Στο πλούσιο πρόγραμμα του 9ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, ξεχωρίσαμε στο «Διεθνές Διαγωνιστικό» την πολωνική ταινία Μια φορά κι έναν καιρό τον Νοέμβρη, του 55χρονου Αντρέι Γιακιμόφσκι.
Νοέμβρης του 2013 και ο Μάρεκ, φοιτητής Νομικής, περιπλανιέται στους κρύους δρόμους της Βαρσοβίας, αναζητώντας κατάλυμα για την άνεργη και άστεγη μητέρα του και το σκυλάκι της Κόλες (Μάγκας). Καταλήγουν σε μια κατάληψη αναρχικών, παρά την υπερπληρότητα, από οικογένειες προσφύγων. Παραμονές της εθνικής επετείου, οι καταληψίες περιφράσσουν με κάγκελα πόρτες και παράθυρα, φοβούμενοι επιδρομή νεοναζιστών.
Αποφεύγοντας να υιοθετήσει απαξιωτική στάση για το σοβιετικό παρελθόν της πατρίδας του, ο Γιακιμόφσκι στιγματίζει τις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες, με το πρόσφατο κύμα μαζικών εξώσεων, αλλά και την επικίνδυνα πλατιά απήχηση του νεοναζισμού.
Το συναισθηματικό κέντρο βάρους της ταινίας κρατάει το αξιολάτρευτο τετράποδο, με τις απελπισμένες προσπάθειές του να ξαναβρεί την μητέρα, στα χνάρια του μελοδραματικού Umberto D. (1952 / Βιτόριο ντε Σίκα), ενώ η αναζήτησή του στην πόλη, αποτελεί σεναριακό εύρημα για την περιπλάνηση του πρωταγωνιστή, ανάμεσα στο φανατισμένο πλήθος διαδηλωτών. Ο Γιακιμόφσκι έντεχνα εντάσσει αληθινά πλάνα από τις εθνικιστικές διαδηλώσεις της εθνικής επετείου, καταγράφοντας την ανησυχητικά ογκώδη λαοθάλασσα, που γεμίζει κεντρικές πλατείες και λεωφόρους, στη σημαιοστόλιστη Βαρσοβία, με συνθήματα όπως «Έρχονται οι εθνικιστές, θάνατος στους κομμουνιστές» και αποκορύφωμα την άγρια επίθεση στην κατάληψη.
***
Πίσω στις ταραγμένες δεκαετίες του ’70 και του ’80 μας μεταφέρει το 73λεπτο ντοκιμαντέρ Η εικόνα που έχασες, του 30χρονου Ντόναλ Φόρμαν, στο τμήμα «Πρώτη Ματιά», με επίκεντρο το ξεχασμένο σήμερα ιρλανδικό ζήτημα.
Επιχειρώντας να σμιλέψει το πορτραίτο τού ανεξάρτητου Αμερικανού, ιρλανδικής καταγωγής, κινηματογραφιστή πατέρα του Άρθουρ ΜακΚέιγκ (1948-2008) που αφιερώθηκε στην καταγραφή των ένοπλων συγκρούσεων στη Βόρεια Ιρλανδία, ο Φόρμαν ανασύρει το τριαντάχρονο οπτικό αρχείο του και το ανασυνθέτει με χωροχρονικά πισωγυρίσματα, ανάμεσα σε φωτογραφίες, φιλμ, επιστολές, αναμνήσεις και σχολιασμούς.
Μάρτυρας των βιαιοτήτων στο Μπέλφαστ, καθώς ο βρετανικός στρατός επέβαλε κατοχή με όπλα, ο ΜακΚέιγκ καταγράφει εικόνες από φλεγόμενα οδοφράγματα, που τεκμηριώνουν τη μαζική εναντίωση ενός λαού στην υποδούλωσή του. Στο φόντο των φωτογραφιών του δεσπόζουν τεράστια γκράφιτι, με συνθήματα όπως «Ένοπλη Πάλη, Λαϊκή Κυριαρχία, Επανάσταση». Με πειραματική μουσική υπόκρουση αυτοσχεδιασμών από σαξόφωνο και κρουστά, ο Φόρμαν συνδυάζει τις σκέψεις τού πατέρα του για τη δύναμη της μαζικής πάλης, με εικόνες του από αυτοδιαχειριζόμενες επαναστατημένες κοινότητες, συσχετίζοντάς τες με τις δικές του εμπειρίες, από το κίνημα Occupy Wall Street, το 2008.
Τη στιγμή που το ιρλανδικό ζήτημα είχε υποβαθμιστεί σε θρησκευτική αντιμαχία, μακριά από την πολιτική διάσταση μιας εθνικής ταξικής μειονότητας, η αναμόχλευση αρχειακού υλικού φωτίζει αποσιωπημένες αλήθειες, εμπλουτίζοντας τη συλλογική μνήμη με προσωπικά βιώματα.
Στα ίχνη του πατέρα του, ο Φόρμαν κινηματογραφεί εκ νέου τους ίδιους τόπους, υπό διαφορετική οπτική γωνία σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, ενώ, σύμφωνα με τις απαντήσεις Ιρλανδών πολιτών σήμερα, διατηρείται η ίδια οικονομική πόλωση και οι πρακτικές εκμετάλλευσης.
Αναζητώντας να προσδιορίσει την ταυτότητα ενός απόγονου μεταναστών στην Αμερική, ο Φόρμαν κινηματογραφεί εθνικές επετείους και θρησκευτικές γιορτές στις ιρλανδικές παροικίες της Νέας Υόρκης, προσεγγίζοντας τη διαμόρφωση της αντίληψης για το ιστορικό παρελθόν και την καταγωγή.
***
Στην εντυπωσιακά πρωτότυπη ενότητα «Επαναστατικά Τραγούδια» επιχειρήθηκε η διερεύνηση της αποτύπωσης των επαναστατικών τραγουδιών στον κινηματογράφο.
Στο τηλεοπτικό 52λεπτο ντοκιμαντέρ του Κεν Λόουτς Με ποια πλευρά είσαι; (1984) απαθανατίζεται το επί ένα χρόνο κίνημα των Άγγλων ανθρακωρύχων, που συντρίφτηκε παραδειγματικά από τη θατσερική αναλγησία, στο βωμό του πιο στυγνού νεοφιλελευθερισμού, βάζοντας ταφόπλακα στο υποδειγματικό κράτος πρόνοιας, που είχε εγκαθιδρύσει μεταπολεμικά η κυβέρνηση των Εργατικών.
Μετά το κλείσιμο των εθνικοποιημένων ορυχείων, για τον περιορισμό της ετήσιας παραγωγής άνθρακα, Μάρτη του 1984, αφήνοντας δεκάδες χιλιάδες ανέργους, η Εθνική Ένωση Ανθρακωρύχων κηρύσσει πανεθνική απεργία, με αίτημα το δικαίωμα στην εργασία. Δίνοντας φωνή στους απεργούς ανθρακωρύχους που φίμωσαν τα κυρίαρχα ΜΜΕ, ο Λόουτς ταξιδεύει στο απεργοκρατούμενο Γιόρκσάιρ και κινηματογραφεί τους πρωταγωνιστές αυτής της μαζικής κινητοποίησης.
Εκτός από τον μαχητικό λόγο τους, στις συνεντεύξεις συμπυκνώνονται και πολιτικές απόψεις, ενώ ξεδιπλώνεται σε παράλληλο μοντάζ και το χρονικό των αγώνων τους, με ζωντανά στιγμιότυπα από τις δυναμικές διαδηλώσεις και το μαζικό κίνημα αλληλεγγύης, με κοινό ταμείο και κοινή κουζίνα απεργών, ενώ η κάμερα γίνεται μάρτυρας μιας σταδιακά αυξανόμενης βάναυσης καταστολής, με τους έφιππους αστυνομικούς να κατευθύνουν τα άλογα καταπάνω στους απεργούς. Η ανάγλυφη καταγραφή των γεγονότων, από προφορικές μαρτυρίες, συμπληρώνεται με ασπρόμαυρες φωτογραφίες αιμόφυρτων διαδηλωτών με ανοιγμένα κεφάλια.
Ανεκτίμητη μέθοδος οπτικοακουστικής τεκμηρίωσης των σύγχρονων πολιτικών αγώνων, το ντοκιμαντέρ αυτό αποδεικνύεται και εργαλείο κοινωνιολογικής καταγραφής, αναδεικνύοντας τη μετάλλαξη του αγωνιστικού φρονήματος σε πηγή έμπνευσης αγωνιστικών τραγουδιών. Ένα ολόκληρο κίνημα γίνεται τραγούδι, που τραγουδούν όλοι μαζί στις γιορτινές βραδιές, με στίχους που περικλείουν τους αγώνες, αλλά και τα δεινά της ανεργίας, αντανακλώντας το ακμαίο ηθικό που συμπληρώνει την όλη αγωνιστική διαδικασία εν τη γενέσει της.
Το ντοκιμαντέρ αυτό δεν μπορούσε παρά να κλείνει με τη θρυλική αγωνιστική μπαλάντα Which side are you on? πού μετέφερε ο Λόουτς και στον τίτλο.
Στα πλαίσια της ίδιας ενότητας, η θρυλική βιογραφική ταινία Η μπαλάντα του Τζο Χιλλ (1971) του Σουηδού Μπο Βίντεμπεργκ, φέρνει στο προσκήνιο τον μετανάστη Σουηδό Τζώρτζ Χίλστρομ, γνωστότερο ως Τζο Χιλλ, συνθέτη διάσημων εργατικών τραγουδιών και ηγετική μορφή του IWW (Συνδικάτο Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου) που εκτελέστηκε το 1915, σε ηλικία 36 ετών, κατηγορούμενος για φόνο.
Αρχές του 1900 ο Τζο καταφθάνει στη Νέα Υόρκη, όπου δουλεύει σκληρά τη μέρα, μελετώντας μουσική το βράδυ. Με την όμορφη Λουτσία ακούνε φημισμένες όπερες, καθισμένοι στο κρύο, στις πίσω σκάλες της λυρικής σκηνής. Αναζητώντας τον αδερφό του στο Νιου Τζέρσεϊ, ο Τζο περιπλανιέται στην αχανή ξένη χώρα, σκαρφαλωμένος στις στέγες τρένων, μαζί με άλλους περιθωριακούς.
Γνωρίζοντας μέλη του Συνδικάτου, εντυπωσιάζεται από τα κόκκινα μαντήλια και τις πολιτικές ιδέες τους, οργανώνεται και σύντομα ξεσηκώνει τους εργάτες, με τους ένθερμους λόγους και τα τραγούδια του. Με το τραγικό τέλος του, τονίζεται η περίφημη φράση που άφησε ως παρακαταθήκη «μη θρηνήσετε για μένα, οργανωθείτε».
Γεμάτη η ταινία από διασκευασμένες μπλουζ μπαλάντες, για σόλο κιθάρα, αλλά και ρυθμικά μπλουζ με φυσαρμόνικα, στις σκηνές καταδίωξης, χρησιμοποιεί στους τίτλους αρχής την περίφημη μπαλάντα του Τζο Χιλλ, με την Τζόαν Μπαέζ, ανακαλώντας και την άλλη επιτυχία της, την ίδια χρονιά, στην ταινία Σάκκο και Βαντσέτι (Τζουλιάνο Μοντάλντο), σε μουσική Έννιο Μορικόνε.
*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com
INFO
Στο τελευταίο τριήμερο στο 9ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος: Η Έβδομη Σφραγίδα (1957) του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (αποκαταστημένη κόπια), Η Διαθήκη του Ορφέα (1960) του Ζαν Κοκτό και η πειραματική Μέσα στο Δάσος (2010) του Άγγελου Φραντζή, παρουσία σκηνοθέτη. Αυλαία για το αφιέρωμα στον σκηνογράφο και ενδυματολόγο Γιώργο Ζιάκα, με τους Κυνηγούς (1977) του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ενώ προβάλλεται σε επανάληψη Η Μπαλάντα του Τζο Χιλλ (1971), του Μπο Βίντερμπεργκ.