Ενωτικές προτάσεις στην Αριστερά. Του Νίκου Κουνενή

Ενότητα(ες) ναι, σ’ αυτό συμφωνούμε πλέον όλοι (πλην ΚΚΕ, βεβαίως – και δυστυχώς). Οπότε, το μόνο που μας απασχολεί ακόμη είναι το πρωτεύον και άκρως δυσεπίλυτο, ερώτημα: πώς θα ’ναι ακριβώς η ενότητα; Μετωπική ή Κοινής Δράσης; Ευρεία, στενή, εξ (ιδεολογικοπολιτικού) αίματος ή/και εξ αγχιστείας; Αντιευρωενωσιακή, αντιευρωνομισματική, αντικαπιταλιστική, αντιμπεριαλιστική, αντικατοχική ή σκέτα αντιμνημονιακή; Πατριωτική, διεθνιστική, αντισυστημική, αντισαπιοσυστημική, πραγματικοδημοκρατική, σοσιαλιστική, κομμουνιστική ή κομμουνιστικοαπελευθερωτική; Εκλογική, κινηματική, από τα πάνω, από τα κάτω ή/και όλα μαζί; Θα σηματοδοτεί την παρουσία της μέσω «ιστορικών» προσώπων ή όχι; Θα τροφοδοτείται από τις επαναστατικές σταθερές, τις ιδεολογικοπολιτικές τάσεις των πρόσφατων δεκαετιών, τις ιδιαιτερότητες της παρούσας συγκυρίας ή τις ακατέργαστες απαιτήσεις που ανέδειξε η πλατεία;
Τριάντα τόσα χρόνια πριν, ο Γιάννης Ιωάννου δημοσίευσε στο Αντί μια  γελοιογραφία, στην οποία παρουσίαζε μια υπαίθρια αγορά, μέσα από τα κιόσκια της οποίας οι συλλογικότητες της Αριστεράς προπαγάνδιζαν τις μοναδικά σωστές προτάσεις τους για ενότητα, προτάσεις που εξ ορισμού δεν αποτελούσαν τίποτα περισσότερο από προϋποθέσεις αποκλεισμού από αυτές όλων των υπολοίπων: «αντιμονοπωλιακή- αντιιμπεριαλιστική», «αντιδικτατορική- δημοκρατική», «ενότητα στη βάση»,  «μαρξιστικολενινιστική» «εργατική-επαναστατική» και άλλες, ων ουκ έστιν αριθμός. Την τύχη των εν λόγω προτάσεων τη γνωρίζουμε καλά, τουλάχιστον οι παλαιότεροι: ουδεμία υλοποιήθηκε, ουδεμία άλλωστε ήταν εξ αρχής ικανή (ανεξαρτήτως προθέσεων) για κάτι τέτοιο, δεδομένων των αγεφύρωτων αντιθέσεων που ταλάνιζαν την εμφορούμενη -κυρίως από αμφιθεατρική ψυχολογία Αριστερά- της εποχής και οι οποίες όχι μόνο δεν επώαζαν συγκλίσεις αλλά βάθαιναν και πολλαπλασίαζαν τις διασπάσεις. Οι μόνες «ενότητες» που έγιναν δυνατές, ήταν κάποιες θνησιγενείς εκλογικές συμπράξεις και η περίφημη κριτική υποστήριξη των ΚΚΕ και ΚΚΕ (εσωτ.) στο ΠΑΣΟΚ, που ακολουθήθηκε από την συγκυβέρνηση του ενιαίου Συνασπισμού με τη Δεξιά, με γνωστά, και οδυνηρά για την αξιοπιστία και δυναμική της σύνολης Αριστεράς, αποτελέσματα. Κατά τα λοιπά, και ενώ ο πραγματικός πληθυσμός της τελευταίας συρρικνωνόταν, πολλαπλασιάζονταν οι υποκειμενικοί της εκφραστές.

Κάμποσα βήματα μπρος, άλλα πίσω
Τη σημειολογία και τις νοοτροπίες εκείνων των δεκαετιών αναπαράγουμε άραγε και σήμερα στην εποχή της λαίλαπας; «Όχι» και «ναι», «ναι» και «όχι». Τριάντα και πλέον χρόνια μετά την «ηρωική» εκείνη περίοδο, η Αριστερά έχει να επιδείξει πληθώρα κατακτήσεων, υστερήσεων και αντιφάσεων. Κατάφερε να συντηρήσει όπως-όπως τις δυνάμεις και τη δυναμική της κατά τη διάρκεια της καταθλιπτικής δεκαετίας του ’90, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις της σημερινής εντυπωσιακής ανάκαμψης και της επανασύνδεσής της με τον λαό και τη νεολαία, την ίδια ώρα που η ιταλική Αριστερά μετατρεπόταν, σε ένα τεράστιο ποσοστό, σε «υπεύθυνο» δεκανίκι του συστήματος, και η πλειονότητα των λοιπών (ευρωπαϊκών και όχι μόνο) είτε έπραττε το ίδιο είτε έβλεπε την επιρροή της να συρρικνώνεται δραματικά. Παράλληλα και κατά τη διάρκεια κυρίως των τελευταίων, αναζωογονητικών χρόνων, η Αριστερά ανακάλυπτε (με εξαίρεση, και πάλι, το ΚΚΕ και ορισμένες οργανώσεις) την αδήριτη ανάγκη των υποκειμενικών συγκλίσεων, συγκροτώντας ποικίλες ενωτικές συμπράξεις (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΜΑΑ, και, όπως φαίνεται από τα πρόσφατα γραπτά τους, ΚΚΕ μ-λ και Μ-Λ ΚΚΕ). Θετικότατα όλα αυτά, και αναγκαία.
Από την άλλη πλευρά, ο χορός του υποκειμενισμού μας, που επιμένει να επιζητά ακόμα κάποια «καθαρή» δικαίωση δεν τέλειωσε, κι ας έχουν βαρύνει κάπως τα βήματά μας. Τι κι αν η πράξη, που κατά τον θείο Βλαδίμηρο αποτελεί το μοναδικό κριτήριο δικαίωσης κάθε θεωρίας (στο πεδίο, κυρίως, των πραγματικών ταξικών και πολιτικών συσχετισμών), δεν μας κάνει το χατίρι, και μας αφήνει κάθε φορά παραπονεμένους; Έτσι μάθαμε, έτσι συνεχίζουμε να πράττουμε, κι ας ωριμάσαμε στ’ αλήθεια σε κάμποσα. Κι αν, ανάμεσα σ’ αυτά που κατακτήσαμε στο μεταξύ, είναι σε κάποιο βαθμό και η δυνατότητα «να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά», μη κραδαίνοντας πλέον τόσο συχνά τις πύρινες ρομφαίες μας πάνω από τα κεφάλια των «αντιπάλων», συνεχίζουμε να διεκδικούμε την ανάγκη για πρωτοκαθεδρία σε πολλά, της ενότητας συμπεριλαμβανομένης, επί της ουσίας της οποίας μάλιστα επεξεργαζόμαστε εκ νέου μέγα πλήθος προτάσεων. Κι ας γνωρίζουμε εξαρχής ότι θ’ απορριφθούν από τους αποδέκτες τους με έναν απολύτως προβλεπόμενο τρόπο, με τον ίδιο, με τον οποίο απαντάμε κι εμείς στις αντίστοιχες προτάσεις των άλλων: «Συμφωνούμε πως υπάρχει ανάγκη (…) αλλά…».
Ταυτόχρονα, γερνάμε. Η συντριπτική πλειονότητα του κεντρικού στελεχιακού δυναμικού των κομμάτων και οργανώσεων και μαζί τους των πολλών ανένταχτων, που συνεχίζουν να δρουν και να εκφράζονται δημοσίως, βρισκόμαστε πλέον κοντύτερα στο κατώφλι της τρίτης ηλικίας απ’ ό,τι στο τέλος της πρώτης, στερούμενοι, ένεκα λόγων που σχετίζονται κυρίως με περιορισμούς της συγκυρίας, των φρέσκων χυμών που θα προσέθετε η ανανέωση της κορυφής (που υπάρχει, μα σε ελάχιστο βαθμό), μαζί με την ήδη συντελούμενη, της βάσης. Αποτέλεσμα: Το προαναφερθέν δυναμικό είναι μακράν το πλέον ηλικιωμένο στην Ιστορία της ελληνικής Αριστεράς, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται, τόσο για την ικανότητα ανταπόκρισής μας στις ιστορικές ανάγκες των καιρών, όσο και για την ίδια την «ιδιοσυγκρασία» του χώρου. Ας μην κατηγορηθώ για ηλικιακό ρατσισμό, πενηνταπεντάρης είμαι κι εγώ.

Ας τα βρούμε στα λιγότερα και  κρισιμότερα, και βλέπουμε…
Μια, δυο, τρεις, πολλές ενωτικές προτάσεις, λοιπόν. Σε ό,τι με αφορά, δηλώνω πλήρη ταυτότητα: κομμουνιστής, υποστηρικτής του εθνικοανεξαρτησιακού, αντιιμπεριαλιστικού, δημοκρατικού, ταξικού, επαναστατικού αγώνα, στην προοπτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Και αναρωτιέμαι: πόσοι θα μπορούσαν να δεχτούν τους παραπάνω Κ«άξονες», αν τους πρότεινα ως όρους κοινής συμπόρευσης; Το ΚΚΕ όχι, σε δυο και πλέον σημεία, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επίσης και πάει λέγοντας. Πόσοι θα δέχονταν αντίστοιχα τα «σφιχτά» πλαίσια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των μ-λ οργανώσεων, στα οποία συμφωνούν κατ’ ουσίαν μόνο οι δικές τους δυνάμεις; Πόσοι θα συμφωνούσαν με το υπερμινιμαρισμένο πλαίσιο του ΣΥΝ, που αυτοακυρώνεται απευθυνόμενο ενωτικά ακόμη και προς την κρυπτομνημονιακή εφεδρεία της ΔΗΜΑΡ, περιγράφοντας μάλιστα με νόημα το όλο εγχείρημα ως «μεγάλο Συνασπισμό»; Πόσοι, τέλος, θα συμφωνούσαν στο, εξίσου περιοριστικό, κι ας μην του φαίνεται, πλαίσιο αγώνα «για εθνική ανεξαρτησία και πραγματική δημοκρατία, ενάντια στο σάπιο πολιτικό σύστημα», που προτείνεται από συντρόφους μέσα από τις σελίδες του Δρόμου; Λίγοι, σε κάθε περίπτωση, και αυτό φαίνεται τόσο από τις «επίσημες» απαντήσεις, όσο και από την όξυνση, εσχάτως, των σχετικών αντιπαραθέσεων. Κι αυτό ανεξαρτήτως ειλικρινών ή όχι προθέσεων επί της ανάγκης ή μη της ενότητας, περί των οποίων ο καθένας μας μπορεί νεα έχει- και έχει- την όποια δική του γνώμη.
Οπότε; Οπότε, κατά τη γνώμη μου, και δεδομένου ότι η ανάγκη μιας ενωτικής αριστερής απάντησης στη λαίλαπα αποτελεί πλέον ζήτημα ζωής και θανάτου, καταλήγω στο «μηδέν πλαίσιο» ή, καλύτερα, «μηδέν κόμμα ένα πλαίσιο». Το μόνο στο οποίο συμφωνούμε οι περισσότεροι, προς το παρόν, είναι η ανάγκη χάραξης μιας πεντακάθαρης κόκκινης γραμμής κοινής άμυνας και αντεπίθεσης ενάντια στην άγρια πολιτική, της ΕΕ, του ΔΝΤ και των εγχώριων κυβερνήσεων. («μετωπικής», όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι αλλά το κουβεντιάζουμε κι αυτό), με παράλληλη διατήρηση της αυτονομίας του κάθε συμπράττοντος. Αξίζει ίσως εδώ να θυμηθούμε πως η δημιουργία του ΕΑΜ προέκυψε ακριβώς μέσα από την επιλογή ενός τέτοιου «μηδέν κόμμα ένα» πλαισίου, στο οποίο αρχικώς δεν περιλαμβανόταν καν η μεταγενέστερη «Λαοκρατία» (διόλου σαφέστερη από τη νεφελώδη «Λαϊκή Εξουσία» του σημερινού ΚΚΕ), ούτε καν η «κοινωνική απελευθέρωση». Οι ελλείψεις αυτές (ασύλληπτες για τα δικά μας απαιτητικά «πλαισιακά» μέτρα), κάθε άλλο παρά φρενάρισαν την εποποιία του ΕΑΜ, τη μεγαλύτερη και ηρωικότερη στην ιστορία του αριστερού κινήματος της χώρας μας, κάθε άλλο παρά ακύρωσαν και τον Νοέμβρη του ’73.
Σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από το πώς ακριβώς αντιλαμβάνεται ο καθένας από εμάς την κατάσταση, είναι προφανές πως ήδη βρισκόμαστε στο «και πέντε» και πολύ φοβάμαι ότι μια ακόμη ολιγωρία θα μας οδηγήσει σύσσωμους σε μια νέα περίοδο καταστροφής και συνακόλουθης «προετοιμασίας του επόμενου λάθους μας», καθώς το διατύπωνε κι ο Μπρεχτ. Και δυστυχώς τότε θα’ χουμε απεριόριστο χρόνο να το πράττουμε, μεταξύ τυριού και αχλαδιού, στα συσσίτια.

Υ.Γ. Είχα σχεδόν ολοκληρώσει αυτό το κείμενο όταν διάβασα στον Δρόμο την πρόταση της Κομμουνιστικής Ανανέωσης (συνιστώσας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) που προτείνει ως «μόνο άμεσο τρόπο να τους σταματήσουμε» (ακυρώνοντας την «προοπτική μιας καταστροφικής κυβέρνησης μετά τις εκλογές»), μια κοινή εκλογική λίστα αντίστασης και διεξόδου από τις δυνάμεις της Αριστεράς. Το «πλαίσιο» δεν λείπει και εδώ, συμπληρώνεται όμως από τη διευκρίνιση: «Δεν επιμένουμε όμως, γιατί έτσι κι αλλιώς τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν θα μας αναγκάσουν να τα αντιμετωπίσουμε». Προσυπογράφω την πρόταση – και κάθε άλλη που θα κινηθεί στο εξής σε ανάλογη κατεύθυνση.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!