Η πιο δελεαστική επιχείρηση είναι η συναλλαγή στα κρατικά δάνεια, όμως, ταυτόχρονα είναι και η πιο επικίνδυνη, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας τη βαριά χρέωση των ηγεμόνων. Εκτός από τους τραπεζίτες και τους επαγγελματίες κερδοσκόπους, και η μεσαία τάξη, με τις καταθέσεις της στις τράπεζες και την εμπλοκή της στα πρόσφατα δημιουργημένα χρηματιστήρια, είχε κι αυτή μεγάλα συμφέροντα στο παιγνίδι. Όσο οι χρηματικοί πόροι των μεμονωμένων τραπεζικών οίκων αποδείχνονται ανεπαρκείς ν’ αντεπεξέλθουν στις ανάγκες κεφαλαίου των μοναρχών, τόσο αρχίζουν να επικαλούνται για πιστώσεις τα χρηματιστήρια της Αντβέρπης και της Λιον.
Σε σχέση, κατά ένα μέρος, με τις συναλλαγές αυτές, αναπτύσσεται κάθε δυνατό είδος χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας: διαπραγμάτευση μετοχών, προθεσμιακές αγορές, αρμπιτράζ, ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Ολόκληρη η Δυτική Ευρώπη κυριεύεται από τη χρηματιστηριακή νοοτροπία και έναν πυρετό κερδοσκοπίας, που φτάνει στο κατακόρυφο, όταν οι υπερπόντιες εμπορικές εταιρίες της Αγγλίας και των Κάτω Χωρών προσφέρουν στο κοινό την ευκαιρία να συμμεριστεί τα συχνά φανταστικά τους κέρδη. Οι συνέπειες είναι καταστροφικές για τις πλατιές μάζες: ανεργία ως αποτέλεσμα της μεταφοράς του ενδιαφέροντος από την αγροτική στη βιομηχανική παραγωγή, υπερπληθυσμός των πόλεων, άνοδος τιμών και χαμηλά μεροκάματα, αυτά δοκιμάζουν παντού. Η κοινωνική δυσαρέσκεια φτάνει στο κατακόρυφο , όπου για ένα διάστημα έλαβε χώρα η μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίου -στη Γερμανία- και ξεσπάει στην πιο παραγκωνισμένη τάξη – στους χωρικούς.
Φτάνει σε κρίσιμο σημείο συνδεόμενη άμεσα με το θρησκευτικό κίνημα των χωρικών, εν μέρει επειδή το κίνημα αυτό καθορίζεται το ίδιο από τον κοινωνικό δυναμισμό της εποχής και εν μέρει επειδή οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις το βρίσκουν ακόμα ευκολότερο να συναντηθούν κάτω από την κοινή σημαία μιας θρησκευτικής ιδέας. Η κοινωνική και θρησκευτική επανάσταση δεν αποτελεί αξεχώριστη ενότητα μονάχα στο κίνημα των Αναβαπτιστών· φωνές της εποχής, όπως τα ξεσπάσματα του Ούλριχ φον Χούτεν εναντίον του προστατευτισμού και της χρηματικής οικονομίας, εναντίον της τοκογλυφίας και της κερδοσκοπίας στη γη-με μια λέξη εναντίον των Fuggerei (=του να κάνεις ό,τι κι οι μεγαλοτραπεζίτες Φούγκερ – Σ.τ.Μ.) , όπως την αποκαλεί – μας δείχνουν ότι η δυσαρέσκεια γενικά βρίσκεται ακόμα σ’ ένα χαοτικό κι αδιευκρίνιστο στάδιο εξέλιξης. Ενώνει τις τάξεις, που πιο πολύ ενδιαφέρονται για τη θρησκευτική επανάσταση, με κείνες που προφανώς ενδιαφέρονται περισσότερο ή και αποκλειστικά, για την επανάσταση την κοινωνική. Όμως, όπως κι αν κατανέμονται αναμεταξύ τους, τα ποικίλα αυτά στοιχεία, ο μεσαίωνας εξακολουθεί να είναι τόσο κοντά, ώστε κάθε ιδέα, που τυχόν αναφαίνεται, εκφράζεται με τη μεγαλύτερη ευκολία μέσα στα εννοιολογικά και συναισθηματικά πλαίσια της θρησκευτικής πίστης. Αυτό εξηγεί τη σκοτεινή και πυρετώδη κατάσταση, την καθολική, αόριστη προσδοκία της λύτρωσης, που για να την παραγάγουν συνδυάζονται ο θρησκευτικός με τον κοινωνικό παράγοντα.
Ωστόσο, το αποφασιστικό γεγονός, για την κοινωνιολογία της Μεταρρύθμισης είναι ότι το κίνημα άρχισε με ένα κύμα αγανάκτησης εναντίον της διαφθοράς της εκκλησίας και ότι η φιλαργυρία του κλήρου, η εμπορία της άφεσης αμαρτιών και εκκλησιαστικών αξιωμάτων, ήταν η άμεση αιτία για την οποία μπήκε σε κίνηση. Μετά απ’ όλα αυτά, οι τάξεις που ήταν αντικείμενο καταπίεσης κι εκμετάλλευσης επέμεναν ότι η βιβλική καταδίκη των πλουσίων και οι υποσχέσεις που δίνονταν στους φτωχούς δεν αναφέρονταν μόνο στη Βασιλεία των Ουρανών. Πάντως, τα στοιχεία της μεσαίας τάξης που συνεργάστηκαν μ’ ενθουσιασμό στον αγώνα εναντίον των φεουδαλικών προνομίων του κλήρου, όχι μόνο αποσύρθηκαν αμέσως μόλις επιτεύχθηκαν οι δικοί τους σκοποί, αλλά κι αντιστάθηκαν σε κάθε πρόοδο που θα μπορούσε να βλάψει τα συμφέροντά τους, επειδή ευνοούσε εκείνα των κατώτερων τάξεων.
Ο προτεσταντισμός, που άρχισε σαν λαϊκό κίνημ α στην ευρύτερη δυνατή βάση, τώρα στηριζόταν ως επί το πλείστο στους τοπικούς ηγεμόνες και σ’ αυτά τα στοιχεία της μεσαίας τάξης. Με γνήσιο πολιτικό ένστικτο, ο Λούθηρος φαίνεται πως έκρινε τις προοπτικές των επαναστατικών τάξεων τόσο δυσμενείς, ώστε βαθμηδόν πλεύρισε ολότελα τις τάξεις εκείνες της κοινωνίας που τα συμφέροντά τους ήσαν συνδεδεμένα με τη διατήρηση του νόμου και της τάξης. Κάνοντάς το αυτό, όχι μονάχα άφησε τις μάζες στα κρύα του λουτρού, αλλά κι υποκινούσε μάλιστα τους ηγεμόνες και τους οπαδούς τους εναντίον «του δολοφονικού κι αρπαχτικού όχλου των χωρικών». Προφανώς ήθελε με κάθε θυσία ν’ αποφύγει την εντύπωση ό,τι είχε οποιαδήποτε σχέση με την κοινωνική επανάσταση.
(1) Αρμπιτράζ: Η αποκόμιση κέρδους από τις διαφορές στην τιμή ενός χρεογράφου το οποίο διαπραγματεύεται σε περισσότερες από μια αγορές.
(Arnold Hauser, Κοινωνική ιστορία της τέχνης. Τόμος Β , σελ 140-142. Μετάφραση Τάκη Κονδύλη. Εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1970).
Οι Φούγκερ (Fugger)
Ιστορική οικογένεια Ευρωπαίων τραπεζιτών,που έζησαν τον 15ο και 16ο αιώνα. Μέλη της εμπορικής πατρικίας του Άουγκσμπουργκ, διεθνείς τραπεζίτες και κεφαλαιοκράτες επενδυτές, όπως και οι οικογένειες Γουέσλερ και Χοχστέτερ, διαδέχθηκαν τους Μεδίκους, οικογένεια με μεγάλη επιρροή στην εποχή της Αναγέννησης, τους απέσπασαν προνόμια, πολιτική εξουσία και επιρροή.
Πρώτος στη σειρά ήταν ο Χανς Φούγκερ. Μέλος της συντεχνίας των υφαντουργών, το όνομα του αναφέρεται στο βιβλίο των φόρων το 1357 και το 1396 φιγουράρει ψηλά στον κατάλογο των φορολογουμένων.
Ο μεγαλύτερος γιος του, ο Ανδρέας, ο επονομαζόμενος «Φούγκερ ο πλούσιος», έγινε έμπορος υφασμάτων, αγόρασε γη και ακίνητα. Παράλληλα, έφτιαχνε και εμπορευόταν ανατολίτικα χαλιά, ασυνήθιστη δραστηριότητα για εκείνη την εποχή.
Ο Λουκάς Φούγκερ, γιος του Ανδρέα, τιμήθηκε από τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο τον Γ’ με άρματα και οικόσημο -ένα χρυσό ελάφι σε μπλε φόντο- και σύντομα απέκτησε το προσωνύμιο «ο Φούγκερ του ελαφιού». Ήταν όμως πολύ φιλόδοξος και χρεοκόπησε.
Ο μικρότερος γιος του Χανς, Ιάκωβος ο πρεσβύτερος, υπήρξε ιδρυτής ενός άλλου κλάδου της οικογένειας. Ο κλάδος αυτός προόδευσε πιο σταθερά και έμεινε γνωστός σαν «οι Φούγκερ του κρίνου», επειδή το οικόσημό τους παρίστανε ένα ανθό κρίνου σε χρυσογάλαζο φόντο. Αρχιυφαντουργός, έμπορος και δήμαρχος, παντρεύτηκε την Βαρβάρα Μπάσινγκερ, κόρη χρυσοχόου. Η περιουσία του μεγάλωσε και το 1461 ήταν ο 12ος πλουσιότερος άνθρωπος στο Άουγκσμπουργκ. Πέθανε το 1469.
Μετά το θάνατο του πατέρα του, την επιχείρηση ανέλαβε ο Ούλριχ, ο μεγαλύτερος γιος του Ιάκωβου. Το 1473 έγινε προμηθευτής ενδυμασιών του Φρειδερίκου και του γιου του Μαξιμιλιανού του Α’ και της ακολουθίας του, στο ταξίδι τους στην Τρίερ, όταν επισκέφτηκαν τον Κάρολο τον Φαλακρό της Βουργουνδίας για τον αρραβώνα του νεαρού πρίγκιπα με την κόρη του Κάρολου Μαρία. Ήταν η αρχή μια πολύ προσοδοφόρας σχέσης της οικογένειας Φούγκερ με τους Αψβούργους.
Με τη βοήθεια του άλλου αδερφού τους, Μάρκου, που ήταν στη Ρώμη, ο Ούλριχ και ο αδερφός του Γεώργιος, ανέλαβαν τη διαχείριση των εισφορών στο παπικό ταμείο πώλησης εκκλησιαστικών αξιωμάτων και συγχωροχαρτιών. Από το 1508 έως το 1515 νοικιάσανε το ρωμαϊκό νομισματοκοπείο. Πέθανε το 1510.
Το 1487 οι Φούγκερ έκαναν το πρώτο δάνειο τους στον αρχιδούκα Σιγκισμόνδο και πήραν, ως εγγύηση για τον τόκο, τα ορυχεία χαλκού και ασημιού στο Τιρόλο. Από δω ξεκίνησε η ανάμειξη της οικογένειας στα ορυχεία και στα πολύτιμα μέταλλα. Οι Φούγκερ συμμετείχαν σε μεταλλευτικές επιχειρήσεις στη Σιλεσία. Ακόμα, ήταν ιδιοκτήτες ορυχείων χαλκού στην Ουγγαρία, το δε εμπόριο μπαχαρικών, μαλλιού και μεταξιού τους απλωνόταν σχεδόν σ’ όλη την Ευρώπη.
Ο Ιάκωβος, ο νεότερος γιος του Ούλριχ, γεννήθηκε το 1459 και μελλόταν να γίνει ο πιο ονομαστός της δυναστείας. Το 1498 παντρεύτηκε τη Σίβιλα Άρτζτ, αλλά δεν απέκτησαν παιδιά. Τον Μάιο του 1515 εισήλθε στις τάξεις της ευγενείας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και το 1519 ηγήθηκε ομίλου Γερμανών και Ιταλών επιχειρηματιών που δάνεισε τον Κάρολο τον Ε’ 850.000 φλορίνια (γύρω στις 95.625 ουγκιές χρυσού – περίπου 3 τόνοι), όταν αυτός διεκδίκησε την εκλογή του στη θέση του Άγιου Ρωμαίου Αυτοκράτορα με αντίπαλο τον Φραγκίσκο τον Α’ της Γαλλίας. Η συμμετοχή των Φούγκερ στο δάνειο ήταν 543.000 φλορίνια.
Το 1494 ίδρυσαν την πρώτη δημόσια επιχείρησή τους. Ο Ιάκωβος προσπάθησε να μονοπωλήσει το χαλκό, έφτιαξε χυτήρια στο Χοχενκίρχεν και στο Φούγκερο (πόλη με το όνομα τους στην Καρινθία, αργότερα δουκάτο, στη νότια Αυστρία), επέκτεινε τις πωλήσεις και ίδρυσε πρακτορείο στην Αμβέρσα. Το 1495 νοίκιασε το ορυχείο χαλκού στο Νόισχολ (στη Σλοβακία) και το έκανε το μεγαλύτερο εξορυκτικό κέντρο της εποχής.
Την εποχή που ο Ιάκωβος Φούγκερ ήταν στο απόγειο της δύναμής του, δέχτηκε σφοδρή κριτική από τον Ούλριχ φον Χούτεν και τον Μαρτίνο Λούθηρο. Τον κατηγόρησαν ότι πίεσε τον πάπα να πουλάει συγχωροχάρτια και ότι του ζήτησε να ανακαλέσει την απαγόρευση είσπραξης τόκου. Εναντίον του κινήθηκαν η αυτοκρατορική εφορία και η κυβέρνηση της Νιρεμβέργης καθώς και διάφοροι έμποροι που προσπάθησαν να εμποδίσουν τις μονοπωλιακές του επιδιώξεις. Το 1511, ο Ιάκωβος έδωσε 15.000 φλορίνια επιχορήγηση για την κατασκευή φτωχοκομείων. Το 1514 αγόρασε ένα τμήμα του Άουγκσμπουργκ και το 1516 έκανε συμφωνία με την πόλη να χτίσει κατοικίες απόρων. Μέχρι το 1523 έχτισε 52 και έτσι γεννήθηκαν τα Φουγκέρεια τα οποία συνεχίζουν να κατοικούνται και σήμερα. Πέθανε το 1525. Θεωρείται ως ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους όλων των εποχών και είναι γνωστός ως ο Ιάκωβος Φούγκερ «ο πλούσιος».
Τον Ιάκωβο διαδέχτηκε ο ανιψιός του, Αντώνιος Φούγκερ, γιος του μεγαλύτερου αδερφού του Γεώργιου. Γεννήθηκε το 1493, παντρεύτηκε την Άννα Ρέχλινγκερ και πέθανε το 1560. Το 1525 οι Φούγκερ απέκτησαν τον τίτλο και το εισόδημα της ισπανικής ιπποσύνης, παράλληλα με τα εισοδήματα από τα μεταλλεία ασημιού και υδραργύρου. Τα πρώην πλούσια ορυχεία του Τιρόλου και της Ουγγαρίας φτώχυναν, αλλά ο Αντώνιος έκανε νέες συμφωνίες με το Περού και τη Χιλή και ξεκίνησε μεταλλευτικές επιχειρήσεις στη Σουηδία και τη Νορβηγία. Μπλέχτηκε και με το δουλεμπόριο από την Αφρική στην Αμερική, αν και περισσότερη επιτυχία είχε στο εμπόριο μπαχαρικών και ουγγρικών βοοειδών. Το 1542 υποχρεώθηκε να σταματήσει την εκμετάλλευση του Μαεστράσγκο (περιοχή κοντά στη Βαλέντσια της Ισπανίας, πλούσια σε αρωματικά φυτά και βότανα) και να εγκαταλείψει τα ορυχεία του Γκουαλντακανάλ.
Ο μεγαλύτερος γιος του Αντώνιου, ο Μάρκος, συνέχισε την επιχείρηση με επιτυχία.
Στην περίοδο 1563-1641 η εταιρία Φούγκερ έβγαλε, μόνο από την παραγωγή υδράργυρου στο Αλμαντέν (Ισπανία), συνολικό εισόδημα 50.000.000 δουκάτα (σημερινά περίπου 2,2 δισ. δολάρια). Η εταιρία κράτησε μέχρι τον Τριακονταετή Πόλεμο, οπότε και διαλύθηκε.
Το παρεκκλήσι-κοιμητήριο των Φούγκερ στην εκκλησία της Αγίας Άννας, στο Άουγκσμπουργκ, είναι το παλιότερο γερμανικό μνημείο αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής.
Από την Wikipedia
Για την αντιγραφή και τη μετάφραση,
Γιάννης Φούντας