Η Κατίνα Τέντα-Λατίφη όχι μόνο αγωνίστηκε μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ στα χρόνια της Κατοχής και πολέμησε ενταγμένη στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας σε όλη τη διάρκεια της περιόδου 1946-1949, αλλά έκανε και το πιο παράτολμο ίσως από όλα. Γύρισε παράνομα το 1952 στην Ελλάδα με την ομάδα Μπελογιάννη για να βοηθήσει στην ανασυγκρότηση του ΚΚΕ! Τελικά, επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα το 1974, μετά από 25 χρόνια πολιτικής εξορίας.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι μέρος της συζήτησής μας που μαγνητοσκοπήθηκε από τον γράφοντα για να προβληθεί στην εκδήλωση που οργάνωσε το βιβλιοπωλείο «Πλαστελίνη» (Βούλγαρη) στο Βόλο, στις 20 Νοεμβρίου 2022, μετά την αντίστοιχη στον Αλμυρό, για την παρουσίαση του καινούργιου βιβλίου της Λατίφη «Αγάπες του πολέμου» (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2022), με αναφορά και στα τρία προηγούμενα («Πέτρος Σ. Κόκκαλης», «Τα απόπαιδα» και «Μακρύς ο δρόμος για την Ιθάκη – Πολιτική ξενιτιά 1950-1974»).
Κ.Λ.: Ο Βόλος είναι κομμάτι της ιδιαίτερης πατρίδας μου, του Αλμυρού. Είναι η ρίζα μου. Ποια ρίζα; Αυτή που αναζητούσα επί τριάντα χρόνια στα πέρατα του κόσμου όπου έτυχε να με ρίξει ο ανεμοστρόβιλος του Εμφυλίου πολέμου. Πάντα, όπου κι αν βρέθηκα, νοσταλγούσα τον Καντήραγα. Όταν τον έπαιρνα για να πάω στον Βόλο κι άφηνα πίσω μου τον κόλπο του Αλμυρού κι ανέβαινα στην κορυφή ακριβώς στη στροφή, όταν πρόβαλε ξαφνικά το Αχίλλειο κεντημένο με τα φώτα του χωριού, των χωριών του μάλιστα, κόβονταν η αναπνοή μου. Και να πάρει η ευχή, να πάρει, την τελευταία φορά που τον είδα ήταν νύχτα. Κι ήταν περίλαμπρος. Και είχα δίπλα μου στ’ αυτοκίνητο έναν ξένο που μόλις αντίκρισε το θέαμα, αναφώνησε: Ω, θεέ μου! Ω, θεέ μου! Δεν είναι δυνατόν! Δεν είναι πραγματικό αυτό που βλέπω.
Παντού και πάντα είχα στ’ αυτιά μου το μεγάφωνο από τα Πευκάκια. «Αραπίνες, μαύρες, ερωτιάρες…»* Παντού και πάντα είχα το λιμάνι με τα καράβια, τα καραβάκια, τ’ άσπρα πανιά στα καΐκια, τις ψαροταβέρνες, όλα, παντού και πάντα. Κι όλα αυτά πού αλλού να τα βρεις; Στη βόρεια θάλασσα της Ρωσίας, την άσπρη κι άχαρη; Στη Μαύρη Θάλασσα της Ρουμανίας, απέραντη κι άγρια; Ή στον Ατλαντικό της Γαλλίας που βρέθηκα; Ήταν αδύνατο!
Ο άντρας μου, βλέποντας τον απέραντο πόνο μου αυτής της αναζήτησης, με πήρε και με πήγε στην Κορσική. Ε! Μεσογειακή χώρα, ίδια θάλασσα, περίπου ίδιο τοπίο, ωραία. Όταν νύχτωσε, όμως, δεν με γιάτρεψε, γιατί λείπανε τα γρι-γρι, λείπανε οι δαντέλες απ’ τους κόλπους μας κι έμεινα μόνο με τον πόνο. Κι έκλαιγα. Έκλαιγα συνέχεια. Έκλαιγα όταν άκουγα το τραγούδι “άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, καραβάκια στο Αιγαίο, δεν με παίρνετε καλέ;! Όπου μέρα-νύχτα κλαίω, δεν με βλέπετε καλέ;»**!
Ο πόνος, ο αφάνταστος πόνος.
Αλλά, ο Βόλος δεν ήταν για μένα μόνο η νοσταλγία. Ο Βόλος ήταν και η μεγάλη παρέλαση που έκανε ο περίφημος Πηλιορείτης, ο Θανάσης Κουφοδήμος απ’ τον Αλμυρό, με το 54 Σύνταγμα του όταν έμπαινε θριαμβευτής πια στην πόλη του Βόλου την απελευθερωμένη! Ήταν κι αυτό ο Βόλος μου. Στην οποία παρέλαση είχα πάρει μέρος.
Ο Βόλος ήταν για μένα το κρησφύγετο μου. Το πρώτο κρησφύγετο όταν είχαν αρχίσει οι άγριες μέρες, εκείνες οι μέρες οι τραγικές της δίωξης μας που οδήγησαν και στον Εμφύλιο. Ήταν οι μέρες που γέρασαν την Ελλάδα, την κατέστρεψαν. Ό,τι και να μου συνέβαινε με την πρώτη φυγή, όταν με πιάσανε οι Σούρληδες, όταν με κυνηγούσε η Ασφάλεια, όταν με συλλάμβαναν κάθε μέρα, έτρεχα μετά στα παλιά του Βόλου, στη θεια μου την Κατίνα τη Ζέκα που είχε μια πόρτα ανοιχτή για όλους τους καταδιωκόμενους. Αυτό ήταν ο Βόλος, η ρίζα μου. Ο Βόλος είναι για μένα η Κίτρινη Αποθήκη των φυλακών, που όταν έρχονταν η μάνα μου από τον Αλμυρό με λειτουργιές να τις πάει στο εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου, συμβολικά, για να βοηθήσει την απελευθέρωσή μου, σαν έβλεπε τους φυλακισμένους μετά έλεγε άγιε μου Ελευθέριε, συγχώρεσέ με, δεν θα δώσω τις λειτουργιές σε σένα, τις έδωσα στους φυλακισμένους.
Ο Βόλος ήταν Γαλλίας και Σαρακηνού όπου μας είχαν στριμώξει 300 άτομα, αγωνιστές της Αντίστασης.
Ο Βόλος ήταν αυτό το θεόρατο παλικάρι, ο Κώστας ο Κουφοδήμος που τον έφεραν από την Αθήνα και τον έκρυψαν στη θεια μου τη Ζέκα, αλλά τον ανακάλυψαν και τον δηλητηρίασαν ενώ είχαν εκτελέσει και δύο αδέρφια του. Ο Βόλος ήταν οι συγκρατούμενοι μου. Η αγαπημένη μου Φωτίκα Κουρδουκλά. Ο Βόλος ήταν ο Μαυροειδής του ιππικού που τον σκότωσε ένας χωροφύλακας Πελοποννήσιος που το καμάρωνε ότι μαζί με άλλους τους έπνιξε στο λιμάνι του Βόλου! Ο Βόλος ήταν στο τέλος οι Αλυκές του στις οποίες κρύφτηκα κι από κει έφυγα στο βουνό, στο Πήλιο, κι εντάχτηκα στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Αυτός ήταν ο Βόλος με την πίκρα του τελευταίου αποχαιρετισμού με τον πατέρα μου. Ο Βόλος είναι πόλη σύμβολο.
Έρωτας ή πόλεμος;
Σ.Ε.: Πολλοί άνθρωποι απορούν πώς γίνεται να πολεμάς και ταυτόχρονα να εκδηλώνεις τα συναισθήματα σου, την αγάπη σου, τον έρωτα σου για τον συμπολεμιστή σου ή έναν άλλο άνθρωπο σε τόσο δύσκολες και αντίξοες συνθήκες.
Κ.Λ.: Ο έρωτας, γιατί μιλάμε για τον έρωτα, κάνω μία διευκρίνιση μεταξύ έρωτα και αγάπης γιατί από αγάπη δεν μας έλειψε. Την είχαμε ΟΛΗ. Όλος ο Στρατός ο Δημοκρατικός. Είχαμε αγάπη μεταξύ μας. Τι σήμαινε; Είχαμε αγάπη, αδελφοσύνη, αλληλοβοήθεια, αυτοθυσία για να σώσουμε τον άλλον, αλληλεγγύη, αλληλοσεβασμό, όλα αυτά μέσα στο πλαίσιο που λέγεται αγάπη. Ο έρωτας είναι κάτι διαφορετικότερο. Σου προκαλεί άλλες εκφράσεις. Ρίγος, αφοσίωση του μυαλού σου, στο σκλαβώνει. Δεν σε ρωτάει αν είσαι στον πόλεμο, αν μάχεσαι ή αν είσαι ειρηνικός πολίτης και κάνεις βόλτες στην πλατεία Συντάγματος. Άμα είναι να σε χτυπήσει, όπως λένε, σου ήρθε το βέλος. Όμως, τι συμβαίνει με τον έρωτα στον Εμφύλιο από την πλευρά του ΔΣΕ, γιατί όσα φιλμ έχω δει, αμερικάνικα κ.λπ., με γυναίκες και άντρες μέσα στον πόλεμο, είναι εντελώς άλλοι οι δρόμοι που ακολούθησε στη δική μας περίπτωση.
Εμείς, ναι, ερωτευόμασταν. Όταν πήγα στο Παρίσι, καλεσμένη από το Université Arco, για να συμμετάσχω σε ένα σεμινάριο για την Αντίσταση, και παρουσιάστηκε και το βιβλίο μου «Τα απόπαιδα» στα γαλλικά, η τεράστια αίθουσα του πανεπιστημίου ήταν γεμάτη, φοιτητές, καθηγητές, ιστορικούς κ.ά., και μέσα σ’ αυτό το πλήθος που εγώ ένιωθα ένα μουσειακό στοιχείο, γιατί όλοι ήταν νέοι και νεότατοι, ακούστηκε το πρώτο ερώτημα που μου βάλανε. Κυρία Λατίφη, όταν ήσασταν στο βουνό, εσείς ήσασταν ερωτευμένη; Εγώ; Ήμουν 15, 16, 17, 18, 19 χρονώ, και δεν θα ήμουν ερωτευμένη; Μόνιμα ήμουν ερωτευμένη! Είτε με ωραία μάτια είτε με ωραίο στυλ είτε με ωραίο βάδισμα είτε με οτιδήποτε ωραίο διέκρινα στον άλλο. Γιατί ο έρωτας κατευθύνεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Όμως, τους είπα, δεν το λέγαμε ούτε στον εαυτό μας. Δεν κυριαρχούσε σε μας. Εκείνο που μπορώ, όμως, να συμπληρώσω είναι ότι ναι, ερωτευόμασταν, ποιους, όμως; Τα παλικάρια. Είχαμε αυτή την ιδιομορφία που δεν την έχετε σήμερα. Ήταν το στοιχείο της παλικαροσύνης.
Και για να το τονίσω αυτό το σημείο, θα πω κάτι που είναι από την ιστορία. Όταν γινόταν ο πόλεμος στο Βιετνάμ, με τους Γάλλους, στο Ντιέν Μπιεν Φου, το μεγάλο φρούριο που κατέρρευσε με τα σχέδια του στρατηγού Γκιαπ, οι Ελληνίδες όλες ήμασταν ερωτευμένες με τον στρατηγό Γκιαπ! Κοντός, χοντρός, δεν ρωτούσαμε. Ήταν ο ήρωας, το παλικάρι.
Όμως, στο βουνό δεν κυριαρχούσε ο έρωτας, δεν ξενυχτούσαμε μ’ αυτό το πρόσωπο. Το χαλιναγωγούσαμε. Σε μας ο έρωτας ήταν, μ’ αρέσει, πω πω τι ωραίος, θα τον ήθελα!, αλλά επαφή δεν υπήρχε. Υπήρχε μόνο εσωτερική. Και πέρα από το εσωτερικό συναίσθημα, ό,τι νιώθαμε κι ό,τι περιγράφω στο βιβλίο, είχε το στοιχείο της αναβολής. Μετά! Αυτά, μετά. Μετά και αν! Που το αν σήμαινε αν επιζήσουμε. Ήταν συνεπώς ένα αναγκαίο συνυφασμένο με την ανθρώπινη ύπαρξη συναίσθημα του έρωτα, αλλά πολύ χαλιναγωγημένο. Πολύ αφημένο. Γιατί αυτό που κυριαρχούσε ήταν ο θάνατος. Ήταν η πίστη μας, ήταν ο αγώνας μας, είχαμε άλλα στοιχεία που μας κάναν να ξενυχτάμε, να σκεφτόμαστε ή να ενδιαφερόμαστε.
Σ.Ε.: Πάντως, όσο κι αν το χαλιναγωγούσατε, υπήρχαν κάποιες στιγμές που οι εντάσεις εκδηλώνονταν με κάποιο τρόπο…
Κ.Λ.: Πώς αλλιώς θα είναι ο έρωτας; Ελαφρύς και επιφανειακός; Χτυπάει ακριβώς εκεί που λέμε καρδιά. Τώρα τι είναι η καρδιά, πώς δέχεται τον έρωτα είναι άλλο θέμα, βιολογικό ή μη. Σημασία έχει ότι είναι κάτι εσωτερικό, που σε συνταράζει. Αλλά τον χαλιναγωγούσαμε και γι’ αυτό όλα τα διηγήματα δεν έδειξαν να έχουμε ερωτική επαφή στο βουνό. Άλλο ο γάμος όπως εκείνος που περιγράφω στο διήγημα «Το δίλημμα». Γιατί ήταν μια ειδική περίπτωση, να μη σου τύχει. Το διήγημα που αφορά τη ζωή του Ρόσιου, του υποστράτηγου Αλέξη Υψηλάντη. Έτυχε να ζήσω το γεγονός από πολύ κοντά γιατί συμπτωματικά ήμουν υπεύθυνη της νεολαίας και των γυναικών στην 103 Ταξιαρχία που ανήκε στη Μεραρχία του. Έτυχε να είμαι κοντά του. Πολύ κοντά του. Τα ζούσα. Όταν ο σύνδεσμος του ανακοίνωσε ότι ήρθε η πρώην γυναίκα του, η Αθηνά, ήμουν εκεί! Ήμουν μία απ’ αυτές που πήγαμε να τον αγκαλιάσουμε για να μην τρελαθεί από το σοκ και πάθει έμφραγμα.
Άγρια τρομοκρατία
Σ.Ε.: Ένα άλλο πολύ σημαντικό ζήτημα που βγαίνει από τα αφηγήματά σας, είναι ότι με ένα συγκεκριμένο και χειροπιαστό τρόπο, δείχνετε πώς εξαναγκαστήκατε να ανεβείτε στο βουνό. Πώς εξαναγκάστηκαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι αγωνιστές, οι οποίοι δεν ήταν από τη φύση τους πολεμοχαρείς, να ανέβουν στο βουνό. Και το εξηγείτε μέσα από τις ιστορίες χωρίς να είναι αυτό το κεντρικό θέμα των αφηγημάτων.
Κ.Λ.: Τα οκτώ μου διηγήματα, και τα οκτώ, απαντούν στο ερώτημα αυτό. Το διήγημα «Έτος 1946» αφορά τον πρώτο μου ξάδελφο, τον Τάσο τον Μήλιο που τον σκότωσαν όπως και τον Κυριάκο τον Καραγιάννη, τον συμπατριώτη μου. Πήραν τον Τάσο την ημέρα του γάμου του! Να, ένα παράδειγμα έρωτα! Σφοδρότατος έρωτας. Από την εποχή που ήταν και οι δύο στην Εθνική Αλληλεγγύη και βοηθούσαν για συσσίτια και νοσοκομεία, αλλά δεν το δείχναν. Το ξέρανε, παίζαν τα μάτια τους, έπαιζε η καρδιά τους και η αναζήτησή τους, αλλά δεν είχαν τίποτε. Μόνον όταν τελείωσε η Κατοχή και υποτίθεται ότι απελευθερωθήκαμε, εκδηλωθήκανε, έγιναν οι αρραβώνες, για να παντρευτούν. Και τον σκοτώνουν αμέσως, το ’46, το καλοκαίρι. Λοιπόν, τι να κάνεις; Πού να πας; Για φαντάσου εμένα, ανήλικη, να ψάχνουμε μια νύχτα ολόκληρη στο σπίτι της θειας μου της Ζέκα, με τον πατέρα μου και τη μάνα μου, και να μη βρίσκουμε σε όλη την επικράτεια μια γωνιά να κρυφτώ. Έλεγε η μάνα μου, να πας στην Αθήνα; Μα τώρα δραπέτευσες από κεί, θα σε σκοτώσουν. Έλεγε, να πας εκεί! Απαπαπαπά! Να πας εκεί! Πώπωπω, κι εκεί σφάζουν! Να πας εδώ, να πας εκεί. Μια νύχτα περάσαμε ανιχνεύοντας το σύμπαν, το γύρω μας, για να βρω πού θα μπορούσα, εγώ, ένα κοριτσάκι, που στο κάτω-κάτω δεν ήμουν και ηγέτης, να φυλαχτώ.
Ο Βόλος είναι και η Ασφάλεια στην οποία με πήγαν από τον Αλμυρό. Και στην Ασφάλεια η πρώτη εντύπωση ήταν τα ουρλιαχτά των βασανιστηρίων! Γιατί μπαίνοντας στην Ασφάλεια, βλέπω να παίζουν μπάλα με έναν αγωνιστή ανάμεσα σε δύο ομάδες χωροφυλάκων! Τον κλωτσούσαν από δω, τον στέλναν από κεί. Κι έτρεχαν τα αίματα από παντού. Στην Ασφάλεια στην οποία κάθισα κι εγώ πριν πάω Σαρακηνού και Γαλλίας. Κι από το Βόλο με στείλαν εξορία. 1946, τέλος Δεκέμβρη. Και πού με στέλναν; Στη Γαύδο! Ποιος την ήξερε τη Γαύδο; Ούτε στο χάρτη δεν υπήρχε! Λιποθύμησαν όλοι οι δικοί μου! Η μάνα μου έπαθε βιολογικές αλλαγές. Έπεσαν πέντε δικηγόροι αριστεροί να κάνουν ένσταση για να με στείλουν στην Ικαρία. Κι όταν φεύγουμε από το Βόλο για τον τόπο εξορίας, είχε μαζευτεί σα διαδήλωση όλος ο κόσμος και να τραγουδάει «πολλά παιδιά βολιώτικα τα παίρνουν για την εξορία, Ελλάδας μας, Ελλάδα μας!» πάνω στο γνωστό μοτίβο του «Παιδιά βολιώτικα».
Δεν υπάρχει διήγημα που να μην έχει μέσα τη δίωξη. Όπως του Κώστα Κουκούλα. Το διήγημα που δεν κράτησε η καρδιά του. Ήμασταν μαζί στη Μόσχα συμφοιτητές. Από πότε είχε φύγει στο βουνό; Μόλις ήρθε η απελευθέρωση μετά την Αντίσταση, τον σπάσαν στο ξύλο και οι δικοί του τον βάλαν μέσα στα τομάρια, τα ζεστά, για να τον σώσουν! Πού αλλού να πάει;
Η δίωξη ήταν το καθεστώς. Όχι η απλή δίωξη, να σε πάρω, να σε βάλω φυλακή. Το μακέλεμα! Γιατί αυτό που κάνανε, ήταν υπάνθρωποι, ήταν λάθος άνθρωποι, λάθος της φύσης, λανθασμένες υπάρξεις. Σε μακέλευαν πρώτα και μετά σε σκότωναν.
Ισότητα
Σ.Ε.: Υπήρχε ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλλα ως προς την έκφραση του έρωτα των αγωνιστών, των πρωτοβουλιών και των σχέσεων μεταξύ αντρών και γυναικών;
Κ.Λ.: Τι να πω για την ισότητα. Εμένα, και δεν είμαι η μόνη, μ’ έριξε η μοίρα. Να βρεθώ και με κανόνι, να βρεθώ και με όλμο, να βρεθώ και με Πάντσερ, να βρεθώ και με οπλοπολυβόλο στο οποίο είμαι και πολύ καλή σκοπεύτρια! Να βρεθώ και με ένα απλό όπλο, με Στάγερ. Ποια ισότητα; Εδώ υπάρχει ένα γεγονός που ξεπερνάς την ισότητα, δεν μετριέται η ισότητα. Η οικονομική ισότητα; Για την ισότητα έχω γράψει σε ένα καινούργιο βιβλίο που αφορά τη γυναίκα και τον άντρα.
Υπήρχε, όμως, και κάτι άλλο. Άμα ήταν κάποιος που ήθελε να παραβιάσει τις αρχές μας και την εντιμότητά μας, η άλλη όπλιζε το όπλο! Έχω τέτοια διηγήματα. Λάθος, του έλεγε, συναγωνιστή, λάθος! Αλλά, κρακ-κρακ!, το όπλιζε το όπλο.
Στο βουνό, η κοπέλα ήξερε να υπερασπίζεται τον εαυτό της πολύ καλά. Κι έχω ένα διήγημα για μια αντάρτισσα του ιππικού που πήραν κάποιον οδηγό, που δεν ήταν αντάρτης, να τους οδηγήσει κι ενώ προχωρούσαν νύχτα για να τους περάσει σε κάποιο σημείο, πήγε να την πειράξει. Κρακ-κρακ αυτή το όπλο και του λέει, λάθος πόρτα, φίλε. Δείξε μας το δρόμο. Και λέει μετά, η κοπέλα, λυπήθηκα πάρα πολύ για το συμβάν γιατί σε πέντε λεπτά τον πήρε βλήμα και τον σκότωσε. Σαν να καταλάβαινε ότι ήθελε κι αυτός λίγο να γνωρίσει τη ζωή.
Αυτό που μου κακοφαίνεται είναι ότι στην Αντίσταση, στο κομμάτι της ελεύθερης Ελλάδας, το γεγονός ότι η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) έδωσε δικαίωμα ψήφου για πρώτη φορά στην Ελληνίδα, δεν αναφέρεται ποτέ ή πολύ σπάνια στην ιστορία της απόκτησης δικαιώματος ψήφου από τις γυναίκες. Μπορεί να μην αρέσει σε κάποιους/κάποιες να το αναφέρουν επειδή ανήκει στο ΕΑΜ η απόφαση και η εφαρμογή της, αλλά είναι αναμφισβήτητο γεγονός.
Εν κατακλείδι, είμαι μάρτυρας σε όλα τα διηγήματα και θέλω να το τονίσω αυτό γιατί είναι όλα αληθινά και έτυχε να τα ζήσω. Υπάρχουν κι ορισμένα που μου τα διηγήθηκαν οι ίδιες οι φίλες μου χωρίς να είμαι παρούσα, αλλά τα έμαθα από πρώτο χέρι.
* Τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη.
** Τραγούδι του Δήμου Μούτση και του Γιάννη Λογοθέτη.