Η προτίμηση για ελληνικό γάλα και κρέας, αφετηρία για τη στήριξη του Έλληνα κτηνοτρόφου

Του Νίκου Μπαντιού*

 

Ολόκληρο το χρόνο αλλά ιδιαίτερα πριν από τις γιορτές όπου η αγοραστική κίνηση σε είδη διατροφής είναι μεγάλη, βγαίνει πάντα στην επιφάνεια το θέμα της προέλευσης των ειδών διατροφής και των «ελληνοποιήσεων». Και αν για τα φρούτα και τα λαχανικά το ζήτημα είναι πιο απλό, καθώς υπάρχει επάρκεια της ελληνικής παραγωγής, για το γάλα και το κρέας τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα.

Η ελληνική παραγωγή υστερεί. Στο αγελαδινό γάλα με εθνική ποσόστωση 878.297 τόνους, η παραγωγή μας το 2013-2014 ήταν μόνο 625.139 τόνοι, ενώ μόνο οι εισαγωγές σε ισοδύναμο γάλα είναι περίπου 303.000 τόνοι, χωρίς να υπολογίσουμε τα έτοιμα εισαγόμενα γαλακτοκομικά που κατακλύζουν την αγορά. Το ισοζύγιο στο βόειο κρέας είναι ακόμη δυσμενέστερο για την ελληνική παραγωγή.

Μπαίνει, λοιπόν, το ερώτημα αν αξίζει κανείς να αναζητήσει την προέλευση ενός προϊόντος και να επιλέξει το ελληνικό από το εισαγόμενο. Υπάρχει μια ισχυρή τάση του Έλληνα καταναλωτή να επιλέγει τα ελληνικά γαλακτοκομικά και κρέας. Σε έρευνα αγοράς του Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος και Κρέατος τα αποτελέσματα ήταν συντριπτικά:

–       Περισσότεροι από 9 στους 10 ερωτώμενους (95%) δηλώνουν ότι επιθυμούν να γνωρίζουν την προέλευση του γάλακτος

–       Με δεδομένο ότι το βάρος και η τιμή ενός γαλακτοκομικού προϊόντος παραμένουν ίδια, σχεδόν όλοι (98%) δηλώνουν ότι θα επέλεγαν το γαλακτοκομικό προϊόν του οποίου η προέλευση του γάλακτος είναι ελληνική

–       Περίπου 9 στους 10 (89%) δηλώνουν ότι θα επέλεγαν ένα γαλακτοκομικό προϊόν του οποίου η προέλευση του γάλακτος είναι ελληνική, ακόμη κι αν αυτό ήταν ακριβότερο από ίδιου βάρους προϊόν προερχόμενο από εισαγόμενο γάλα

–       Σχεδόν 7 στους 10 (67%) δηλώνουν ότι οι ελληνικές ονομασίες τοπωνυμίων σε πολλά τυροκομικά προϊόντα παραπέμπουν σε ελληνικότητα του γάλακτος

Ο Έλληνας καταναλωτής εμπιστεύεται το ελληνικό γάλα και κρέας – και όχι μόνο από «καταναλωτικό πατριωτισμό». Η ελληνική παραγωγή έμεινε μακριά από διατροφικά σκάνδαλα που συγκλόνισαν την αγορά τροφίμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το σκάνδαλο των διοξινών και των τρελών αγελάδων. Ακόμη και τα επεξεργασμένα κρεατοσκευάσματα που περιείχαν κρέας αλόγου, στο πρόσφατο διατροφικό σκάνδαλο, ήταν εισαγόμενα.

 

Παραπλάνηση του καταναλωτή

Μπορεί το κόστος διατροφής των ζώων να είναι ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος για τους Έλληνες κτηνοτρόφους, ποτέ όμως δεν μπήκαν στον πειρασμό να «ξεχάσουν» τους παραδοσιακούς τρόπους διατροφής.

Το πιο πρόσφατο παράδειγμα της προτίμησης των καταναλωτών είναι η επιτυχημένη καινοτόμος προσπάθεια του Θεσσαλικού Συνεταιρισμού Κτηνοτρόφων Αγελαδινού Γάλακτος, με τους αυτόματους πωλητές φρέσκου γάλακτος, πρώτα στη Λάρισα και τώρα στη Θεσσαλονίκη.

Αυτήν την προφανή προτίμηση στα ελληνικά προϊόντα έρχονται να εκμεταλλευτούν (άλλες φορές παράνομα, αλλά δυστυχώς κάποιες φορές και νομότυπα) όσοι προωθούν εισαγόμενα ως ελληνικά.

Και η γκάμα της παραπλάνησης ξεκινάει από:

– Τη μη αναγραφή της προέλευσης του κρέατος στις βιτρίνες των κρεοπωλείων και στις αυτοκόλλητες ετικέτες των ζυγιστικών μηχανών

– Την παραπλανητική αναγραφή της επισήμανσης «ελληνικής εκτροφής», σε σφάγια ζώων που έζησαν στην Ελλάδα μόνο ένα μήνα.

– Τις πολλές ανασυσκευασίες εισαγόμενων τυροκομικών που είναι δύσκολο να ελεγχθούν και μπερδεύονται με τη φέτα.

– Την κατάσταση, βεβαίως, περιπλέκει η κατάργηση της υποχρεωτικής αναγραφής προέλευσης στο γάλα.

– Η σύγχυση που επικρατεί γύρω από το γιαούρτι (παρασκευάσματα με σκόνη ή συμπυκνωμένο γάλα).

– Ποιος, αλήθεια, ξέρει ότι τα περισσότερα κίτρινα τυριά με «ηχηρά» ελληνικά ονόματα ή τοπωνύμια, ελάχιστο ελληνικό γάλα περιέχουν, καθώς δεν είναι υποχρεωτική η αναγραφή προέλευσης πρώτης ύλης;

Η ελληνική σημαία στη συσκευασία μπορεί να σημαίνει απλώς ότι υφίστανται κάποια επεξεργασία στην Ελλάδα.

 

Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί υπολειτουργούν

Οι ελεγκτικές υπηρεσίες του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και των Περιφερειών που είναι υπεύθυνες για τους ελέγχους προέλευσης, με μεγάλες ελλείψεις σε προσωπικό, με περικοπές σε χρηματοδότηση και κινήσεις, δεν επαρκούν. Σε αυτό συντελεί ο αδικαιολόγητος κατακερματισμός των ελέγχων στους φορείς του ΥΠΑΑΤ και των Περιφερειών, με αλληλοεπικαλύψεις, σπατάλη πόρων και επιστημονικού προσωπικού, καθώς και οι παρεμβάσεις των εκάστοτε τοπικών παραγόντων στους ελεγκτικούς μηχανισμούς.

Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είναι, για ευνόητους λόγους, απαράδεκτο να έχουν προϊσταμένους εκλεγμένους τοπικούς άρχοντες. Η λειτουργία τους κάτω από ενιαία κεντρική αρχή, με συνέργειες σε ένα κοινό επιχειρησιακό σχέδιο, θα τονώσει το έργο και την αποτελεσματικότητά τους.

Θέλει, λοιπόν, ο καταναλωτής να επιλέξει «ελληνικό», αλλά δεν τα καταφέρνει πάντα. Και η δικαιολογία ότι το ελληνικό γάλα και κρέας δεν επαρκούν δεν είναι άλλοθι για τις προσπάθειες παραπλάνησης που γίνονται. Αντιθέτως, η διαφορά στην τιμή που θα πάρει ο Έλληνας κτηνοτρόφος, καθώς ο καταναλωτής προτιμά το ελληνικό, μπορεί να γίνει και κίνητρο, μαζί φυσικά και με άλλες διαρθρωτικές παρεμβάσεις, ώστε περισσότεροι νέοι της επαρχίας να ασχοληθούν με την πρωτογενή παραγωγή.

 

Στήριξη της ελληνικής παραγωγής

Τέλος, η Πολιτεία θα πρέπει να πάρει θέση και να αξιοποιήσει με κάθε μέσο την προτίμηση του Έλληνα στα ελληνικά προϊόντα:

–          Στηρίζοντας την ελληνική παραγωγή.

–          Θεσμοθετώντας διατάξεις που επιβάλλουν την επισήμανση για την προέλευση πρώτης ύλης.

–          Ενημερώνοντας τον καταναλωτή για τη σημασία και τον τρόπο της επιλογής ελληνικών προϊόντων.

–          Ενισχύοντας με σχεδιασμό, προσωπικό και πόρους τους ελεγκτικούς μηχανισμούς.

Η ελληνική κτηνοτροφία περνάει δύσκολες στιγμές. Στην οικονομική ασφυξία που επέβαλαν τα μνημόνια, προστέθηκαν και οι πρόσφατες «ζωονόσοι», που απειλούν το ζωικό κεφάλαιο με αφανισμό.

Χρειάζεται άμεση και συντονισμένη προσπάθεια, αν θέλουμε και στο άμεσο μέλλον να έχουμε το δικαίωμα της επιλογής στην παραγωγή του Έλληνα κτηνοτρόφου.

 

* Ο Νίκος Μπαντιός είναι Κτηνίατρος

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!