Η έννοια της εκμετάλλευσης υπήρξε κυρίαρχη σε όλη την ιστορία του εργατικού κινήματος. Δεν ήταν μια έννοια ιδιαζόντως μαρξιστική, αλλά ο Μαρξ ήταν εκείνος που τη μετέφερε αποφασιστικά από το «ουδέτερο» πεδίο τής απόσπασης των φυσικών πόρων προς όφελος του ανθρώπου –τρόπο με τον οποίο τη χρησιμοποιούσε η πολιτική οικονομία και την καταλάβαινε ο κοινός νους– στο πεδίο των διανθρώπινων σχέσεων: η «εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο» υπέβαλλε την ανησυχητική ιδέα μιας μετατροπής του ανθρώπου, ή τουλάχιστον της ανθρώπινης εργασίας, σε αντικείμενο των σκοπών κάποιου άλλου, προσδίδοντάς της ένα αποκρουστικό ηθικό νόημα. Οι μαρξιστικές αναλύσεις της εκμετάλλευσης έφεραν στο φως δομικές σχέσεις τής αναπτυσσόμενης κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας: πρώτον, το γεγονός τής αντιστρόφως αλληλοεξαρτώμενης ευημερίας, το ότι δηλαδή η ευημερία μιας μερίδας της κοινωνίας εξαρτάται από την αποπτώχευση και τη δυσπραγία μιας άλλης – το ότι οι πλούσιοι είναι πλούσιοι επειδή οι φτωχοί είναι φτωχοί· δεύτερον, την αρχή τού αποκλεισμού της πλειονότητας των παραγωγών από τα παραγωγικά τους μέσα, πράγμα που τους μετατρέπει σε πωλητές τής εργασιακής τους δύναμης υπό τους εκβιαστικούς όρους εκείνων οι οποίοι κατέχουν τα μέσα παραγωγής· τρίτον, την αρχή τής ιδιοποίησης του υπερπροϊόντος των πρώτων από τους δεύτερους – γεγονός που διακρίνει τη σχέση εκμετάλλευσης από άλλες, μη εκμεταλλευτικές μορφές κυριαρχίας.
Επί ένα και πλέον αιώνα οι εργατικές διεκδικήσεις, μεταρρυθμιστικές ή επαναστατικές, αρθρώθηκαν προπαντός στο ιδίωμα της «εκμετάλλευσης» – ως διεκδικήσεις πρωτίστως οικονομικές, που όσο επικρατούσε η μεταρρυθμιστική λογική έτειναν όλο και περισσότερο να εκφράζονται με τους όρους επιστροφής τής υπεραξίας στους παραγωγούς της (δηλαδή, ένα αίτημα αναδιανομής). Μοιραία, σε αυτή την πορεία υποτονιζόταν όλο και περισσότερο η άλλη, ποιοτική όψη τής κεφαλαιοκρατικής κυριαρχίας που διαφαινόταν ήδη στη μεταφορά τού όρου «εκμετάλλευση» από τη φύση στην ανθρώπινη εργασία: την αναγωγή του ανθρώπου σε πράγμα, την απο-ανθρωποποίηση ή πραγμοποίηση στην οποία τον καταδίκαζαν οι νέοι όροι παραγωγής και η οποία επεκτεινόταν σταδιακά σε όλα τα πεδία της ζωής του. Αυτές τις μη οικονομικές όψεις τής κεφαλαιοκρατικές κυριαρχίας, εστιαζόμενες σε ό,τι μπορούμε να ονομάσουμε «ποιότητα ζωής» σε μία ανεπτυγμένη κεφαλαιοκρατική κοινωνία, επρόκειτο να κάνουν στρατηγικό πεδίο της εναντίωσής τους τα νέα κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας του ’60. Ήταν μια εύλογη κίνηση στον βαθμό που το οργανωμένο εργατικό κίνημα έμοιαζε να ενσωματώνεται όλο και περισσότερο στους όρους αναπαραγωγής τής εμπορευματικής αγοράς, και στον βαθμό που η «χρυσή τριακονταετία» του μεταπολέμου έμοιαζε να έχει αμβλύνει την οικονομική δυσπραγία του μεγαλύτερου μέρους τής κοινωνίας τουλάχιστον στον λεγόμενο Πρώτο Κόσμο. Τα χρόνια αυτά –ήδη από τη δεκαετία του ’50 και μέχρι το τέλος τής δεκαετίας του ’70– οι κινηματικές διεκδικήσεις αρθρώνονταν όλο και περισσότερο στη γλώσσα τής αποξένωσης/αλλοτρίωσης.
***
«Αλλοτρίωση» ήταν ένας ιδιαζόντως μαρξιστικός όρος, αντλημένος από την εγελιανή φιλοσοφία κι επανερμηνευμένος ανθρωπολογικά από τον Μαρξ. Η γνωριμία της δυτικοευρωπαϊκής διανόησης με την έννοια έγινε κυρίως μέσω της έκδοσης των αδημοσίευτων νεανικών χειρογράφων του Μαρξ στις αρχές τής δεκαετίας του ’30, και ο ενθουσιασμός που προκάλεσε ήταν ανάλογος με τον βαθμό δυσαρέσκειας που ένιωθε μια ορισμένη αριστερή διανόηση της Ευρώπης με την αντεπαναστατική εκτροπή της Σοβιετικής Ένωσης, αφενός, και με τον αυξανόμενο οικονομισμό των εργατικών οργανώσεων, αφετέρου. Η χρήση της έννοιας γενικεύτηκε τα μεταπολεμικά χρόνια, και φαινόταν ιδιαζόντως κατάλληλη για να περιγράψει τις κατασταλτικές όψεις μιας εμπορευματικής και καταναλωτικής κοινωνίας: την απολίθωση των βαθύτερων ανθρώπινων «υπαρξιακών» γνωρισμάτων, τη χειραγώγηση αναγκών και συμπεριφορών στην υπηρεσία τής ανακύκλισης του εμπορεύματος και την καταστολή των έμφυτων απαιτήσεων για έκφραση και γνήσια δημιουργική χαρά (συχνά υπό την αμφίεση ενός ψευδο-διονυσιασμού τής κατανάλωσης, το φαινόμενο που ο Μαρκούζε ονόμαζε «κατασταλτική απομετουσίωση»).
η ψευδαίσθηση ότι ορισμένες επαναστατικές ιδέες τού παρελθόντος είναι «ξεπερασμένες» τροφοδοτεί την πολύ πιο επικίνδυνη ψευδαίσθηση ότι ο καπιταλισμός μπορεί να συνυπάρχει με οιουσδήποτε, άξιους του ονόματός τους, ανθρώπινους σκοπούς
Τι απέγιναν οι έννοιες αυτές μετά την αποδυνάμωση των κοινωνικών κινημάτων τής δεκαετίας του ’60 και την κατάρρευση της πολιτικής Αριστεράς από τα τέλη τής δεκαετίας του ’70 και ύστερα – τα χρόνια της αλλαγής μοντέλου τού ίδιου τού καπιταλισμού, τη σκοτεινή περίοδο στην οποίαν ακόμα ζούμε; Το πρώτο που έχει να παρατηρήσει κανείς είναι η σχεδόν ολική έκλειψη της έννοιας της εκμετάλλευσης στις σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες και τις τρέχουσες συζητήσεις. Είναι σχεδόν αναμενόμενο από τη στιγμή που η κεντρικότητα της σύγκρουσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας έχει αμφισβητηθεί από τόσες πολλές πλευρές – όχι μόνο από τις νεοφιλελεύθερες θεωρίες που έχουν ως προγραμματικό στόχο την απόκρυψη της ταξικής πάλης αλλά και από την ίδια τη ρητορεία των όψιμων κοινωνικών κινημάτων που έχουν αναγάγει σε θέση αρχής την πολυκεντρικότητα της κυριαρχίας, την πανταχού παρουσία τής εξουσίας και τον κατακερματισμό τού κοινωνικού υποκειμένου… Παραδόξως, η τάση αυτή μοιάζει να συμπαρασύρει μαζί της και την ίδια την κριτική τής «αλλοτρίωσης» διότι, παρ’ όλο που η έννοια προβλήθηκε ως διορθωτικό ενός προβληματικού οικονομισμού, όπως είδαμε, η αρχική επεξεργασία της είχε ως μοντέλο την εργασιακή αποξένωση. Και αυτό προϋπέθετε έναν αναστοχασμό περί εκείνου το οποίο αποξενώνεται μέσα στον κεφαλαιοκρατικό καταμερισμό τής εργασίας (κάποιου είδους «ανθρώπινης ουσίας», ιδέα που έχει αποβεί κόκκινο πανί για τη σχετικιστική ιδεολογία των μεταλλαγμένων «κινημάτων»). Η έννοια που την έχει αντικαταστήσει στη γλώσσα αυτών των κύκλων, από τη δεκαετία του ’80 και μετά, είναι μάλλον η έννοια της «αναγνώρισης».
***
Η έννοια αυτή έχει επίσης εγελιανή καταγωγή (το εδάφιο της «διαλεκτικής τού κυρίου-και-δούλου» από τη Φαινομενολογία τού Πνεύματος) αλλά είναι πολύ πιο συμβατή με ένα φιλελεύθερο πλαίσιο αντιλήψεων όπου η «αναγνώριση» των διαμφισβητούμενων ταυτοτήτων συμποσούται στην κατοχύρωση ενός πλέγματος δικαιωμάτων χωρίς διόλου να θίγεται η δομή των παραγωγικών σχέσεων. Στη διασταλτική της εννόηση βεβαίως περιλαμβάνει και την αναγνώριση εργασιακών δικαιωμάτων (π.χ. άμισθη οικιακή εργασία των γυναικών), άρα και τη θεμελίωση οικονομικών απαιτήσεων· εν τοιαύτη περιπτώσει ωστόσο αφορά το πεδίο τής αναδιανομής, αφήνοντας στο απυρόβλητο την ίδια την ουσία τού καπιταλισμού (και συμπλέοντας με τον παλιο οικονομισμό των εργατικών ενώσεων, πράγμα το οποίο εντάσσεται άνετα σήμερα στη λογική ενός «αριστερού» φιλελευθερισμού). Από την άλλη πλευρά, όσοι θεωρητικοί θέλησαν να την εντάξουν σε μια ορισμένη μαρξιστική παράδοση που επικαλείται την κριτική τής πραγμοποίησης (πιο χαρακτηριστικά ίσως ο Άξελ Χόνετ), πλησιάζουν μεν στο εγγύτερο δυνατό σημείο την έννοια της αλλοτρίωσης (ως εμπορευματικής αποξένωσης) αλλά εμμένουν σε κανονιστικού τύπου δημοκρατικές εγγυήσεις διστάζοντας να επεξεργαστούν μια ρητή αντικαπιταλιστική οπτική. Δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι η δεινή θέση των αντικαπιταλιστικών κινημάτων σήμερα οφείλεται σε ορολογικά ελλείμματα· η ψευδαίσθηση όμως ότι ορισμένες επαναστατικές ιδέες τού παρελθόντος είναι «ξεπερασμένες» τροφοδοτεί την πολύ πιο επικίνδυνη ψευδαίσθηση ότι ο καπιταλισμός μπορεί να συνυπάρχει με οιουσδήποτε, άξιους του ονόματός τους, ανθρώπινους σκοπούς.