του Γιάννη Σχίζα
Από την πρώτη φωτογραφία που τράβηξε ο Niepce το 1826 έως σήμερα μεσολαβούν περίπου δυο αιώνες, που ήταν αιώνες αλματώδους ανάπτυξης στη διαχείριση εικόνων. Η φωτογραφία, που αποτυπώνει πρόσωπα και καταστάσεις έτσι ώστε να θεωρείται ισάξια 1.000 λέξεων, πέρασε πολλές φάσεις, βελτιώθηκε διαρκώς και τελικά μετεξελίχθηκε σε κινηματογράφο, του οποίου η πρώτη προβολή έγινε το 1895: Δράστες ήταν οι αδελφοί Lumier και έδρα το Παρίσι, με θέμα «Η άφιξη του τραίνου». Στην Ελλάδα ο κινηματογράφος ήλθε το 1897 «από ένα Γάλλο επιχειρηματία, με ταινίες πολύ θαμπές, ταλαιπωρημένες, και με μια προβολή που έτρεμε απελπιστικά» – όπως μας περιγράφει ο Ντόρης Σαπήρας. Κινηματογραφική προβολή στέγασε τον ίδιο χρόνο και μια αίθουσα της πλατείας Κολοκοτρώνη, ασφυκτικά γεμάτη από διανοούμενους, δημοσιογράφους, επιστήμονες, φωτογράφους και φιλοπερίεργους Αθηναίους. Λέει ο Ντόρης Σαπήρας: «Πολλοί ζαλίστηκαν, άλλοι έπαθαν ακόμη και ναυτία από το τρεμούλιασμα της θορυβώδους προβολής, μέχρι που μερικοί φώναζαν να σταματήσει η προβολή και να ανάψουν τα φώτα». Τις επόμενες ημέρες ο Τύπος δημοσίευε επιστολές που εξόρκιζαν τους συμπολίτες να μην ξαναεπιτρέψουν την προβολή αυτού του «έργου του διαβόλου»…
Η συνέχεια
Το έργο του διαβόλου ήταν βέβαια κινούμενες φωτογραφίες, που δεν είχαν εξαρχής τη ταχύτητα που έπρεπε, γι’ αυτό ήταν αρκετά αργές ώστε δεν κατάφερναν να δίνουν μια αίσθηση φυσικότητας στα δρώντα υποκείμενα του έργου: Τα πρόσωπα θύμιζαν μαριονέτες γιατί οι κινήσεις τους ήταν απότομες και διακεκομμένες. Στη Βόρεια Ελλάδα υπήρχαν οι αδελφοί Μανάκη, που κατέβαλαν σοβαρές προσπάθειες για την ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης παρά τις διώξεις από το οθωμανικό καθεστώς και κατάφεραν να γυρίσουν, το 1905, την πρώτη ταινία υπό τον τίτλο «Οι υφάντρες».
Έκτοτε ο κινηματογράφος προχώρησε, αποκατέστησε τη συνοχή των εικόνων που έδινε στον θεατή, έγινε ομιλών, δημιούργησε τους πρώτους ήρωες ή αισθηματίες τύπους για κατανάλωση (και λατρεία ακόμη!) από το ευρύτερο κοινό. Τελικά η επόμενη φάση ανήκε στον σκηνοθέτη, που με σκηνές εξωπραγματικές και κατασκευασμένες εργαστηριακά έδινε στο κοινό μια ανυπέρβλητη αίσθηση ρεαλισμού.
Ο κινηματογράφος σαν θέαμα μαζικό διευκολύνει τη μέθεξη του κοινού και υπερτερεί σε υποβλητικότητα. Αυτές οι δυο συνθήκες κάνουν την παρακολούθηση κατά μόνας (τηλεόραση) να υστερεί έναντι του κινηματογράφου
Το ελληνικό σινεμά υποχωρεί
Το ελληνικό σινεμά πέρασε μια περίοδο ακμής, έφτασε στο σημείο να παίζει πάνω από 110 ταινίες το 1966, ώσπου μετά η είσοδος της τηλεόρασης άρχισε να υπονομεύει τις εισπράξεις του… Η μείωση των κινηματογραφικών αιθουσών που το 1970 ήταν 360 (στην Αθήνα και τον Πειραιά) σε 93 το 1991, πιστοποιούσε την κάθοδο που θα επακολουθούσε αργότερα. Εξ άλλου και η μείωση των θερινών κινηματογράφων από 745 σε 38 (έτος 1993), παρά τη τραγουδιστική ευωχία του Κηλαηδόνη, έδειχνε την ίδια τάση.
Επακολούθησε μια δύσκολη περίοδος, οι περισσότερες κινηματογραφικές αίθουσες διασώθηκαν από την τοπική αυτοδιοίκηση και τους τοπικούς σινεφίλ παράγοντες, όμως η κατρακύλα δεν μπόρεσε να αναχαιτισθεί. Σήμερα το μήνυμα που έρχεται από τις διάφορες περιοχές του ελληνικού χώρου είναι ότι το πλειοψηφικό σινεμά περιορίζεται σε κινηματογραφικές αίθουσες για ένα ειδικό κοινό και οι ταινίες παίζονται σε ειδικά φεστιβάλ, ενώ παράλληλα έχουμε το κλείσιμο πολλών αιθουσών. Αναφέρουμε σαν παράδειγμα: Στην Τρίπολη, το επί δεκαετίες μοναδικό σινεμά ΑΕΛΛΩ κατεδαφίζεται με την προοπτική να στεγάσει ξενοδοχείο, καταλύοντας ένα χώρο αναψυχής που έδινε –σύμφωνα με πηγή του διαδικτύου– την ευκαιρία σε γυμνασιόπαιδα και λυκειόπαιδα να πηγαίνουν με τις πορτοκαλάδες και τα πατατάκια τους και να απολαμβάνουν σκηνές, κωμικές ή τρόμου. Στην Αθήνα είναι το ΙΛΙΟΝ, κινηματογράφος που υπήρχε σε στενό της Πατησίων, που είχε καταδικασθεί να βλέπει τις ταινίες του να παρακολουθούνται από 4-8 πρόσωπα. Και ακόμη έκλεισε το ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤ, κινηματογράφος με τολμηρές σκηνές, που συνέχιζε την παράδοση του Αθηναϊκού, της Αλάσκας, του Ρόζικλερ… .Γι αυτή τη τελευταία περίπτωση έγραφε ο Τάκης Σπετσιώτης ότι ήταν άνθρωποι ξέμπαρκοι, λούμπεν, φουκαράδες, απλοί κυνηγοί της γαργαλιστικής εικόνας, ακόμη και δημόσιοι υπάλληλοι, που έκοβαν εισιτήριο και έμπαιναν μέσα στο σινεμά με χίλιες δυο προφυλάξεις για να αποφύγουν το «θεαθήναι».
Κινηματογράφος και πολίτικη
Η νίκη της τηλεόρασης επί του κινηματογράφου δεν ήταν η νίκη μιας μορφής θεάματος έναντι μιας άλλης, αλλά η υπεροχή ενός συνόλου συνθηκών. Όχι αυτή καθεαυτή η τηλεόραση αλλά οι εξωτερικοί όροι της παρακολούθησής της δημιουργούσαν την υπεροπλία έναντι της κινηματογραφικής αίθουσας. Ο κινηματογράφος ήταν σημείο συνάντησης και οικειότητας, όμως οι δύσκολες κυκλοφοριακές συνθήκες δεν επέτρεπαν την εύκολη μετακίνηση του κοινού, ενώ η ακρίβεια στη δέσμευση χώρου για σινεμά στοιχειοθετούσε μια ελκυστική κατάσταση για την εγκατάσταση άλλων χρήσεων.
Ο κινηματογράφος υποχωρεί ή μετατρέπεται σε τηλεοπτικό θέαμα, πάντως αφήνει πίσω του μνήμες πολιτικής και κοινωνικής παρέμβασης. Τα κινηματογραφικά έργα επί δικτατορίας με πολιτική υπόθεση είχαν πολύ μεγάλη απήχηση στο κοινό και προκαλούσαν την αντίδραση της ασφάλειας – π.χ. το Ζαμπρίσκι Πόϊντ. Το «Εξπρές του Μεσονυχτίου», ταινία του Άλαν Πάρκερ που παίχτηκε το 1978, ξεσήκωσε πραγματικά τους Αθηναίους σε ένα πανζουρλισμό κατά τη διάρκεια της σκηνής όπου σκοτώνονταν ο αρχιφύλακας των τουρκικών φυλακών. Επίσης όμως ο κινηματογράφος ενέπνευσε διάφορες ατάκες, που αφήσανε εποχή – λόγου χάρη η ατάκα «ποιος είσαι», που οφείλονταν στην προβολή μιας διαφήμισης και στην υστέρηση του λόγου του πρωταγωνιστή: Ο πρωταγωνιστής έβγαινε στο πανί επιδεικνύοντας ένα απορρυπαντικό στο κοινό, αλλά ο λόγος του καθυστερούσε λόγω τεχνικής ατέλειας στη σκηνοθεσία, δίνοντας στο κοινό την ευκαιρία να τον ρωτήσει «ποιος είσαι»; Ο πρωταγωνιστής έλεγε «είμαι το πανίσχυρο βιμ», αλλά ήδη το γέλιο του κοινού είχε προηγηθεί…
Το μέλλον της κινηματογραφικής βιομηχανίας φαίνεται αόρατο, όμως υπάρχει στον ορίζοντα η διευκόλυνση που κάνει τα πράγματα λιγότερο δυσάρεστα: Ο κινηματογράφος σαν θέαμα μαζικό διευκολύνει τη μέθεξη του κοινού και υπερτερεί σε υποβλητικότητα. Αυτές οι δυο συνθήκες κάνουν την παρακολούθηση κατά μόνας (τηλεόραση) να υστερεί έναντι του κινηματογράφου…
Πηγές
- Ντόρη Σαπήρα, «Ο κινηματογράφος στη ζωή της Αθήνας», Αθηναϊκό ημερολόγιο1994, εκδόσεις Φιλιππότη
- Γιάννη Σχίζα, «Αττική. Ο κινηματογράφος στην Αθήνα», εκδόσεις Σαββάλα
- Τόνια Γκόρου, «Αδελφοί Μανάκη: Οι πρωτεργάτες του ελληνικού κινηματογράφου», tvxs.gr