Κανείς δε θα ισχυριστεί ότι είναι πολλοί οι άνθρωποι στη χώρα μας που είναι ευχαριστημένοι με όσα έγιναν στη θάλασσα της Πύλου. Πολλοί που θα πουν «καλά να πάθουν που πνίγηκαν». Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι τέτοιες ακραίες απόψεις δε μολύνουν την ελληνική κοινωνία. Αν είναι πολλές οι αιτίες που γιγάντωσαν τη Χρυσή Αυγή, αν ο φασισμός λειτουργεί ως το φιλοτεχνημένο φόβητρο προς ενίσχυση ενός τάχα δημοκρατικού κέντρου, αν κάθε κοινωνική αντίδραση ή καημός τσουβαλιάζεται εύκολα σε έναν συνορεύοντα με τον φασισμό λαϊκισμό, αν το «δε θέλουμε στα νησιά στρατόπεδα προσφύγων» καταγγέλλεται από διαφορετικούς κύκλους ως ρατσιστικό, αυτό δε σημαίνει ότι στις κυνικές και σκληρές εποχές που ζούμε δεν βρίσκουν έδαφος λογικές αγριανθρωπισμού.
Αυτό όμως που, κομψά ή σταράτα, στιγματίζεται στο δημόσιο διάλογο, κυρίως μέσα σε ριζοσπαστικούς χώρους, είναι η αδιαφορία και η απάθεια της κοινωνίας απέναντι σε τέτοια γεγονότα. Η εκτίμηση αυτή συνοδεύεται συνήθως από ένα φωνακλάδικο «είμαστε όλοι ένοχοι», στη βάση του οποίου εδρεύει (ή παραμονεύει) η αντίληψη ότι η κοινωνική πλειοψηφία είναι κατά βάση καθυστερημένη και ρατσιστική. Γιατί τι άλλο σημαίνει το να σιωπάς, το «να μη γίνεται χαμός», αν όχι ότι έχεις γίνει κι εσύ λίγο τέρας. Κι εκεί βρίσκεται το πρόβλημα.
Είναι άλλο να αναγνωρίζει κανείς -και να μην αποδέχεται- μια αδυναμία και ένα μπλοκάρισμα απέναντι σε μια δύσκολη συνθήκη κι ένα ακραίο γεγονός, κι άλλο η αλά μακαρίτη Πάγκαλο κατηγορία του «όλοι φταίμε». Γιατί πραγματικά στο σημερινό πολιτικό, κοινωνικό, διεθνές, περιβάλλον δεν μπορεί κανείς εύκολα να σκεφτεί στα σοβαρά -πόσο μάλλον να υλοποιήσει- σχέδια για το πως θα μπορούσαν να αποτραπούν τέτοια τραγικά γεγονότα.
Άλλες αντιλήψεις, νοοτροπίες και αγώνες θα ξεφυτρώσουν μόνο μέσα σε μια ευρύτερη προοπτική. Αλλιώς η συλλογική ενοχή και ευθύνη θα νοούνται μονάχα ως διχασμός, αμηχανία, αφ’ υψηλού ματιά
Είναι ένα πράγμα να αναγνωρίζει κανείς –και να μην αποδέχεται– το ότι μετράει το ότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν ξένοι και άλλο να βάζει στη μακάβρια ζυγαριά Τέμπη και Πύλο για να αποδείξει την κατάντια του ελληνικού λαού. Αν υπονοείται μια συντηρητική στροφή, θα έπρεπε να μελετήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι έκαναν πολιτική στο μεταναστευτικό τα τελευταία χρόνια. Με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης να συνυπάρχουν με τον αντιρατσιστικό και συμπεριληπτικό λόγο. Με το άδειασμα της κυριαρχίας της χώρας να συνυπάρχει με πατριδοκάπηλες κορώνες. Με τον χτυπημένο ελληνικό λαό που έπρεπε να σηκώσει το βάρος (γιατί ως τέτοιο εκδηλώνεται στην πράξη) του προσφυγικού, μέσα στα τόσα ακόμα βάρη του.
Ο ανθρωπισμός λοιπόν –δυστυχώς– δε φτάνει γιατί, εκτός των άλλων, έχει συχνά αποδειχτεί και σημαία συστημικών επιλογών. Και ναι, δικαιούται ο «βολεμένος Έλληνας» να αγκαλιάζει το βράδυ το παιδί του και το μεσημέρι να έχει κλάψει και για τα «άλλα παιδιά». Άλλες αντιλήψεις, νοοτροπίες και αγώνες θα ξεφυτρώσουν μόνο μέσα σε μια ευρύτερη προοπτική. Αλλιώς η συλλογική ενοχή και ευθύνη θα νοούνται μονάχα ως διχασμός, αμηχανία, αφ’ υψηλού ματιά. Σε αυτή την προοπτική όχι απλά δε συμβάλουν, αλλά μάλλον υπονομεύουν, όσοι ρίχνουν το ανάθεμα στον κόσμο για να τοποθετηθούν μετά στο στάτους των «χωρίς ενοχές» που κάνουν το καθήκον τους.
Η Τατιάνα και το BBC
Έχει μεγάλη σημασία το τι πραγματικά έγινε. Μπορεί τα γεγονότα να μη μιλούν ακριβώς από μόνα τους, μπορεί κάποια να κατασκευάζονται και άλλα να προβάλλονται κατά το δοκούν, μπορεί και οι σιωπές να είναι συχνά πιο εύγλωττες και πιο ενδεικτικές. Όμως εκείνες τις ώρες κάτι έγινε νοτιοδυτικά της Πύλου και εκατοντάδες άνθρωποι οδηγήθηκαν στο θάνατο. Μπορεί πριν καν κανείς ψάξει, ερευνήσει, απευθυνθεί σε ειδικούς να έχει άποψη; Εδώ υπάρχουν διάφορες στάσεις.
Η μία είναι να ξεκινήσει κάποιος παρουσιάζοντας όλες τις δυσκολίες του ζητήματος, από τα πρακτικά θέματα διάσωσης μέχρι τις δικαιοδοσίες κρατών και θεσμών. Για να καταλήξει πάνω-κάτω στο ότι το μοιραίο… ήταν μοιραίο. Για να μειωθούν τα ερωτήματα στο επίπεδο μιας διαχείρισης λες και αυτή συμβαίνει σε κενό χώρο και με καθορισμένες τις εναλλακτικές της. Χρειάζεται εδώ μια καθαρότητα, τέτοια που να μην επιτρέπει (και) στην ηθική να θυσιαστεί κι αυτή στο βωμό του (τάχα) ρεαλισμού. Το ζήτημα λοιπόν μπροστά σε τέτοια ακραία γεγονότα δεν μπορεί να είναι «τι μας βρήκε τώρα, πώς θα τη σκαπουλάρουμε ως κράτος, ας τους να πάνε προς Ιταλία» αλλά οι ζωές εκατοντάδων ανθρώπων. Οποιαδήποτε άλλη στάση, εκτός του απάνθρωπου χαρακτήρα της αφήνει και ανοιχτές πόρτες. Θυμίζει λίγο το πνεύμα του ερωτήματος που η ελίτ της χώρας (μαζί και το μεγαλύτερο κομμάτι της αριστεράς) θέτει με ύπουλο τρόπο στον ελληνικό λαό για να τον συμφιλιώσει με τις υποχωρήσεις που δρομολογούνται δια της Χάγης: «Μα καλά πόλεμο θέλετε;», «δεν βλέπετε πόσο ισχυρή είναι πια η Τουρκία;». Επιστρέφοντας λοιπόν στο ναυάγιο, πριν το λιμενικό ρίξει ή δεν ρίξει σχοινιά, υπάρχει το θέμα γιατί το ελληνικό κράτος δεν σήμανε έναν άνευ προηγουμένου διεθνή συναγερμό, πολιτικό και οργανωτικό. Γιατί τους άφησε στη μοίρα του διαλυμένου, ανίκανου ή αδύνατου για το μέγεθος του προβλήματος μηχανισμού του, γιατί δεν κινητοποίησε ό,τι μπορούσε να κινητοποιηθεί.
Μια άλλη στάση είναι να χωρέσει κανείς τα γεγονότα σε ήδη διαμορφωμένα σχήματα ερμηνείας. Σχήματα που δεν είναι ακριβώς αυθαίρετα, αφού κι αυτά έχουν δημιουργηθεί από παλιότερες εμπειρίες αλλά και από εκτιμήσεις, κρίσεις και αξιολογήσεις. Για παράδειγμα, όταν ξεκινούν σαπιοκάραβα, πότε από τις ακτές της Λιβύης πότε από την Τουρκία, εύλογα θα σκεφτεί κανείς ότι «τα αφήνουν να φύγουν», ότι «αυτά τα κράτη βρίσκονται σε συνεργασία με δουλεμπόρους», χωρίς μάλλον να χρειάζονται και πολύ συγκεκριμένες αποδείξεις γι’ αυτό. Από την άλλη, το γεγονός ότι το ελληνικό Λιμενικό, συνειδητά και σχεδιασμένα, τους έπνιξε δεν φαίνεται να προκύπτει εύκολα, εκτός αν κάποιος κάνει την εξίσωση «Λιμενικοί μιας χώρας-φράκτη ίσον δολοφόνοι» ή υπονοώντας ότι κάθε φύλαξη συνόρων οδηγεί απαραίτητα σε εκατόμβες νεκρών. Οι απόψεις αυτές εκφράστηκαν στη χώρα μας με την ίδια ευκολία που αναγνωρίζεται στον τάδε διασώστη-ακτιβιστή το αδιαμφισβήτητο προσόν να ξέρει καλύτερα από τον οποιοδήποτε τι έγινε ή στον μετανάστη που διασώθηκε να δίνει τη μοναδικά εκδοχή των πραγμάτων.
Το 2023, οι ερμηνείες των ΜΚΟ και των στελεχών τους δεν είναι εξ ορισμού «σωστότερες» και «αληθέστερες» από αυτές της ελληνικής Πολιτείας. Το 2023, οι παραμορφώσεις μπορούν, με εντελώς διαφορετικό τρόπο και στοχεύσεις, να εκπορεύονται τόσο από την καθυστερημένη Τατιάνα όσο και από το ευρωπαϊκό, έγκυρο και τάχα πέραν πάσης υποψίας BBC. Το 2023, οι αλήθειες του τουρκικού κράτους περί «Μεσογείου ως γιγάντιου προσφυγικού νεκροταφείου» είναι όχι απλά κολοβές αλλά πολεμικές.