Την προηγούμενη Κυριακή ολοκληρώθηκε η διοργάνωση του 23ου ΦΝΘ, που διεξάχθηκε τόσο σε θερινά σινεμά της Θεσσαλονίκης, όσο και διαδικτυακά. Θα περιοριστούμε σε μερικά ελληνικά ντοκιμαντέρ που χαρακτηρίζονται από κοινωνιολογική προσέγγιση της επικαιρότητας.
Η επέλαση της πανδημίας τον Μάρτη του 2020 και στη χώρα μας αποτέλεσε τη νέα θεματική στα φετινά ντοκιμαντέρ, όπου καταγράφονται οι πρωτόγνωρες εμπειρίες των περιορισμών και του εγκλεισμού της πρώτης καραντίνας.
Στο «Μόνοι μαζί» του Μάνου Παπαδάκη, στο τμήμα Πλατφόρμα, αποτυπώνεται το κοινωνιολογικό χρονικό της πανδημίας στην πόλη της Θεσσαλονίκης, μέσα από μια τριπλή δομή ανάμεσα σε συνεντεύξεις, αναγραφόμενες καρτέλες με το χρονικό των απαγορεύσεων, αλλά και όψεις μιας έρημης πόλης, με κλειστά μαγαζιά. Έτσι μια μαθήτρια, ένας ντελιβεράς, ένας βιοτέχνης, μια συγγραφέας, μια ηθοποιός με 8χρονο γιο και μια οικογένεια με κόρη με ειδικές ανάγκες μοιράζονται απλόχερα την εμπειρία τους κατά την καραντίνα, ανιχνεύοντας τι στερήθηκαν, πώς επιχείρησαν να προσαρμοστούν στη νέα καθημερινότητα και να περάσουν δημιουργικά το χρόνο τους, τι συνέβηκε με τις δουλειές τους και τις σχέσεις με τις οικογένειες τους. Η αφηγηματική ροή διακόπτεται με ενδιάμεσες καρτέλες, όπου αναγράφεται το χρονικό των κυβερνητικών αποφάσεων και μια ημερολογιακή παράθεση των απαγορεύσεων, τη μέρα που έκλεισαν σχολεία, μαγαζιά και καφενεία, ενώ απαγορεύτηκε ο εορτασμός του Πάσχα. Στο κείμενο της καρτέλας ξεχωρίζουν μερικές κρίσιμες κοκκινισμένες λέξεις, όπως «αντιφατικές κυβερνητικές δηλώσεις», «δυσπιστία» και «τρομολαγνεία», ενδεικτικές του κλίματος διχασμού των πολιτών, σε αυτούς που πιστεύουν ότι ο ιός υπάρχει και σε όσους πιστεύουν ότι πρόκειται για συνομωσία. Ιστορικές θα μείνουν οι εικόνες της Ανάστασης στα μπαλκόνια με φόντο εκκωφαντικά πυροτεχνήματα, αλλά και τα περιπολικά να μεταδίδουν από τα μεγάφωνα στην παραλία της Θεσσαλονίκης «για λόγους δημόσιας υγείας δεν επιτρέπεται ο συνωστισμός, διαλυθείτε», όταν οι «πολιορκημένοι» πολίτες επιχείρησαν να ξεσκάσουν.
Το ανθρωπολογικό υλικό, οι σκέψεις και οι αντιδράσεις των πολιτών κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας Μάρτη-Απρίλη του 2020, διακόπτεται ανά τακτά διαστήματα με τις πρωτοφανείς εικόνες κεντρικών δρόμων στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, αδειανών, δίχως αμάξια, πάντα σε σύγκριση με μια προηγούμενη εικόνα τους, προ πανδημίας, όπου έσφυζαν από κόσμο, με ανοιχτά μαγαζιά και γεμάτες καφετέριες. Κεντρικές λεωφόροι και πλατείες δίχως ψυχή, τα Λαδάδικα θεοσκότεινα, αντίστοιχη ερημιά στα εμπορικά κέντρα και στο σιδηροδρομικό σταθμό, λες και παρακολουθούμε ταινία με ζόμπι. Το ντοκιμαντέρ κλείνει με την αναγγελία συγκλονιστικού αποσπάσματος, από το προφητικό και ανατριχιαστικά επίκαιρο θεατρικό το Ευγένιου Ιονέσκο «Το παιχνίδι της σφαγής» (1970), όπου πρωταγωνιστεί μια ολόκληρη πόλη, που οι κάτοικοί της πεθαίνουν κατά χιλιάδες, από ανεξήγητη επιδημία.
Στο ντοκιμαντέρ «Μακαμπίρ», στην Πλατφόρμα, με μακάβριο τίτλο που στα αραβικά σημαίνει νεκροταφείο, ο Μανώλης Σφακιανάκης δημιουργεί μια εμπνευσμένη πραγματεία, συγκρίνοντας δύο διαφορετικές περιόδους, με διαφορά πέντε αιώνων, με τα Χανιά σε καραντίνα. Η εκτός κάδρου βαθυστόχαστη ποιητική αφήγηση, γύρω από τη βιωματική εμπειρία της καραντίνας στα Χανιά, την άνοιξη του 2020, συνδιαλέγεται με αναγνώσεις από τα ημερολόγια της καραντίνας του 1592, λόγω επιδημίας πανούκλας, που κράτησε τριάντα ολόκληρους μήνες. Η σύγχρονη καθημερινότητα της καραντίνας του 2020 αναδεικνύεται μέσα από ασπρόμαυρες εικόνες, τονίζοντας το σάστισμα και τον περιορισμό της ελευθερίας, σε αντίθεση με την προσπάθεια έγχρωμης εικονογράφησης της παρελθοντικής αφήγησης της επέλασης της πανούκλας, τέλη 16ου αιώνα, μέσα από μια εξαιρετική συλλογή πινάκων διάσημων Ολλανδών, Φλαμανδών, Ισπανών και Ιταλών ζωγράφων της Αναγέννησης και του μπαρόκ, όπως Μπος, Γιαν Βαν Άικ, Βελάσκεζ, Ουτσέλο, Γκόγια, που ανασυνθέτουν το θανατηφόρο χρονικό, με τους αναγνωρίσιμους πίνακες του Μπρύγκελ «Ο Θρίαμβος του θανάτου» (1562), «Μανιασμένη Ρίτα» (1562) και «Παροιμίες των Κάτω Χωρών» (1559) να δεσπόζουν, πλάι σε πολλά σκίτσα και έργα με θεματική την πανούκλα, σε μια εικαστική καταγραφή της μέσα από τη ζωγραφική ανά τους αιώνες.
Η κάμερα αιχμαλωτίζει στιγμές, ανθρώπους και συνθήματα στους τοίχους, όπως «Έκπληξη-πλήξη-λήξη» ή «Για να μείνεις σπίτι, πρέπει να έχεις σπίτι. Απεργία ενοικίου», καθώς και φράσεις όπως «όταν το αδιανόητο γίνεται αποδεκτό και αρχίζει να μοιάζει απόλυτα φυσικό», αλλά και εικόνες μιας έρημης πόλης, με έντονη τη μυρωδιά αντισηπτικού. Είναι ενδεικτικό του κλίματος ότι μια μέρα πριν κλείσουν τα πάντα για την καραντίνα, στα βιβλιοπωλεία είχαν εξαντληθεί «Η πανούκλα» του Καμύ και το «Περί Τυφλότητος» του Σαραμάγκου, την εποχή που ο λοιμωξιολόγος Σωτήρης Τσιόρδας στην τηλεόραση έγινε απογευματινή καθημερινή δέηση. Απουσία κόσμου και εναγκαλισμών, ο ίδιος ο σκηνοθέτης αναφέρει πως έχασε τον πατέρα του στο πρώτο κύμα της πανδημίας και κλείνει με τον στίχο του Γιώργου Σεφέρη «Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θαύμα».
Ως καταγραφή των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στην ελληνική κοινωνία, ο Γιάννης Κουτούζης δημιουργεί το 52λεπτο «Ουτοπίες στην Αθήνα», στο τμήμα Πλατφόρμα, με γαλλόφωνη αφήγηση, προοριζόμενο για γαλλικό κοινό. Η γραπτή εισαγωγή τοποθετείται στη χρονική συγκυρία μια Ελλάδας που προσπαθεί να ορθοποδήσει μετά από δεκαετή ύφεση, «κατά την οποία ο κοινωνικός ιστός της αλλοιώθηκε, με την απότομη φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, που περιθωριοποιήθηκε από δραστικές περικοπές προϋπολογισμών. Οι περισσότεροι Έλληνες έχασαν την αξιοπρέπειά τους και κλείστηκαν στους εαυτούς τους, παρότι κάποιοι προσπάθησαν να πλάσουν ένα φανταστικό κόσμο για να επιβιώσουν». Το ντοκιμαντέρ επιχειρεί να προσεγγίσει αυτή την ιδέα αναζήτησης της ουτοπίας, στον απόηχο της κρίσης, πότε μέσα από μεμονωμένους πολίτες, πότε μέσα από αυτοδιαχειριζόμενες συλλογικότητες. Το κοινωνιολογικό στοιχείο δίνει πάσα στο ανθρωπολογικό, που με τη σειρά του καταγράφει την ψυχαναλυτική διάσταση του σύγχρονου Έλληνα, μια δεκαετία μετά την κρίση.
Μια οδοκαθαρίστρια στο δήμο Καλλιθέας, μητέρα τριών κοριτσιών, αντιμετωπίζει τη σκληρή πραγματικότητα μέσα από την αγάπη της για το διάβασμα. Η κάμερα καταγράφει τις συνεστιάσεις της αυτοσχέδιας τοπικής λογοτεχνικής ομάδας από τα χρόνια των μνημονίων, όπου διεξάγονται σεμινάρια γραφής και όλοι μαζί διαβάζουν βιβλία που συζητούν στη συνέχεια. Ένας 47χρονος οδηγός ταξί, απολυμένος δημοσιογράφος αθλητικού ρεπορτάζ, αναφέρει πως εντάχθηκε σε όλες τις κομματικές οργανώσεις των κυβερνώντων κομμάτων, ακόμα και σε αντίπαλα στρατόπεδα, ενώ συμμετείχε ενεργά το 2011 στις αντιμνημονιακές διαδηλώσεις στο Σύνταγμα. Στις γειτονιές του Αγίου Παντελεήμονα, η κάμερα καταγράφει στιγμές ενός άστεγου πρώην καθηγητή αγγλικών, που καταφέρνει να ξεπεράσει το σοκ, χάρη στην πίστη του στο Θεό και τη βοήθεια φίλων που του βρήκαν στέγη και επιβιώνει πλέον εκτρέφοντας καναρίνια. Ένας ταλαντούχος καραγκιοζοπαίκτης αναβιώνει με μεράκι την παράδοση του καραγκιόζη, διαχρονικό στερεότυπο φιγούρας του Έλληνα, που ενθουσιάζει με τα καμώματά του το παιδικό κοινό. Με βασικό μπούσουλα ένα ρεπερτόριο 100 ιστοριών που θυμάται απ’ έξω, ο καραγκιοζοπαίκτης αυτοσχεδιάζει με ερεθίσματα από την επικαιρότητα των μνημονίων.
Στο «φεστιβάλ Αλληλεγγύης και Συνεργατικής Οικονομίας», πλήθος ανθρώπων που δοκιμάστηκαν σκληρά έχουν στραφεί στην ανταλλακτική οικονομία, ανακτώντας τη χαμένη ελπίδα μέσα από καλλιτεχνικές συντεχνίες και εναλλακτικές δράσεις αλληλεγγύης, όπου οι «νεόπτωχοι» εκπαιδεύονται να επιβιώνουν στο περιθώριο, υψώνοντας ανάστημα στο αδυσώπητο σύστημα που τους συνέθλιψε. Η κάμερα προσεγγίζει τον ακτιβιστή Νώντα Σκυφτούλη, που αναφέρεται «στην όαση της προοπτικής αυτού του «φεστιβάλ των κοινών», απέναντι στη μέγγενη του κρατισμού και της ελεύθερης αγοράς», ενώ τον ακολουθεί στην ταράτσα του ελεύθερου κοινωνικού χώρου «nosotros», στην πλατεία Εξαρχείων. Το ντοκιμαντέρ κλείνει με ένα ζευγάρι που έκανε πράξη την αποκέντρωση. Πρώην οικονομολόγος η μια και πρώην καθηγητής φυσικής σε Λύκειο ο άλλος, αποφάσισαν να στραφούν στη φύση, παράγοντας βιολογικά προϊόντα, στην οργανική φάρμα «Το Κανδήλι», στο Προκόπι Ευβοίας.
Στο ντοκιμαντέρ «Καινούργιος Ουρανός: οι γυναίκες στο Δημοκρατικό Στρατό», που παρουσιάστηκε στους Ανοιχτούς Ορίζοντες, οι Γιάννης Ξυδάς και Τάσος Κωνσταντακόπουλος καταγράφουν ηλικιωμένες αντάρτισσες, από τις τελευταίες εναπομείνασες, που αειθαλείς και περήφανες αφηγούνται συγκλονιστικές ιστορίες από το βουνό, σαν να ήταν μόλις χθες, με εκφράσεις και λέξεις που αντανακλούν την πίστη τους στο όραμα και στα ιδανικά τους, πολιτική στάση που διατηρούν μια ολόκληρη ζωή. Αυτές οι πολύτιμες μαρτυρίες, μαζί με αρχειακό υλικό, φιλμάκια και φωτογραφίες ανατροφοδοτούν από πρώτο χέρι τη σύγχρονη ιστοριογραφία, συνθέτοντας ταυτόχρονα ένα αυτούσιο ντοκιμαντέρ, με απίθανες πρωταγωνίστριες και τις συναρπαστικές πολεμικές ιστορίες τους. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας και τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, περιγράφεται το άγριο κλίμα της «λευκής τρομοκρατίας», με τις βιαιοπραγίες και τις φρικαλεότητες των ταγματασφαλιτών που λεηλατούσαν σπίτια στην επαρχία και ατίμαζαν γυναίκες. Πολλές βρέθηκαν για μήνες στη φυλακή, άλλες λόγω συγγένειας με αντάρτες, άλλες γιατί είχαν βοηθήσει αντιστασιακούς, ενώ μία θυμάται ακόμα συγκλονισμένη το κομμένο κεφάλι του αντάρτη αδερφού της, δεμένο στα κάγκελα της φυλακής. Μόνη διέξοδος η διαφυγή στο βουνό, με τις αντάρτικες ομάδες. Με λαμπερό βλέμμα αναφέρονται στην ξεχωριστή δουλειά της εκπαίδευσης των γυναικών εκεί, τους πρώτους μήνες, τόσο στα όπλα, αλλά και στα γράμματα. «Μου έδωσαν όπλο και βιβλίο μαζί», επισημαίνει με σημασία κάποια. Δίνοντας βαρύτητα στο κίνημα απελευθέρωσης των γυναικών, αναφέρονται στις αγωνιστικές εφημερίδες «Μαχήτρια» και «Αγωνίστρια», που εκτυπώνανε. Παρά το νεαρό της ηλικίας τους -οι περισσότερες κάτω των 20 ετών- και τις άγριες συνθήκες, σε δύσβατα μέρη, όλες αποδείχτηκαν άξιες μαχήτριες, περιγράφοντας ακόμα πολύ ζωηρά, τις αναμνήσεις της νεότητάς τους. Διανύοντας μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια, κυρίως νύχτα, είχαν οργώσει όλες τις βουνοκορφές Γράμμου, Βίτσι, Ελικώνα και Παρνασσού, αντιμετωπίζοντας καιρικά φαινόμενα, πείνα και δίψα. «Κοιμόμασταν κάτω από τ’ άστρα, είχαμε τον ουρανό για πάπλωμα και τη γη για στρώμα», αναφέρουν, ενώ αφηγούνται με ζωντάνια εναέριους βομβαρδισμούς, ενέδρες, μάχες, κυνηγητά, που μαρτυρούν τον περίσσιο ηρωισμό τους: «Είχαμε του αετού το πέταγμα, των ελαφιών το σάλτο». Αναφορικά με τις σχέσεις των δύο φύλων τονίζουν «ο κοινός σκοπός μάς ένωνε, όλα τα άλλα ήταν λιγότερα. Οι άντρες ήταν τα αδέρφια μας, με αυτά μοιραζόμασταν τη στερνή μας μερίδα». Αφηγήσεις που περιγράφουν μια εποχή αλληλεγγύης και συντροφικότητας, που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Σε συναισθηματική κορύφωση, μόλις έφταναν τα κακά μαντάτα για τους πεθαμένους αντάρτες αδερφούς, ακούγεται κλαρίνο σε παραδοσιακό μοιρολόι, από τον Κωνσταντή Πιστιόλη, ενώ το ποίημα του Πωλ Ελυάρ «Στις Ελληνίδες αδερφές μου» απαγγέλλεται με τη φωνή του αείμνηστου Θάνου Μικρούτσικου. Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας υπολογίζεται στους εβδομήντα πέντε με εκατό χιλιάδες μαχητές και μαχήτριες, όπου το ¼ ήταν γυναίκες. Από αυτές, 3500 έπεσαν στα πεδία των μαχών, οι περισσότερες που επέζησαν πέρασαν πολλά χρόνια σε φυλακές και εξορίες, ενώ αρκετές κατέφυγαν στις γειτονικές σοσιαλιστικές χώρες, από όπου κατάφεραν να επαναπατριστούν δεκαετίες αργότερα.
Σκηνοθέτρια, εικαστικός, φωτογράφος και συγγραφέας, η αναπληρώτρια καθηγήτρια του ΕΚΠΑ Εύα Στεφανή συμμετείχε στο Διεθνές Διαγωνιστικό με το «Μέρες και νύχτες της Δήμητρας Κ.», ένα πόνημα σχεδόν δεκαετίας, όπου παρακολουθεί μια δυναμική και καλόκαρδη πόρνη, καταγράφοντας παράλληλα ένα επάγγελμα που χάνεται, τουλάχιστον με τους όρους και την αισθητική ερωτισμού που επιτελέστηκε μέχρι πρόσφατα. Αισθησιακή φελινική φιγούρα, η πληθωρική Δήμητρα με τα ξανθά βαμμένα μαλλιά απεικονίζεται να περιμένει ημίγυμνη πελάτες, έχοντας γεμάτη με προφυλακτικά την κρυστάλλινη φοντανιέρα της, ενώ χαζεύει στην τηλεόραση τη διακαναλική συνέντευξη του Τσίπρα στο Ζάππειο, πίσω στο προεκλογικό κλίμα του 2015. Πάντα πρόσχαρη και απόλυτα αυθεντική, παρουσιάζεται αφοσιωμένη σε αυτό που επέλεξε να κάνει εδώ και χρόνια, σε ένα νεοκλασικό της Αχαρνών, με κόκκινους τοίχους, πράσινα κουφώματα και στριφογυριστή ξύλινη σκάλα, το πιο παλιό μπορντέλο της Αθήνας, όπως μαρτυρά και η σφραγίδα «Βασίλειον της Ελλάδος» στην αρχική άδεια, διακοσμημένο με παλιά έπιπλα από το πατρικό της. Γεμάτη αυτοπεποίθηση για την ευτραφή θηλυκότητά της -κι ας έχει καβατζάρει τα πενήντα- η Δήμητρα αναφέρεται όλο νάζι στα σημάδια-πειστήρια του πάθους των πελατών της. Με ισχυρή άποψη, δηλώνει πως «δεν είναι φεμινίστρια», παρά την απορία της σκηνοθέτριας πως υπερασπίζεται τα δικαιώματα των γυναικών. «Άλλο ισονομία, άλλο ισότητα, δεν μπορείς να είσαι ίση με έναν άντρα. Το τελειότερο οικοδόμημα της φύσης είναι η γυναίκα, η μάνα-Γη». Η ίδια αυτοπροσδιορίζεται «ανοιχτή σε οποιαδήποτε έκφραση του θείου», ενώ συμμετέχει σε αναβίωση διονυσιακών εθίμων, όπως τα «Φαλοφόρια». Σχολιάζοντας την κρίση, αναφέρει «Όταν αργοπεθαίνουν τα μπορντέλα, τελείωσε το πανηγύρι, επίκειται καταστροφή». Περιμένει μεν τα εκλογικά αποτελέσματα στην Κουμουνδούρου, αλλά στη διατυπωμένη από το Σύριζα άποψη «Το σώμα δεν αποτελεί εμπόρευμα, άρα η πορνεία δεν μπορεί να θεωρείται επάγγελμα ή δραστηριότητα από ελεύθερη επιλογή…», η Δήμητρα, μαχητική Πρόεδρος του Σωματείου Εκδιδομένων Προσώπων Ελλάδας, αντιτίθεται με σθένος «στο κατάπτυστο τράφικινγκ», υποστηρίζοντας το επάγγελμά της, που επιτελείται με άδεια. Ο τρόπος που μιλάει στα 6-7 μικρόσωμα σκυλάκια της, αλλά και η συστηματική φροντίδα των γατιών της γειτονιάς, φορώντας το αγαπημένο της κολλητό πουά φόρεμα, με το «σκανδαλιστικό» ντεκολτέ, αποτελούν δείγματα ευαίσθητου και τρυφερού χαρακτήρα. Η σκηνοθέτρια, που κάνει αισθητή την παρουσία της πίσω από την κάμερα, βλέποντας το μεγαλείο ενός ανθρώπου που αποδέχεται να γίνει αντικείμενο πολύχρονης παρατήρησης, καταγράφει την καθημερινότητα της Δήμητρας, όπως μιας οποιασδήποτε εργαζόμενης γυναίκας. Η Δήμητρα ανταποδίδει το σεβασμό με τον οποίο την προσεγγίζει η Στεφανή, με μια αμοιβαία σχέση εμπιστοσύνης και θαυμασμού, αποκαλώντας την χαϊδευτικά «μπέμπα» ή «κοπελιά». Περίεργο κράμα νοσταλγίας και μαχητικότητας, η Δήμητρα έχει κρεμασμένα στον τοίχο τα πορτραίτα των πρώην βασιλιάδων, δηλώνοντας πως αποτελούν ενθύμιο από τον πατέρα της, που ήταν στη βασιλική χωροφυλακή.
Στα όρια του κιτς, ένας άλλος κόσμος ανοίγεται και η Στεφανή τον κινηματογραφεί με αγάπη και ειλικρίνεια, δίχως να διστάζει να καθίσει «στο σκαμνί» και η ίδια, εκθέτοντας πλάι στη Δήμητρα και τον εαυτό της, διατεθειμένη να υποστεί εξίσου κριτική. Κατά τη διάρκεια αυτής της πολυετούς διαδικασίας παρακολούθησης της Δήμητρας Κ., επήλθαν μεγάλες αλλαγές στη ζωή της, όσο και στην άσκηση του επαγγέλματός της. Τις χαρές ακολουθούν αναπόφευκτα λύπες και μετά τη δόξα καραδοκεί η πτώση, με το σβήσιμο μιας ολόκληρης εποχής. Το μπουρδέλο κλείνει, πολλοί φίλοι πεθαίνουν, ανάμεσά τους και η αγαπημένη μητέρα της Δήμητρας, αυτή η «περίπτωση μάνας», όπως αναφέρει συντετριμμένη στην κηδεία.
Στους τίτλους τέλους ξεχωρίζει συμβολικά το άσμα «Οι αγάπες δεν πεθαίνουν» σε μουσική και ερμηνεία Σωτήρη Ζωϊόπουλου.
Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
[email protected]