του Λάζαρου Τεντόμα*
Στο άρθρο αυτό θα παρουσιάσω σκέψεις για τον διάλογο που έχει αναπτυχθεί την τελευταία περίοδο αναφορικά με τον εμβολιασμό ως μέτρο προστασίας από τον Covid-19. Ο Mike Fortun περιγράφει την ιατρική έρευνα ως δεσμευτικό λόγο, με την υπόσχεση να αποτελεί συστατικό χαρακτηριστικό του λόγου αυτού. Για τον Fortun η υπόσχεση της ιατρικής τεχνολογίας έγκειται στους τρόπους με τους οποίους η ίδια η υπόσχεση, με τη μορφή πλήθους φανταστικών δυνατοτήτων, «ανοίγει ένα κανάλι σε ένα ασταθές μέλλον, το οποίο υπόσχεται ότι βοηθά να επιφέρει ένα μέλλον» (Fortun 2008, σ. 108). Για παράδειγμα, η ακαταμάχητη δύναμη της γονιδιωματικής βασίζεται ακριβώς στην ικανότητά της να μας εμπλέκει την επιθυμία σε μια «υπερβολή» που αρνείται να περιέχεται στις επιστημολογικές οικονομίες της επιστημονικής έρευνας, ένας λόγος που μας δίνει όμως σημαντικά στοιχεία για το πώς βιώνουν τα επίπεδα της ιστορίας και την ιστορία του μέλλοντός τους τα κοινωνικά υποκείμενα.
Η ΣΧΕΣΗ ιατρικής τεχνολογίας και κοινωνίας ενδεχομένως μπορεί να εξηγηθεί διαμέσου της σχέσης της ελπίδας με την πρόβλεψη. Η πρόβλεψη παρέχει μια βασική «χρονική διάσταση» (Crapanzano 2003) ενώ η ελπίδα προσανατολίζεται στο μέλλον, είτε κατευθύνεται προς συγκεκριμένους στόχους είτε σε δυνατότητες που είναι ανοιχτές, χωρίς τελικό ορισμό, ασαφείς, και υπό την επιφύλαξη της τύχης. Εδώ η ελπίδα συνδέεται προσωρινά με το μέλλον, και το άνοιγμά της επιτρέπει νέες δυνατότητες πέρα από το παρόν. Ο Vincent Crapanzano τονίζει επίσης ότι αυτή η χρονικότητα της ελπίδας συνδυάζεται με τη συνειδητοποίηση των ορίων της ανθρώπινης οργάνωσης, καθώς η ελπίδα αναγνωρίζει ότι οι αναμενόμενες δυνατότητες μπορεί να είναι πέραν της αντίληψης του ατόμου και αντ’ αυτού να εξαρτώνται από την τύχη ή το έργο άλλων. Η ανάλυση του Crapanzano μάς παρουσιάζει λοιπόν μια εικόνα ελπίδας που περιλαμβάνει τη συνειδητοποίηση των περιορισμών (υποχρεωτικότητα των εμβολίων σε συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες, covid-free χώροι ψυχαγωγίας και άθλησης κ.λπ.) οι οποίοι συνυπάρχουν με μια προσωρινή διάθεση της αναμενόμενης ανοιχτότητας προς το μέλλον, είτε σε σχέση με συγκεκριμένες δυνατότητες είτε με ασαφείς δυνατότητες.
Η προβληματικοποίηση των εμβολίων από μέλη του αποκαλούμενου αντιεμβολιαστικού κινήματος προσδένει την ελπίδα όχι τόσο στο άρμα της πιθανότητας όσο σ’ αυτό της ευθραυστότητας. Από την άλλη πλευρά, μέλη του ιατρικού κόσμου, εκφράζουν τη ρητή ανοιχτότητα της ελπίδας τους προς το μέλλον που τη διαφοροποιούν από την επιθυμία, καθώς η επιθυμία μπορεί να περιμένει για ένα αντικείμενο ή ένα γεγονός.
Η ανάλυση της ελπίδας για τον περιορισμό της πανδημίας του Covid-19 συμβαδίζει με την έμφαση της Eve Sedgwick σε μια ελπίδα που ανοίγει τις προσδοκίες μας για το μέλλον σε νέες δυνατότητες (Sedgwιck 2003: 8). Η έμφαση της Sedgwick στην ελπίδα ως θετική επίδραση διακρίνει επίσης την ελπίδα από προληπτικές επιπτώσεις όπως ο φόβος απέναντι στο μέλλον ως πηγή δυστυχίας και ατυχίας. Όταν είμαι αισιόδοξη/ος, η πρόβλεψή μου βγαίνει προς ένα μέλλον που ακούγεται με θετικό πρόσημο, προσφέροντας δυνατότητες βελτίωσης, ανανέωσης ή επιβίωσης που διαφορετικά θα φαίνονταν μακρινές.
ΑΠΟ ΤΗΝ άλλη πλευρά, όμως, η ανάλυση της ελπίδας είναι πιθανόν να είναι ανεπαρκής, εξαιτίας του κινδύνου της παθητικότητας που θα επιφέρει η ελπίδα στα άτομα, με αποτέλεσμα να μην κινητοποιούνται. Ο Crapanzano σημειώνει ότι η ελπίδα συχνά εκλαμβάνεται ως παθητική διάθεση, με τον κίνδυνο η ελπίδα μας να περιπέσει σε αδράνεια επειδή αναθέτουμε παθητικά το μέλλον μας στις εξουσίες πέρα από την ανθρώπινη υπηρεσία. Ως εκ τούτου, η ελπίδα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί να θεωρηθεί ανεπαρκής έννοια για τη χειραφέτηση μας, αν παραιτηθεί από την αναμονή ενός καλύτερου κόσμου όπου μπορούμε να φτάσουμε μόνο μέσα από τις δικές μας δυνάμεις, ενάντια στην κάθε μορφή ελέγχου, όπως ο έλεγχος των σωμάτων μας από τις ιατροκεντρικές αντιλήψεις και πρακτικές.
Στο σημείο αυτό μπορούμε να αντιπαραβάλουμε στην ελπίδα την καχυποψία η οποία συνδέεται με την εννοια της ευθραυστότητας της ανθρώπινης δράσης στο πλαίσιο της απελπισίας και της τραγωδίας. Ο σωρευτικός χαρακτήρας της καχυποψίας επιβάλλει μια σειρά από «συνήθειες κριτικής» που κινδυνεύουν να θέσουν την πρακτική της έκθεσης των σωμάτων μας ως επιτομή της κριτικής. Αυτή η κριτική δεν είναι απλώς ανοιχτή στη δυνατότητα κρυφών κινδύνων, αλλά μάλλον θεωρεί ότι θα τους συναντήσει σε κάθε γωνία. Υπό αυτήν την συλλογιστική μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η πρόβλεψη της υποψίας απέναντι στα εμβόλια είναι ανοικτή στο ενδεχόμενο ότι ένας λόγος ή μια κατάσταση μπορεί να περιέχει στοιχεία που είναι παραπλανητικά, όπως υποστηρίζουν μέλη του αντιεμβολιαστικού κινήματος για τον ρόλο των εμβολίων. Στο πλαίσιο αυτό συχνά εκφράζονται σκέψεις καχυποψίας, ανοιχτές στην υπόνοια εξαπάτησης διά της εκ προθέσεως απόκρυψης κινδύνων. Θα είχε ενδιαφέρον στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι ένας ορισμός της παραπλάνησης είναι αυτός που την ορίζει ως στρατηγική «ματαίωσης της ελπίδας και των σχεδίων» (Crapanzano 2003: 13).
Η Judith Butler ισχυρίζεται ότι κατοικούμε σε μια αναπόφευκτη σφαίρα εξουσίας, οπότε κάθε ενέργεια πρέπει να προκαλέσει την καχυποψία μας επειδή η εξουσία επηρεάζει συχνά τα θέματα που μας απασχολούν με τρόπους που δεν είναι πάντα εμφανείς. Τα υποκείμενα υπάρχουν μέσα σε ένα πεδίο «πολιτικής δομής και ρύθμισης» στο οποίο η υποκειμενικότητα συγκροτείται μόνο σε αντίθεση με τα «στοιχεία της κατάθλιψης» που έχουν διαγραφεί από το πολιτικό και κοινωνικό πεδίο (Butler 1995, σ. 47).
ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ διάλογο για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων αναπτύσσονται λόγοι στους οποίους εκδηλώνεται η αμφισημία ελπίδας/καχυποψίας, κάτι το οποίο μας οδηγεί στον φιλοσοφικό στοχασμό της Butler, η οποία αναφέρει: «Η θέση μου είναι δική μου στο βαθμό που ‘εγώ’ επαναλαμβάνω και παραιτούμαι από τις θεωρητικές θέσεις που με συγκρότησαν, δουλεύοντας τις δυνατότητες σύγκλισής τους και προσπαθώντας να λάβω υπόψη τις δυνατότητες που συστηματικά περιλαμβάνονται», για να συμπληρώσει ότι «ο ίδιος ο οργανισμός είναι πάντα και μόνο πολιτικό προνόμιο», οπότε «ακόμα και οι δικές μου ενέργειες θα μπορούσαν να είναι δόλιες σε σχέση με τη θέση μου μέσα σε έναν πολιτικό σύνδεσμο σχέσεων εξουσίας και αποκλεισμών» (Αυτ., σ. 39). Τόσο η συγκρότηση της υποκειμενικότητας από την εξουσία όσο και η κατανόηση της εξουσίας από την ίδια την εξουσία φέρνουν την Butler στην απαραίτητη καχυποψία-αντίσταση, μιας πολιτικά δεσμευμένης κριτικής, που μας απαγορεύει όμως την αθωότητα. Ο διάλογος για το μέλλον των εμβολίων αναδεικνύει την καχυποψία για την καθολικότητα των θεραπειών, διότι μια τέτοια συνολική ρύθμιση μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την παραγωγή νέων και περαιτέρω αποκλεισμών, όπως ακριβώς αρκετές/οι ανησυχούν. Για να αποφύγουμε την παγίωση των αποκλεισμών προτείνεται η πολιτική της αμφισημίας ελπίδας/καχυποψίας,. η οποία συνθέτει τους αγώνες για ενδυνάμωση και χειραφέτηση, απαιτώντας από μας να είμαστε πάντα προσεκτικοί και σε διαρκή εγρήγορση στον εξουσιαστικό λόγο εγκαθίδρυσης διχοτομικών δίπολων υγιείς/άρρωστοι, εμβολιασμένοι/ανεμβολίαστοι, καθαροί/μολυσματικοί κ.ά.
Βιβλιογραφία
- Butler Judith, 1995, “Contingent Foundations: Feminism and the Question of ‘Postmodernism’” στο Benhabib Seyla, Butler Judith, Cornell Drucilla και Fraser Nancy (επιμ.), Feminist Contentions: A Philosophical Exchange, σ. 35-58, New York: Routledge.
- Crapanzano Vincent, 2003, “Reflections on Hope as a Category of Social and Psychological Analysis”, Cultural Anthropology, 18(1), σ. 3-32.
- Fortun Mike, 2008, Promising Genomics: Iceland and DeCODE Genetics in a World of Speculation, Berkeley: University of California Press.
- Sedgwick Eve Kosofsky, 2003, “Paranoid Reading and Reparative Reading: Or, You’re So Paranoid, you Probably Think This Essay is About you” στο Touching Feeling: Affect, Pedagogy, Performativity, σ. 123-152, Durham N.C.: Duke University Press.
* Ο Λάζαρος Τεντόμας είναι Δρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, εκπαιδευτικός