Του Φώτη Τερζάκη
Αν η φράση «να καίγεται το σπίτι μας» παραπέμπει στους τρόμους τής μείζονος πολιτικής, την διακρατική υποτέλεια, την οικονομική καταλήστευση και τις γεωπολιτικές απειλές, ασφαλώς δεν μπορεί –και δεν πρέπει ποτέ– να διαχωρίζεται από το «τραγούδι» της ελάσσονος πολιτικής, τις αξίες μιας κοινωνίας και τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι διαχειρίζονται τα καθημερινά ηθικά και συνειδησιακά τους προβλήματα. Γιατί ο εχθρός βρίσκεται επίσης εντός των τειχών, και ο αγώνας της χειραφέτησης είναι πάντα αμφίπλευρος. Όσες συγκινητικές ιστορίες κι αν ακούγονται για τους παπάδες του ΕΑΜ ή την αξιέπαινη εντιμότητα κάποιων λαϊκών κληρικών, δεν μπορεί να παρασιωπάται ότι η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία –όπως κάθε οργανωμένη εκκλησία– είναι ένα βαρίδι στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας και υπεύθυνο γι’ αναρίθμητα δεινά της (1) Κι εν πάση περιπτώσει ένας οργανισμός-απολίθωμα της πατριαρχικής/φεουδαρχικής βίας, προορισμένος εκ φύσεως να προσκολλάται στους ισχυρούς και να παράγει νομιμοποίηση για λογαριασμό τους, που εμμένει ανυποχώρητα στην απαίτηση να χειραγωγεί συνειδήσεις και κοσμοαντιλήψεις μέσ’ από τη διαπλοκή του με τους νευραλγικούς μηχανισμούς τής κοινωνικής αναπαραγωγής, δεν μπορεί να έχει θέση σε οιαδήποτε αριστερή, απελευθερωσιακή, αυτοδιαχειριστική συμπαράταξη.
Προσφάτως ένα γνωστός δημοσιογράφος –ό,τι κι αν υπήρξε στον δημόσιο βίο του– ενόψει μιας βασανιστικής αρρώστιας άσκησε το αναφαίρετο δικαίωμα να τερματίσει κατά το δυνατόν ανώδυνα τη ζωή του· και, πράγμα ακόμη πιο σημαντικό, είχε την εντιμότητα και το θάρρος να υπερασπίσει δημόσια την επιλογή του, δίνοντάς της έναν παραδειγματικό χαρακτήρα και αναδεικνύοντάς την, ως ώφειλε, σε οικουμενικό ηθικό (δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση πολιτικό) πρόβλημα. Διακεκριμένοι εκπρόσωποι της εκκλησιαστικής ιεραρχίας αντέδρασαν με την αναμενόμενη λύσσα στη διαφαινόμενη απειλή να τους αφαιρεθεί ο μονοπωλιακός έλεγχος στη ζωή και στον θάνατο των ανθρώπων· με αυτούς μόνο να γελάει μπορεί κανείς. Υπήρξαν όμως και σοβαρές απόπειρες για διαλογική αντιμετώπιση, από εκκλησιαστικής πλευράς πάντα, που δικαιούνται και απαιτούν έναν ορθολογικό αντίλογο: καθήκον στο οποίο θα ήθελα ν’ ανταποκριθώ υπερασπίζοντας το δικαίωμα και την ηθική αξία όχι απλώς της ευθανασίας, που είναι μια μάλλον ειδική περίπτωση, αλλά γενικά τής αυτοκτονίας.
Στις 10 του περασμένου Σεπτεμβρίου, από τις σελίδες αυτής εδώ της εφημερίδας, ένα ιερωμένος, ο π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος (Λίβυος), άγγιξε την καρδιά τού θέματος θέτοντας το μεγάλο ερώτημα σε τί έγκειται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Πρέπει άραγε να ταυτίζουμε την αξιοπρέπεια με τη δύναμη ή τη ζωτικότητα; Τότε, γράφει ο ιερωμένος, «οι συνάνθρωποί μας που πάσχουν από ανίατες ασθένειες, νοητικές ή ψυχικές, δεν είναι αξιοπρεπείς; Του ψυχωτικού το παραλήρημα, του ανάπηρου η ακινησία, του πάσχοντος από Αλτσχάιμερ τα σάλια, του ηλικιωμένου η κατά σώμα ενούρηση κ.ά., συνεπάγονται αναξιοπρέπεια; Αυτούς τί τους κάνουμε; Τους θανατώνουμε γιατί είναι αναξιοπρεπείς;».
Για να απαντήσουμε ένα τόσο κρίσιμο ερώτημα πρέπει προφανώς να συμμεριζόμαστε έναν ορισμό της αξιοπρέπειας. Η τελευταία πρόταση όμως παραπλανά διότι προϋποθέτει λαθραία έναν προσδιορισμό της που επιβάλλεται «αντικειμενικά», εκ των έξω, πράγμα που ακυρώνει την ίδια της την έννοια. Η αξιοπρέπεια είναι πρωτίστως ένα βίωμα υποκειμενικό, κάτι που ο ίδιος ο άνθρωπος δικαιούται να νιώθει η να μη νιώθει – και αν δεν το συνυπολογίσουμε αυτό, πιστεύω, δεν μπορούμε να φτάσουμε σε έναν εξ αντικειμένου ορισμό της: κατά τη δική μου αντίληψη, είναι το να αντιμετωπίζεται κάποιος κατά τρόπο ιδιάζοντα στην ανθρώπινη φύση του, δηλαδή να μην ανάγεται σε πράγμα. Δεν είναι λοιπόν η ασθένεια ή η αναπηρία ως τέτοιες που καθιστούν έναν άνθρωπο αναξιοπρεπή, αλλά η συλλογική τους αντιμετώπιση υπό δεδομένες συνθήκες (και το βιωματικό αποτύπωμα που αυτή συνεπάγεται). Στο είδος των κοινωνιών που ατυχώς ζούμε, αυτές συνεπάγονται όντως ακραία ταπείνωση και απανθρωποποίηση: η εξάρτηση κάποιου από τους γύρω του για τους οποίους γίνεται κάποτε δυσβάστακτο υλικό και οικονομικό βάρος, η βία, φανερή ή υπόκωφη, που είναι αναγκασμένος να υφίσταται εξαιτίας αυτού, η παράδοσή του ως λεία στα χέρια μιας ιατρικής που τον τεμαχίζει σε λειτουργίες και μηχανισμούς πάνω στο ανατομικό τραπέζι, είναι πράγματα που κανένας ο οποίος σέβεται την ανθρώπινη φύση του δεν θα συναινούσε να υποστεί. Αλλά πριν φτάσουμε ως εκεί, υπάρχουν πολλές άλλες συνθήκες και μηχανισμοί απανθρωποποίησης που καταλύουν την ανθρώπινη ιδιότητα ως προς την ελευθερία αυτοκαθορισμού που της ιδιάζει: η δουλεία, η φτώχεια, ο εγκλεισμός, τα βασανιστήρια, και στο τέλος-τέλος το ίδιο το καθεστώς τής μισθωτής εργασίας είναι συνθήκες που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί, ούτε και θα έπρεπε, να αντέξει χωρίς να απαρνηθεί, περισσότερο ή λιγότερο, την ανθρώπινη ιδιότητά του.
Ο άνθρωπος ανακτά την υποκειμενικότητά του, δηλαδή ό,τι δικαιούται να ονομάζει ελευθερία και αξιοπρέπεια, μαχόμενος ενάντια σε αυτές τις συνθήκες. Τί γίνεται όμως όταν δεν μπορεί πλέον να αγωνιστεί; Το έσχατο όπλο που έχει στα χέρια του για να υπερασπίσει εκείνη την εύθραυστη και τρωτή ελευθερία που τον κάνει αυτό που είναι, το έσχατο μέσον αυτοπροσδιορισμού και αυτοκατάφασης του προσώπου του, είναι τότε η δραπέτευση από μια ζωή αναξιοβίωτη: η αυτοκτονία. Δεν είναι μόνο μια πράξη ακραίου ηρωισμού και ακεραιότητας, αλλά και η πιο ριζική, η πιο ασυνθηκολόγητη άρνηση όλων όσων απειλούν την ανθρώπινη ζωή με εξανδραποδισμό και απολίθωση: οριακή κύρωση της ανθιστάμενης υποκειμενικότητάς του.
Ποιος μπορεί να του την αρνηθεί; Και κυρίως με ποιο επιχείρημα, χωρίς με αυτό να του υποκλέπτει εκείνη την ελευθερία αυτοκαθορισμού στην οποία συνίσταται ακριβώς η αξιοπρέπειά του; (2) Όλες οι μονοθεϊστικές θρησκείες καταδικάζουν ομόφωνα και με αποτροπιασμό την αυτοκτονία· γιατί; Επειδή, λέω, αυτή η πρωταρκτική, ριζική αναξιοπρέπεια του να είναι ο άνθρωπος πράγμα, αντικείμενο, είναι καταστατικά ενθηκευμένη στη δογματική τους. Θα το αρνηθούν φυσικά· όμως τί άλλο σημαίνει να είναι κάποιος κτιστός, από το να υπόκειται στην προαίρεση και στη βούληση κάποιου ή κάτινος άλλου, να μην του ανήκει δηλαδή η ίδια του η ζωή – και τί άλλο συνιστά μια τέτοια πεποίθηση παρά μεταφυσική δικαίωση της εγκόσμιας πραγμοποίησης κι ετερονομίας; Κι αν κάποιοι μου πουν ότι απηχώ εκείνη την ιδιοκτησιακή αντίληψη του «εαυτού» που βρίσκεται στην καρδιά τής κατασκευής τής αστικής υποκειμενικότητας, θα πω μόνον ότι θεραπεία της δεν είναι η παλινδρόμηση στη φεουδαρχική αντίληψη περί «εαυτού» ως κινητής περιουσίας τού χωροδεσπότη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Και, λέγοντας αυτό, ελπίζω ότι δεν θα επαναλάβει κανείς το ατόπημα να με συγκαταλέξει με τη Ρεπούση και τον Φίλη (κατά το παλιό μακιαβελικό στρατήγημα, όποιος κατήγγελλε τις σταλινικές προδοσίες να βαπτίζεται συλλήβδην αντικομμουνιστής και πράκτορας του ιμπεριαλισμού).
2. Ούτε είναι «εικόνα» κανενός πράγματος·ο άνθρωπος είναι διαρκής και ακατάληκτη αυτοδημιουργία, συνέχεια και προέκταση της διαρκούς αυτοδημιουργίας τής Φύσης.