«Γιώργος Αρβανίτης – Μια ζωή στο φως» (εκδόσεις Πατάκη): Μοιάζει περισσότερο με συναρπαστικό μυθιστόρημα παρά με τη βιογραφία ενός ανθρώπου – και μάλιστα ενός εκ των κορυφαίων διευθυντών φωτογραφίας στον κόσμο.

Η Ελισάβετ Χρονοπούλου με τη διπλή ιδιότητα της συγγραφέως και της σκηνοθέτιδος μάς χαρίζει ένα μοναδικό βιβλίο, το οποίο πέρα από την πορεία της ζωής του Γιώργου Αρβανίτη, όπως της την αφηγήθηκε στις πολύωρες συναντήσεις τους, περιλαμβάνει ένα εξαιρετικό φωτογραφικό υλικό, καθώς και την πλήρη φιλμογραφία του.

Πρόκειται για μια ξεχωριστή έκδοση, από κάθε άποψη. Κλείνοντας το βιβλίο έχεις την αίσθηση πως ταξιδεύεις κι εσύ στο φως που τόσο αγάπησε και τόσο μαγικά απέδωσε στη μεγάλη οθόνη αυτός ο μοναδικός δημιουργός και άνθρωπος.

Είχα την τύχη να τους συναντήσω και τους δύο σε μια εκδήλωση που οργάνωσε η Κινηματογραφική Λέσχη της Αγίας Παρασκευής και να ζήσω κι εκεί το συναρπαστικό ταξίδι, να μαγευτώ και από την αφηγηματική δεινότητα, τη σεμνότητα και το χιούμορ του Γιώργου Αρβανίτη.

Για μένα η συγγραφή του βιβλίου ήταν μεγάλο σχολείο για το σινεμά αλλά και τη ζωή

Πώς γεννήθηκε αυτό το βιβλίο και ποια ήταν η διαδικασία που ακολουθήσατε;

Γεννήθηκε ένα βράδυ του Νοεμβρίου του 2018, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Σε ένα μπαράκι, μετά τις προβολές. Όλα ξεκίνησαν από μια μικρή ανάμνηση από την παιδική του ηλικία που εκείνος πέταξε ανύποπτος, χωρίς να φανταστεί πως για μένα έσκασε σαν πυροτέχνημα.

Άρχισα να τον βομβαρδίζω με ερωτήσεις ώσπου ξημερωθήκαμε με αποσπάσματα από την ιστορία της ζωής του. Ήθελα να δω ολόκληρη την εικόνα, αλλά όσο σχηματιζόταν σταδιακά μπροστά μου τόσο περισσότερο ελλιπής μου φαινόταν. Το βιβλίο το γέννησε ουσιαστικά η απορία. Η απιθανότητα. Η ασυμβατότητα ανάμεσα στην αφετηρία και την κατάληξη, στη ζωή και το έργο.

Κοιτάξτε: 1946, εμφύλιος, ένα χωριό, Λευκή τρομοκρατία, ο πατέρας φεύγει κυνηγημένος στο βουνό, η μητέρα συλλαμβάνεται και φυλακίζεται, τέσσερα μικρά παιδιά μένουν πίσω. Στα έξι του χρόνια, ο Γιώργος ξεριζώνεται από ό,τι ήταν η ζωή του και μεγαλώνει πια σε ένα νέο περιβάλλον, με τη φροντίδα των θείων του αλλά σε συνθήκες ακραίας ανέχειας. Εργάζεται σκληρά από έξι χρονών, λαμβάνει υποτυπώδη παιδεία. Από 12 χρονών δουλεύει στην οικοδομή.

Θα πει κανείς, τι το πρωτότυπο έχει αυτή η ιστορία; Ενταγμένη στο ιστορικό της πλαίσιο δεν προκαλεί έκπληξη. Αυτό που μου προκάλεσε απορία και κατάπληξη δεν ήταν η αρχή της ιστορίας αλλά η εξέλιξή της. Το πώς, ξεκινώντας με σχεδόν μηδενικό πολιτισμικό κεφάλαιο, χωρίς παιδεία, χωρίς καθοδήγηση, κατόρθωσε να ανοίξει έναν προσωπικό δρόμο αισθητικής αναζήτησης, να εμβαθύνει δημιουργικά στην τέχνη του, να δημιουργήσει ένα τόσο πλούσιο έργο υψηλής αισθητικής. Ξεκινώντας ουσιαστικά από το σκοτάδι, βρήκε το φως ακολουθώντας έναν δύσβατο μοναχικό δρόμο και μας έπλασε με το φως έναν μαγικό κόσμο για να ταξιδεύουμε. Ταξιδεύοντας στη ζωή του εκείνο το βράδυ στη Θεσσαλονίκη, ένιωσα την ανάγκη να εξερευνήσω αυτή την απιθανότητα. Επιπλέον, ήταν εκθαμβωτικά φανερό ότι τα βιώματά του απηχούν μια όψη της ιστορίας της Ελλάδας, της σκοτεινής, τραυματικής και θα έλεγα παράλογης εμφυλιακής και μετεμφυλιακής περιόδου. Και με ενδιέφερε ξαφνικά πάρα πολύ να τη δω αυτήν την όψη σε σχέση με το έργο του, με το καλλιτεχνικό του στίγμα. Να εξερευνήσω τη σχέση ανάμεσα στο βίωμα και το έργο.

Η αφήγησή του με σαγήνευσε εκείνο το βράδυ για όλους τους παραπάνω λόγους. Ήξερα πως αυτό το βιβλίο έπρεπε να γραφτεί. Δεν ήξερα ακόμα πώς. Δεν είχα ασχοληθεί ξανά με τη βιογραφία. Φοβήθηκα πάρα πολύ πως δεν θα τα καταφέρω, και δεν έπαψα να φοβάμαι στα τρία χρόνια που πήρε η συγγραφή. Η διαδικασία πλησίασε περισσότερο αυτή του γυρίσματος ενός ντοκιμαντέρ παρατήρησης. Χωρίς σενάριο, χωρίς καν σχεδιάγραμμα, περάσαμε ένα διάστημα κουβεντιάζοντας αδόμητα με έναν εγγραφέα ανάμεσά μας.

Μαζεύτηκε το πρώτο υλικό και άρχισα να το επεξεργάζομαι, το άφησα να μου μιλήσει. Ακολούθησαν αρκετές ακόμα κουβέντες μας, πιο στοχευμένες. Μελέτησα τις ταινίες του, μίλησα με οικεία του πρόσωπα, χρειάστηκε και αρκετή έρευνα. Σχολιάζαμε τις ταινίες, μάζευα ερωτήματα και τα κουβεντιάζαμε. Για μένα η συγγραφή του βιβλίου ήταν μεγάλο σχολείο για το σινεμά αλλά και τη ζωή.

Από αυτήν την πορεία ποιες στιγμές θα μείνουν χαραγμένες στη μνήμη σας ως κάτι πολύτιμο;

Ολόκληρη η πορεία έχει μείνει στη μνήμη μου ως κάτι πολύτιμο. Μια σημαντική στιγμή για μένα ήταν όταν διάβασε επιτέλους ο Γιώργος, μετά από τρία χρόνια, την πρώτη ολοκληρωμένη γραφή. Ως τότε δεν είχε διαβάσει ούτε μια πρόταση, δεν ήξερε τι κάνω, δεν ρωτούσε, δεν πίεζε, δεν έκανε ποτέ την παραμικρή υπόδειξη. Όταν του το έστειλα επιτέλους ένα βράδυ, σχεδόν δεν κοιμήθηκα από την αγωνία. Δεν θα ξεχάσω τη χαρά και την ανακούφιση που ένιωσα όταν το πρωί άκουσα στο τηλέφωνο τη φωνή του αλλοιωμένη από τη συγκίνηση.

Τι κάνει για σας τον Γιώργο Αρβανίτη περισσότερο ξεχωριστό;

Σε μια εποχή αξιακής ρευστότητας και μαρασμού των ιδεολογιών, το παράδειγμα ζωής που μας δίνει ο Αρβανίτης μου φαίνεται παρηγορητικό. Είναι ένας ρομαντικός ιδεολόγος με ηθική ακεραιότητα και βαθειά αγάπη για τους ανθρώπους. Διένυσε μια μακρά πορεία καταφέρνοντας να μην παρεκκλίνει από τις αρχές του, να τις τιμήσει στη ζωή αλλά και στην τέχνη του, στα δύσκολα και στα εύκολα, όταν η ζωή τον έριχνε στις συμπληγάδες αλλά κι όταν τον κακομάθαινε. Ενώ άφησε πολύ νωρίς πίσω του τον κόσμο της ανέχειας και του μόχθου στον οποίο μεγάλωσε, δεν αποσυνδέθηκε ποτέ από αυτόν, δεν αφέθηκε να πλανηθεί από τη δόξα και τη λάμψη, το βλέμμα του μένει πάντα στραμμένο στον ανθρώπινο πόνο και στην κοινωνική αδικία.

Ποια από τις δουλειές του αγαπάτε περισσότερο και γιατί;

Δύσκολο να πω. Λατρεύω σίγουρα τη φωτογραφία του στην «Αναπαράσταση», αυτήν την ωμή και τραχιά αποτύπωση του κοινωνικού αδιέξοδου, τόσο άδεια από καλλιέπεια και τόσο πυκνή σε συναίσθημα. Αγαπώ πολύ το «Τοπίο στην Ομίχλη», την πιο τρυφερή κατά τη γνώμη μου ταινία του Αγγελόπουλου, όπου ο Αρβανίτης έχει πραγματικά δημιουργήσει με το φως του ένα σπαραχτικό ψυχογράφημα των δύο παιδιών. Αγαπώ επίσης πολύ τον τρόπο που ο Αρβανίτης δίνει ψυχή στο φυσικό τοπίο, σε δυο μαγικές ταινίες, το «Holocen» των Heinz Bütler και Manfred Eicher και το «Faraw! Une mère des sables» του Abdoulaye Ascofaré. Αχ, και τόσες άλλες ταινίες που αφήνω απ’ έξω.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!