Ο θάνατος και η κηδεία του Κωνσταντίνου Γκλύξμπουργκ αποτέλεσαν αντικείμενου χειρισμού από τη κυβέρνηση και τη Ν.Δ. με καθαρά ψηφοθηρικούς σκοπούς μέσα σε μια πολωμένη προεκλογική περίοδο. Ο κυβερνητικός χειρισμός περιελάμβανε δηλώσεις από υπουργούς και κομματικά στελέχη που χάιδευαν όλα τα αυτιά και ιδιαίτερα τα συντηρητικά και τα ακροδεξιά. Αντί η κυβέρνηση να πάρει τις πολιτικές αποστάσεις που άρμοζαν με έναν τέως και έκπτωτο μονάρχη και που έχει αποφασίσει ο ελληνικός λαός με δημοψήφισμα, προτίμησε το πολιτικό φλερτ – κάτι που επιθυμούσαν και διάφορα ακραία μέλη και στελέχη του κόμματος. Κατακριτέα και λανθασμένη στάση από τη κυβέρνηση που έχει το θράσος να κάνει και μαθήματα ηθικής και δημοκρατίας. Από κοντά και τα ΜΜΕ που κάνουν πολύ θόρυβο για το πόσοι «ευγενείς» και πόσοι πλούσιοι θα έρθουν στη χώρα μας για την κηδεία και για το πόσο ο Γκλύξμπουργκ αγαπούσε την Ελλάδα. Αλλά τι να κάνουμε, έτσι αποχαιρετά ο κόσμος των κηφήνων, των βολεμένων και των πλουσίων τους ομοίους του…
Αχυράνθρωπος
Ο Κωνσταντίνος Γκλύξμπουργκ κατέλαβε το αξίωμα του βασιλιά της Ελλάδας το 1964. Από την αρχή της θητείας του βρισκόταν κάτω από την ισχυρή επιρροή της μητέρας του Φρειδερίκης. Με τη καθοδήγησή της προσπάθησε να εξυπηρετήσει όσο περισσότερο μπορούσε τα συμφέροντα των ΗΠΑ και να εφαρμόσει τα σχέδια που είχαν οι Αμερικάνοι για τη χώρα μας. Την ίδια στιγμή οι μικρές δυνατότητές του ως πολιτικός έκαναν τους «συμμάχους» να έχουν αμφιβολίες ως προς την αποτελεσματικότητά του και έτσι άρχισαν να του επιφυλάσσουν δευτερεύοντες ρόλους από ένα σημείο και έπειτα. Και έτσι από εκεί που ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές στα Ιουλιανά του 1965, κατέληξε να προσπαθεί να κάνει ένα δικό του πραξικόπημα με τους στρατηγούς αλλά τον πρόλαβαν τον Απρίλιο του 1967 οι συνταγματάρχες και να κινηθεί για να «ανατρέψει» τη Χούντα τον Δεκέμβριο του 1967 με κάπως γελοίες μεθόδους.
Ο Κωνσταντίνος Γκλύξμπουργκ είχε μάθει να είναι ένας αχυράνθρωπος της εξουσίας και των ξένων δυνάμεων. Για αυτό και κατά τη διάρκεια της «εξορίας» του κατά τη διάρκεια της Χούντας μετά το αποτυχημένο «κίνημα» του, αναζήτησε ρόλους από το καθεστώς των συνταγματαρχών που ποτέ όμως δεν του δόθηκαν αφού οι χουντικοί από ένα σημείο και έπειτα επιδίωκαν μια «φιλελευθεροποίηση» του καθεστώτος τους και κατήργησαν τη μοναρχία στην Ελλάδα με το ψευτοδημοψήφισμα του 1973. Τους ίδιους ρόλους ο Γκλύξμπουργκ επιδίωξε και το 1974 από την κυβέρνηση Καραμανλή, μετά την πτώση της Χούντας, όπου επίσης δεν του δόθηκαν αφού ο Καραμανλής, όχι μόνο δεν τον εμπιστευόταν, αλλά θεωρούσε ότι η επάνοδος του βασιλιά θα του δημιουργούσε πολιτικά προβλήματα μέσα στο κλίμα ριζοσπαστισμού της Μεταπολίτευσης. Έτσι με το δημοψήφισμα του 1974 η μοναρχία αποτέλεσε οριστικά παρελθόν για την Ελλάδα, κάτι που πρέπει να μετρηθεί και σαν νίκη του τότε λαϊκού ριζοσπαστισμού που δεν επιθυμούσε μια επαναφορά στην προ του 1967 πολιτική κατάσταση.
Έκτοτε ο Κωνσταντίνος Γκλύξμπουργκ παρέμεινε στο πολιτικό περιθώριο και οι προσπάθειες του να επανέλθει περιορίστηκαν στα ζητήματα της υποτιθέμενης περιουσίας του στη χώρα. Και ενώ το 1992 ήρθε σε συμφωνία με την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για το ζήτημα της περιουσίας –και παράλληλα κατάφερε να «εξάγει» μεγάλο αριθμό κινητών περιουσιακών στοιχείων με κοντέινερ από το Τατόι–, το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου, το 1994, βρήκαν την ευκαιρία να επιδείξουν τον «δημοκρατισμό» τους ακυρώνοντας τις όποιες συμφωνίες και αφαιρώντας του την ελληνική ιθαγένεια αφού δεν παραιτούταν των βασιλικών του διεκδικήσεων. Μετά από αλλεπάλληλες δικαστικές διαμάχες στον Άρειο Πάγο, στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στο Συμβούλιο της Ευρώπης κατάφερε να αποζημιωθεί με το ποσό των 13,7 εκατ ευρώ το 2003 – κάτι που πρέπει να θεωρηθεί και σαν μια προσπάθεια από την πλευρά του ελληνικού κράτους να «κλείσει» το κεφάλαιο Γκλύξμπουργκ, πάντα όμως εις βάρος των πολιτών.
Η μοναρχία στην Ελλάδα
Η μοναρχία στην Ελλάδα ήταν εισαγόμενο προϊόν, ευρωπαϊκής προέλευσης – δεν αποτελούσε εγχώριο είδος. Ορίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, βάσει των συμφωνιών του Πρωτόκολλου του Λονδίνου του 1830 αφού ήθελαν να έχουν έναν βραχίονα ελέγχου πάνω στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, έναν βραχίονα που θα ασκούσε πολιτική προς την κατεύθυνση που επιθυμούσαν αλλά συγχρόνως θα ήταν και ένας κυματοθραύστης της λαϊκής θέλησης και του όποιου προοδευτικού και δημοκρατικού αισθήματος θα εκδηλωνόταν μέσα στην ελληνική κοινωνία.
Η έλευση του Όθωνα (πρίγκιπας του Οίκου των Βίττελσμπαχ) το 1833 εγκαινίασε την περίοδο της απόλυτης μοναρχίας –και της βαυαροκρατίας–, μια περίοδο που κράτησε 10 χρόνια μέχρι το 1843. Αυτά τα 10 χρόνια κυβέρνησε η Αντιβασιλεία (μια επιτροπή από Βαυαρούς αξιωματούχους διορισμένους από τον πατέρα του Όθωνα) όσο ο Όθωνας ήταν ανήλικος (1833-1835) και κατόπιν ο ίδιος ο Όθωνας σαν απόλυτος μονάρχης χωρίς συνταγματικούς περιορισμούς. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1843 εκδηλώθηκε η επανάσταση που κατέληξε στην παραχώρηση συντάγματος από τον Όθωνα και στη μετάβαση της ελληνικής πολιτείας από την απόλυτη μοναρχία στη συνταγματική μοναρχία. Η νέα μορφή του πολιτεύματος ήταν ηγεμονική, κληρονομική, συνταγματική και κοινοβουλευτική. Ο βασιλιάς διατήρησε την εκτελεστική εξουσία και μοιραζόταν μαζί με τη Βουλή και τη Γερουσία –της οποίας τα μέλη όριζε ο ίδιος– τη νομοθετική. Ήταν ο ανώτατος άρχοντας του κράτους: επικύρωνε νόμους, απένεμε βαθμούς στρατιωτικών, διόριζε και έπαυε δημοσίους υπαλλήλους. Το 1862 ο Όθωνας ανακηρύσσεται έκπτωτος εν μέσω μια μεγάλης εξέγερσης και φεύγει από τη χώρα. Θα είναι η πρώτη από τις πολλές φορές που οι μονάρχες θα φύγουν από την Ελλάδα για διάφορους πολιτικούς λόγους.
Το 1863 μας φέρνουν το Γεώργιο Α΄ (Οίκος των Γκλύξμπουργκ), εργαλείο της αγγλικής πολιτικής. Παράλληλα το νέο σύνταγμα του 1864 θεμελιωνόταν στη δημοκρατική αρχή, δηλαδή αναγνώριζε τον λαό ως κυρίαρχο παράγοντα του πολιτεύματος. Ο βασιλιάς οριζόταν ανώτατος άρχοντας της πολιτείας. Έτσι, θεσπιζόταν το πολίτευμα της βασιλευόμενης δημοκρατίας. Το 1924 με δημοψήφισμα καταργείται η μοναρχία και εγκαθιδρύεται η Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία. Λίγα χρόνια μετά, το 1935 με νέο δημοψήφισμα η μοναρχία επανέρχεται. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ελληνική βασιλική οικογένεια θα εγκαταλείψει τη χώρα μαζί με την κυβέρνηση, ενώ όταν μετά το τέλος του πολέμου θα επιστρέψει, αυτό θα επικυρωθεί από νέο δημοψήφισμα το 1946. Η μοναρχία κράτησε σταθερή πορεία (φιλοξενική πάντα) στην Ελλάδα μέχρι το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967. Παρόλο που αρχικά ο Κωνσταντίνος Β΄ (Κωνσταντίνος Γκλύξμπουργκ) θα ορκίσει την πραξικοπηματική κυβέρνηση, αργότερα θα προσπαθήσει να την ανατρέψει, κάτι που δεν θα καταφέρει και θα έχει ως αποτέλεσμα την «αυτοεξορία» της ελληνικής βασιλικής οικογένειας στο εξωτερικό. Το 1973 με ένα αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα το στρατιωτικό καθεστώς θα καταργήσει τη μοναρχία και θα εγκαθιδρύσει προεδρική «δημοκρατία». Αργότερα, με το δημοψήφισμα της μεταπολίτευσης, το1974, επικυρώνεται, από τη λαϊκή βούληση, το τέλος της μοναρχίας.
Η μοναρχία στον κόσμο
Οι χώρες στις οποίες εξακολουθεί να υφίσταται ο θεσμός της μοναρχίας δεν είναι λίγες: Συνολικά 43 χώρες έχουν ακόμα μονάρχες κάποιου είδους. Αν και η μοναρχία θεωρείται ένα φεουδαρχικό πολιτικό σύστημα που θα έπρεπε να έχει εξαλειφθεί στον 21ο αιώνα, παρόλα αυτά ο σύγχρονος καπιταλισμός τη διατηρεί σε διάφορες γωνιές του κόσμου αφού τον βοηθούν να εδραιώσει, για λόγους ιστορικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς, περισσότερο και πιο βαθειά την κυριαρχία του πάνω σε αυτές τις κοινωνίες. Η τελευταία μοναρχία μου ανατράπηκε ήταν στο Νεπάλ το 2008 από την πανεθνική εξέγερση που καθοδηγούσαν οι κομμουνιστές μαοϊκοί αντάρτες.
Έτσι υπάρχουν οι χώρες που έχουν Συνταγματική Μοναρχία όπου ο μονάρχης μοιράζεται την εξουσία με μια συνταγματικά θεμελιωμένη κυβέρνηση. Σε αυτή την κατάσταση, ο μονάρχης, ενώ έχει τελετουργικά καθήκοντα και ορισμένες ευθύνες, δεν έχει καμία πολιτική εξουσία. Αυτό συμβαίνει σε: Ιαπωνία, Δανία, Ισπανία, Σουηδία, Νορβηγία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ανδόρα, Μπουτάν, Ταϊλάνδη, Καμπότζη, Λεσότο και στα Κοινοπολιτειακά Βασίλεια (Ηνωμένο Βασίλειο, Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Τζαμάικα, Μπαχάμες, Γρενάδα, Παπούα Νέα Γουινέα, Νήσοι Σολομώντα, Τουβαλού, Αγία Λουκία, Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες, Αντίγκουα και Μπαρμπούντα, Μπελίζ, Άγιος Χριστόφορος και Νέβις).
Υπάρχουν και χώρες που έχουν Απόλυτη Μοναρχία: Ο μονάρχης έχει πλήρη και απόλυτη πολιτική εξουσία. Μπορεί να τροποποιήσει, να απορρίψει ή να δημιουργήσει νόμους, να εκπροσωπήσει τα συμφέροντα της χώρας στο εξωτερικό, να διορίσει πολιτικούς ηγέτες και ούτω καθεξής. Αυτό ισχύει σε: Σαουδική Αραβία, Πόλη του Βατικανού, Ομάν, Μπρουνέι, Εσουατίνι (παλαιότερα Σουαζιλάνδη).
Ακόμα υπάρχουν κάποιες χώρες με πολίτευμα Ομοσπονδιακή Μοναρχία. Ο μονάρχης υπηρετεί ως ηγέτης με διακοσμητικό ρόλο μίας ομοσπονδίας κρατών που έχουν τις δικές τους κυβερνήσεις, ή ακόμα και μοναρχίες. Αυτές είναι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Μαλαισία
Σε άλλες χώρες έχουμε Μικτή Μοναρχία. Αυτή είναι μια κατάσταση όπου ένας απόλυτος μονάρχης μπορεί να διαιρεί τις εξουσίες με διαφορετικούς τρόπους, αναλόγως τη χώρα. Αυτό μπορούμε να το δούμε σε: Ιορδανία, Μαρόκο, Λιχτενστάιν, Κουβέιτ, Μπαχρέιν, Κατάρ και Μονακό.
Παλάτι και ξενοκρατία
aμοναρχία στην Ελλάδα, από την πρώτη στιγμή της εγκαθίδρυσής της, το 1832, αποτέλεσε το μακρύ χέρι της ξενοκρατίας στην Ελλάδα. Αρχικά των Βαυαρών, κατόπιν των Άγγλων και των Γερμανών και στη συνέχεια των Αμερικανών. Το παλάτι έπαιξε ενεργό ρόλο στην εσωτερική πολιτική ζωή της χώρας μεταφέροντας, επιβάλλοντας ή και υλοποιώντας σε αρκετές περιπτώσεις –ανάλογα τη περίοδο– τις επιθυμίες της Μεγάλης Δύναμης που, κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, υπηρετούσε.
Όμως ανεξαιρέτως χρονικού πλαισίου και περιόδου, το παλάτι αποτελούσε μια σφηκοφωλιά όπου στριμώχνονταν διαφορετικής στάθμης υποκείμενα∙ από μέλη της βασιλικής οικογένειας –της υποτιθέμενης ελληνικής– αλλά και άλλων ευρωπαϊκών βασιλικών οίκων, από ασπόνδυλους αυλικούς, από αξιωματούχους ξένων κρατών, από κατασκόπους και από τυχοδιώκτες Έλληνες πολιτικούς και στρατιωτικούς που είχαν ταυτίσει την καριέρα τους με τη μοναρχία και τις ξένες δυνάμεις. Όλοι αυτοί, το μόνο που έκαναν ήταν να σχεδιάζουν πώς θα ροκανίσουν το δημόσιο χρήμα και θα κάνουν τα θελήματα των πρεσβειών. Επακόλουθο όλων αυτών είναι το γεγονός ότι στο παλάτι εξυφάνθηκαν κατά καιρούς διάφορες, μικρές και μεγάλες, συνομωσίες και πολιτικές πλεκτάνες που κατέληξαν σε ιδιαίτερα δυσάρεστα γεγονότα για τη χώρα όπως ήταν ο Διχασμός, η Μικρασιατική Καταστροφή και τα Ιουλιανά. Συνολικά η μοναρχία στην Ελλάδα αποτέλεσε ένα πολιτικό απόστημα που μπορεί να «έσπασε» το 1974 αλλά η λογική της εξάρτησης από τις Μεγάλες Δυνάμεις και του νεοραγιαδισμού συνεχίζει να εμπνέει τις πολιτικές ελίτ της χώρας.