Από τη Δευτέρα του Αλέξη στην Τρίτη του Στρος Καν.
Είχαν διαφορά οι δύο πορείες που έγιναν, η μία τη Δευτέρα 6/12 για την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου και η άλλη, μια μέρα μετά, την Τρίτη 7/12, για την επίσκεψη του Στρoς Καν και την ομιλία του στη Βουλή.
Πέρα από το οφθαλμοφανέστατο της απουσίας του ΚΚΕ από όλες τις εκδηλώσεις, για τη δεύτερη επέτειο του ξεσπάσματος της νεολαίας και της παρουσίας του έξω από τη Βουλή σε ξεχωριστή συγκέντρωση που έληξε γρήγορα-γρήγορα και ο χώρος άδειασε αμέσως, υπήρχαν και άλλες γενικές διαφορές.
Η μαχητικότητα, η ζωντάνια, η εχθρότητα έβγαιναν πολύ πιο έντονα στη διαδήλωση της Δευτέρας, όπως και η μαζικότητα, εξάλλου, ενώ η διαδήλωση της Τρίτης, για τον Στρος Καν, ήταν μεν πιο πολιτικοποιημένη, αλλά λιγότερο μαζική, λιγότερο θυμωμένη και σαφώς λιγότερο αστυνομευμένη.
Η σύνθεση των δύο πορειών ήταν διαφορετική. Στις κινητοποιήσεις της Δευτέρας πήρε μέρος και μαθητόκοσμος και νεολαία της απόρριψης και της κρίσης που δεν ένιωθε ιδιαίτερους λόγους να ξαναδιαδηλώσει και την επομένη. Η οργή των νέων δεν λέει να κοπάσει και γι’ αυτό έγιναν διάφορες αυθόρμητες πορείες σε συνοικίες και πόλεις, όπως και μικροσυμπλοκές με αστυνομικές δυνάμεις σε διάφορα σημεία. Στη μεγάλη πορεία του απογεύματος της Δευτέρας η νεολαία αναμείχθηκε με τα μπλοκ της ποικίλης Αριστεράς και πορεύτηκε κάτω από δρακόντεια μέτρα και πολλές κτηνώδεις επιθέσεις της αστυνομίας.
Ο βιωματικός χαρακτήρας και τόνος για όσους συμμετείχαν σε αυτές τις εκδηλώσεις έδειχνε ότι έχουν σημαδευτεί από τον Δεκέμβρη του 2008, αυτή είναι η «πολιτικοποίησή τους», το σημείο αναφοράς τους και η αντίθεση προς τις δυνάμεις καταστολής.
Ίσως το κύριο και βασικό σημείο ταυτότητας, αυτό που μπορεί να εκδηλωθεί σε μια πορεία. Υπάρχουν και άλλα σημεία ταυτότητας που δύσκολα ανιχνεύονται ή εντοπίζονται και δεν είναι αμιγώς πολιτικά αλλά, κυρίως, κοινωνικά. Όσοι νιώθουν ντροπή και θυμό από την επίσκεψη του Στρος Καν, έχουν άλλη καταβολή πολιτική, είναι πιο μεγάλης ηλικίας και έχουν άλλη πορεία εμπλοκής με την πολιτική.
Για όλους αυτούς τους λόγους οι δύο κινητοποιήσεις διέφεραν. Τίθεται, όμως, το ερώτημα: Τι θα γινόταν αν στους μεγαλύτερους υπήρχε μια άλλη κουλτούρα κινητοποίησης και άλλη σχέση με τη νεολαία; Δηλαδή, αν οι κινητοποιήσεις δεν ήταν συμβατικές (μια πορεία και τέλος), έπαιρναν κι άλλα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να θέλξουν και ανήσυχους νέους;
Αυτά τα χάσματα πρέπει κάπως να καλυφθούν. Δύσκολο μεν, ενδιαφέρον, δε.