Το δανειακό καθεστώς και οι… αναγνωρισμένες υποχρεώσεις της χώρας
Του Γιώργου Παπαϊωάννου
Τι γίνεται με το θέμα του ελληνικού χρέους και πώς δρομολογείται η αντιμετώπισή του στο πλαίσιο της νέας πολιτικής κατάστασης στη χώρα; Ειδικά μετά τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου τείνει να κατοχυρωθεί η εξής αφήγηση: Ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και οι ΑΝΕΛ, είχαν προεκλογικά κάποιες «μαξιμαλιστικές» θέσεις για τη διαγραφή του χρέους, αλλά μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης ήρθαν αντιμέτωποι με την σκληρή πραγματικότητα. Έτσι, η κυβέρνηση διατηρεί, με διάφορους τρόπους, μια ρητορική για το θέμα, πιέζοντας για κάποια ευνοϊκή αντιμετώπιση, αλλά είναι υποχρεωμένη να αποδεχτεί τις διεθνείς υποχρεώσεις της, προχωρά σε ενδιάμεσες συμφωνίες και διευθετήσεις με βάση αυτές και θα θέσει ξανά το θέμα όταν η συγκυρία θα είναι περισσότερο ευνοϊκή.
Είναι, όμως, πράγματι «μαξιμαλιστική» η θέση της αμφισβήτησης του χρέους και της διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του; Εκατοντάδες άρθρα, αναλύσεις, συζητήσεις και βιβλία έχουν προσεγγίσει το θέμα ειδικά τα τελευταία χρόνια, έτσι που η επανάληψη των επιχειρημάτων για το γεγονός ότι η χώρα δεν μπορεί να περπατήσει άλλο με αυτό το ζυγό στις πλάτες της, θα ήταν χωρίς νόημα. Η ιστορία των ξένων δανείων και του ρόλου που έπαιξαν στην ακύρωση της ανεξαρτησίας, από τη γέννηση κιόλας του εθνικού κράτους, είναι δεδομένη. Το ίδιο και η πρόσφατη ιστορία του ειδικού ελέγχου που επιβλήθηκε μετά το 2010, καθιστώντας ακόμα πιο αβάσταχτο το δανειακό καθεστώς.
Δεν πρόκειται, λοιπόν, για ένα καπρίτσιο ακραίων ή για νεοελληνικό «τσαμπουκά», όπως θέλουν να παρουσιάζουν οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού. Η χρεομηχανή που έχουν βάλει σε λειτουργία τα κέντρα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και οι διεθνείς ελίτ μπλοκάρει κάθε δυνατότητα πραγματικής ανάπτυξης και ανεξάρτητης πολιτικής. Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, το δανειακό καθεστώς συναρτημένο με το μνημονιακό του εποικοδόμημα έχει οδηγήσει την κοινωνία σε ένα πρωτόγνωρο καταστροφικό αδιέξοδο. Η διατήρησή του οδηγεί στην ολοκλήρωση της καταστροφής και την πλήρη υποδούλωση.
Η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου δεν υπήρξε ουδέτερο γεγονός αλλά αρνητική εξέλιξη. Στο ίδιο το κείμενο της Συμφωνίας δηλώνεται ότι «οι ελληνικές αρχές επαναδιατυπώνουν την κατηγορηματική δέσμευσή τους για την τήρηση των οικονομικών τους υποχρεώσεων προς όλους τους πιστωτές τους στο ακέραιο και εγκαίρως». Παραδοχή που καθόλου δεν διαπνέεται από δημιουργική ασάφεια αλλά αποτελεί ξεκάθαρη δέσμευση για τον περαιτέρω χειρισμό του θέματος, όπως και η αποδοχή της δανειακής σύμβασης και όσων αυτή κατοχυρώνει.
Εξάλλου, στο περιθώριο της πρόσφατης συνάντησης με την Κριστίν Λαγκάρντ στην Ουάσιγκτον, ο υπουργός Οικονομικών, Γ. Βαρουφάκης, δήλωσε: «Η Ελλάδα σκοπεύει να καλύψει όλες τις υποχρεώσεις της προς όλους τους πιστωτές της στο διηνεκές». Δήλωση που, επίσης, δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερη και δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών.
Τις ίδιες περίπου μέρες, στη Βουλή συγκροτήθηκε η Επιτροπή Αλήθειας Δημοσίου Χρέους, εν μέσω αντιδράσεων των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Κίνηση θετική που αναδεικνύει το θέμα στη δημόσια συζήτηση. Είναι όμως εμφανές ότι λειτουργεί αντιφατικά σε σχέση με την εφαρμοζόμενη πολιτική, τις παραδοχές, συμφωνίες και δηλώσεις των αρμόδιων κυβερνητικών παραγόντων. Κινδυνεύει, έτσι, να αποτελέσει μια διαδικασία απλά ενημέρωσης για όσα έχουν συμβεί, χωρίς να μπορεί να αξιοποιηθεί στο βαθμό που η κυβέρνηση συνυπογράφει την παράταση του δανειακού καθεστώτος και δεσμεύεται να εκπληρώνει «στο διηνεκές» τις υποχρεώσεις της.
Και τι θα έπρεπε να γίνει; Στις ενστάσεις συχνά αντιπαραβάλλεται το επιχείρημα ότι οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις είναι πιο σύνθετες από την κινηματική αντιπολίτευση στην οποία είχε συνηθίσει η Αριστερά και δεν μπορεί η κυβερνητική πολιτική να αποκρυσταλλωθεί σε ένα εύκολο «δεν πληρώνω», προς κάθε αποδέκτη.
Δεν πρόκειται όμως γι’ αυτό. Με δεδομένη τη συνθετότητα των προβλημάτων και μακριά από ευκολίες και στερεότυπα, θα μπορούσε να ακολουθηθεί μια πολιτική που να κρατά πραγματικά ανοιχτό το θέμα. Η ίδια η σκληρή στάση των ευρωπαϊκών «θεσμών» -αλλά και του ΔΝΤ και των ΗΠΑ που κάποιοι στο ΣΥΡΙΖΑ λογάριαζαν περίπου ως συμμάχους προεκλογικά- αποδεικνύει ότι στη διαπραγμάτευση καθένας προσέρχεται με το σύνολο της θέσης του και δεν εγκαταλείπει αμέσως κάθε όπλο του. Ακόμα και για την επιδίωξη ενός συμβιβασμού, καθόλου επωφελής δεν είναι η απεμπόληση κάθε εναλλακτικής δυνατότητας, η αποδοχή της υφιστάμενης κατάστασης και των «υποχρεώσεων» που απορρέουν από αυτήν.
Η ουσία του θέματος δεν μπορεί να προσπεραστεί. Η κυβέρνηση δεσμεύεται για κάποιες κόκκινες γραμμές, όπως οι μισθοί και οι συντάξεις, δηλώνοντας ότι θα εφαρμόσει ένα άλλο «μείγμα πολιτικής» χωρίς λιτότητα αλλά με ήπια δημοσιονομική προσαρμογή. Το κορυφαίο όμως ζήτημα για την ελληνική κοινωνία δεν είναι η «λιτότητα», με τον τρόπο που παρουσιάζεται. Είναι η διαιώνιση του καθεστώτος που φυλακίζει κάθε δυνατότητα παραγωγικής ανασυγκρότησης και ανεξάρτητης πολιτικής. Είναι η κατάσταση του Σίσυφου. Είναι η κατάσταση μιας χώρας που στραγγίζει κάθε πόρο και ξεπουλά τις υποδομές της για να υπηρετεί στο διηνεκές τις «υποχρεώσεις» της, που όμως χρόνο με το χρόνο διογκώνονται ξανά.
Υφίσταται ο στόχος της απαλλαγής από αυτό το βραχνά; Κάτι τέτοιο έχει πολιτικές προϋποθέσεις και δεν θα ήταν θέμα μόνο υπουργείων και ειδικών, αλλά θέμα κυρίως της ίδιας της κοινωνίας.