στο βασανιστικό αίτημα που θέτει στο τέλος της ανάλυσης του. «Αν κανείς ενδιαφερθεί πραγματικά για αυτά τα βουβά αποθέματα οφείλει να μελετήσει σοβαρά τα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία της λαϊκής δυσαρέσκειας και διαθεσιμότητας, για να βρει μια κατάλληλη “γλώσσα” επικοινωνίας και επαφής. Η γλώσσα της γενικόλογης καταγγελίας δεν αποκαλύπτει τίποτα και δεν κινητοποιεί, ενώ η συνηθισμένη εκδοχή πολιτικής δημιουργούν απέχθεια» υποστηρίζει και καταλήγει με το υπαινικτικό «Χρειάζεται τρόπος…».
Ποιος μπορεί να είναι λοιπόν αυτός ο «τρόπος», που θα μας πάει από το «εγώ» στο «εμείς»; Ποια μπορεί να είναι η «κατάλληλη γλώσσα επικοινωνίας»; Πώς θα κοινωνήσουμε;
Αν η παραπάνω ανάλυση έχει έστω ψήγματα αλήθειας, τότε το ερώτημα γίνεται: πως θα πλημμυρίσουμε το «Εγώ» με μπόλικο «εμείς»; Πως γίνεται να αρτυθεί το τόσο πεινασμένο και ακόρεστο ναρκισσιστικό «εγώ» με το αλάτι του «εμείς»; Ποια είναι η «κατάλληλη γλώσσα» αυτής της συν-μετοχής και ποιο το συντακτικό της;
Πριν απ’ όλα η «γλώσσα» αυτή, η «γλώσσα» που θα θεραπεύει από την ιστορική νεύρωση της νεοελληνικής νεωτερικότητας, δεν μπορεί παρά να είναι μια γλώσσα στην οποία ο Διάλογος είναι υπέρτερος της αντιπαράθεσης.
Πρόκειται για μια «γλώσσα»:
α. Ενσυναισθητική. Να μπορεί, δηλαδή, να μπει στα παπούτσια του Άλλου, όχι για να τον κατευθύνει, να τον χειραγωγήσει ή να τον συμπονέσει, αλλά να τον κατανοήσει – όχι διανοητικά – αλλά βαθιά και συναισθηματικά. Αυτό το είδος διαλόγου, είναι εξαιρετικά χρήσιμο σε θέματα με συναισθηματική φόρτιση, ακριβώς γιατί υποβαθμίζει τη συναισθηματική ένταση – μέσω της ενσυναισθητικής κατανόησης του απέναντι Άλλου.
β. Άνευ Όρων Αποδεκτική. Να μπορεί, δηλαδή, να αποδέχεται τον Άλλο, άνευ όρων. Δίχως να θέτει ως όρο συνάντησης την αλλαγή του, την ετσιθελική προσαρμογή του στους όρους του «εμείς». Διότι τότε απλά θα πρόκειται για μια προσχώρηση του «εσύ» στο «εγώ» μου, για ένα άθροισμα «εγώ». Και βέβαια «άνευ όρων» δεν σημαίνει «άνευ ορίων». Σ’ αυτή τη γλώσσα, οι συμμετέχοντες συνεργάζονται για να εντοπίσουν τους τομείς της κοινής τους εμπειρίας, η οποία επιτρέπει στον «ομιλητή» και στον «ακροατή» να ανοίξουν και να παρουσιάσουν, ο ένας στον άλλο, τον δικό τους «κόσμο». Ίσως αυτό να εκφράζει μ΄ έναν άλλο τρόπο το νόημα της πολυπόθητης ανοικτότητας.
γ. Συναισθηματική. Να μπορεί, δηλαδή, να συνδιαλεχθεί όχι μόνο στο διανοητικό πεδίο, αλλά και στο ψυχικό-συναισθηματικό ή ακόμη και στο σωματικό. Να μπορεί να «αγκαλιάσει» και κυριολεκτικά. Να μπορεί και να τολμά να ευαισθητοποιηθεί, να συν-κινηθεί, να αποκαλυφθεί.
δ. Διαφανής. Να μπορεί, δηλαδή, να καθιστά το εγκιβωτισμένο «εγώ» όσο γίνεται περισσότερο διαφανές, ορατό στον «άλλο», ορατό στο «εμείς». Η διαφάνεια των συναισθημάτων, η ειλικρίνεια των σκέψεων και η σταθερότητα της συμπεριφοράς συνιστούν όρους απεγκλωβισμού του «εγώ».
ε. Διευκολυντική. Να μπορεί, δηλαδή, να διευκολύνει την εθελούσια μεταμόρφωση του Άλλου, την διεύρυνση του «εγώ» του από το «εμείς». Αυτό πρακτικά σημαίνει ενεργητική ακρόαση. Δηλαδή ακούω πραγματικά τον άλλο, χωρίς να «ακούω» αυτό που νομίζω ότι θέλει να μου πει. Με άλλα λόγια, ρωτώ «πως» και «γιατί» σε ανοιχτές ερωτήσεις αποφεύγοντας την σωκρατική «μαιευτική» των κλειστών ερωτήσεων που αποδέχονται απαντήσεις μόνο ναι/όχι, γιατί εκτός όλων των άλλων… δεν είμαι και ο Σωκράτης.
Στην οικοδόμηση ενός νέου «τρόπου», το πιο δύσκολο πρόβλημα για τους Άλλους (προφανώς και για μας) είναι να μας ακούσουν, πριν βάλουν το μυαλό τους να δράσει, με βάση τα πιστεύω τους. Γιατί, στην πραγματικότητα, οι Άλλοι (προφανώς και εμείς), δεν είναι πρόθυμοι να ακούσουν, κυρίως εξ’ αιτίας ενός βαθύτερου φόβου ότι μπορούμε να τους αλλάξουμε τις απόψεις τους. Κάτι που βέβαια ούτε εμείς το θέλουμε! Γι’ αυτό συνήθως όταν «ακούμε», ακούμε όχι αυτό που λέει ο άλλος, αλλά αυτό που περιμένουμε να ακούσουμε, ενώ τις περισσότερες φορές αξιοποιούμε το χρόνο της ομιλίας του άλλου, για να προετοιμάσουμε, μέσα μας, τη δική μας απάντηση. «Μην ακούς αυτό που νομίζεις ότι λέω!», θα μπορούσαμε να πούμε κάπως αφοριστικά.
Κι όλα αυτά, ενόσω «είμαστε πολύ ερωτευμένοι για να χωρίσουμε και πολύ ανέραστοι για να ερωτευτούμε». Αλλά γι’ αυτό ακριβώς δεν μπορεί παρά να βρούμε τη μυστική συνταγή μπολιάσματος του «εγώ» με ένα μεγάλο κομμάτι «εμείς». Πως αλλιώς, αφού κοινωνούμε οι άνθρωποι!
* Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – ψυχοθεραπευτής