Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
“Ο έρωτας κι ο θάνατος ίδια σπαθιά βαστούνε κι οι δυο με τρόπο ξαφνικό και ύπουλο χτυπούνε”. Χαΐνηδες, στίχοι: Μήτσος Σταυρακάκης
Ο πόνος είναι μια πολύ προσωπική «ιστορία». Μια ατομική «υπόθεση». Είναι ένα εντελώς υποκειμενικό βίωμα, μη υποκείμενο σε αντικειμενική μέτρηση, όσο, βέβαια, δεν έχει εφευρεθεί ακόμη κάποιο «πονόμετρο» που με αντικειμενικό και αξιόπιστο τρόπο θα μπορεί να ορίσει τον πόνο, να τον συγκρίνει με άλλους πόνους, να τον ελέγξει, να τον κάνει γράφημα, συνάρτηση παραμέτρων και λοιπά και λοιπά. Γι’ αυτό και είναι «κάπως» να μιλάς για τον πόνο του Άλλου. Όπως, ίσως, και ο έρωτας στις μέρες μας, ο καθένας ζει το θαύμα του από μόνος του, αλλά ας μην το κάνουμε θέμα και αυτό.
Μοιάζει, πάντως, ο πόνος να μην μοιράζεται. Είναι πάντα ο δικός μου πόνος ή ο δικός σου πόνος. Ακόμη και ο αφορισμός, «άσε μας κι εσύ, έχουμε τον πόνο μας!» μάλλον σ’ έναν πληθυντικό της αυτού μεγαλειότητας του Εαυτού παραπέμπει, παρά σε μια μοιρασιά, σε μια «κοινωνία». Κι’ όπως το λέει ο Βιτγκενστάϊν, «δεν μπορώ να πω τον πονόδοντό μου. Εάν σας πω ότι έχω πονόδοντο, με καταλαβαίνετε νοηματικά τι εννοώ, επειδή κι εσείς έχετε περάσει κάποια στιγμή πονόδοντο. Αλλά δεν μπορείτε να πιστοποιήσετε τον δικό μου πονόδοντο».
Εντούτοις, αυτός ο μη υποκείμενος σε αντικειμενικό ορισμό πόνος, ορίζει. Είναι ένας περιορισμός, ένα όριο. Πονώ στο πόδι και δεν μπορώ να περπατήσω. Πονώ στο δόντι και δεν μπορώ να φάω. Ο πόνος είναι ένα περιοριστικό των ορίων του Εαυτού μου. Ο πόνος με «στενεύει», όπως ακριβώς ένα στενό παπούτσι περιορίζει την ελευθερία της κίνησης μου. Ο πόνος θέτει όρια. Όπως, άλλωστε και ο θάνατος: το έσχατο όριο της εαυτότητας μου. Με την έννοια αυτή, ο πόνος θα μπορούσε να είναι ένα προειδοποιητικό όριο των τελικών μου ορίων. Ένας επώδυνος υπαινιγμός που μου επισημαίνει, μάλλον ασυνείδητα, τη βεβαιότητα του υπαρξιακού μου ορίου. Με άλλα λόγια, ο πόνος βάζει την αγωνία του θανάτου από την πίσω πόρτα, αδιαφορώντας για τα κλειστά μου παράθυρα, χασκογελώντας κυνικά για την δήθεν κλειστή μου κεντρική είσοδο. Γι’ αυτό ζητάω με κάθε τρόπο απαλλαγή από τον πόνο. Κι όταν σφαδάζω «Εγώ, δεν θέλω να πονάω»!, αυτό που απαιτώ είναι την άρση των ορίων που μου περιορίζουν την ύπαρξη. Απαιτώ τα όρια να μην ισχύουν στην περίπτωση μου. Αλλά, είναι αυτό ρεαλιστικό;
Ο γνωστός μυθικός Νάρκισσος, ο ωραίος νέος της Βοιωτίας, θέλχτηκε τόσο πολύ από τη θέα του Εαυτού στα νερά της πηγής όπου καθρεφτίστηκε το είδωλο του, ώστε θέλησε βυθίζοντας το βραχίονα του στο νερό να τη συλλάβει. Μπέρδεψε, δηλαδή, τα ρεαλιστικά όρια του Εαυτού του με κάτι έξω από τον Εαυτό του, ακριβώς επειδή τα όρια του Εγώ του ήταν πολύ ρευστά, ασταθή και εύθραυστα, όπως το νερό της πηγής που τον παραπλάνησε. Και ο Ναρκισσισμός, στην πραγματικότητα, έχει να κάνει περισσότερο με αυτή την μη αποδοχή των ορίων της Εαυτότητας και λιγότερο με την λαϊκή εκδοχή της ωραιοπάθειας. Ο Νάρκισσος που απλώνει τον βραχίονα του επιζητεί να εξ-απλώσει τα όρια του Εαυτού του πέραν του τραυματισμένου του Εγώ. Είναι ο μόνος τρόπος να υπερ-αναπληρώσει τη βαθιά καλυμμένη εσωτερική του αίσθηση ανεπάρκειας και ευθραυστότητας. Είναι το επαναλαμβανόμενο μοτίβο, σκέψεων, συμπεριφορών και συναισθημάτων, ενός Αυτονόητου Δικαιώματος ή των Μη Ρεαλιστικών Ορίων.
Είναι, δηλαδή, το αυτονόητο Δικαίωμα μου να μην πονώ, να μην ισχύει για μένα το όριο, ο περιορισμός του πόνου. Κι αν αυτό δεν είναι εφικτό, μπορώ, άραγε, να επικαλεστώ το πιο ακραίο αυτονόητο δικαίωμα μου, το αυτονόητο δικαίωμα μου να πεθάνω; Αν δεν μπορώ να απαλλαγώ από το όριο του πόνου, μπορώ, τουλάχιστον, να μεταφέρω το όριο του θανάτου; Να φέρω το ακραίο, έσχατο, υπαρξιακό μου όριο (του μελλοντικού μου θανάτου) στο «εδώ και τώρα», ώστε να άρω την περιοριστική ισχύ του πόνου; Είναι σαν να αυτοκτονώ ανώδυνα για να μην πεθάνω επώδυνα. Μηδενίζω τα υπαρξιακά μου όρια, για να αποφύγω το περιοριστικό όριο του πόνου. Αν είναι να υπάρχω εντός ορίων, ας μην υπάρχω!
Ο Νάρκισσος βουτάει στο νερό επειδή δεν αντέχει τον υπαρξιακό του περιορισμό. Δεν αντέχει τα όρια της σάρκας του. Δεν του φτάνουν! Πολύ περισσότερο, αν τύχει, λόγω του πόνου να τίθενται υπό περαιτέρω περιορισμό.
Με μια διαφορά. Ο μυθικός Νάρκισσος δεν απαιτεί δικαιωματική ισχύ, κάποια νομική κατοχύρωση, της πράξης του. Γιατί, γνωρίζει πολύ καλά, από τη μετοχή του στη θύραθεν παιδεία, ότι κάθε Δικαίωμα προϋποθέτει και τον εγγυητή του και αυτό μπερδεύει πολύ τα πράγματα. Ξέρει, ότι το Δικαίωμα στο θάνατο, αφήνει αδικαίωτη τη ζωή. Ανέραστη δηλαδή. Γι’ αυτό, από λάθος, βουτάει στο νερό και πνίγεται. Δεν το επιδιώκει!
Ανυποψίαστος, όμως, κι εκείνος μήπως θα μπορούσε ο πόνος να μοιραστεί, να κοινωνηθεί, να αγγιχτεί, να αλληλοπεριχωρηθεί, να γίνει αφορμή ρεαλιστικής υπέρβασης των κλειστών ορίων της ατομικότητας, να γίνει Σχέση…