Γράφει ο Σωκράτης Μαντζουράνης
Δεν το έχω κάνει ποτέ μου.
Να μιλώ για κάτι που με αφορά, αλλά τούτη τη φορά θα το παραβώ.
Γιατί νομίζω πως ξεπερνά το προσωπικό.
Εσείς θα το κρίνετε.
Μια «πολιτική παρέα» από το Ηράκλειο, με κάλεσε για μια παρουσίαση του βιβλίου μου Πέντε λεπτά διάλειμμα.
Είπα «βεβαίως», χωρίς να το πολυσκεφτώ.
Ο χώρος, ένα νεολαιίστικο στέκι, το πάνελ το ίδιο (ομολογώ έντονα Μυτιληνιό), νεολαιίστικο και το ακροατήριο.
Και όχι μόνο ηλικιακά ενδιαφέρον, αλλά και πολιτικά.
Παιδιά πρώην στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που τώρα ψάχνονται, παιδιά της ΛΑΕ, της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, φοιτητές και άνεργοι, ένα ζωντανό, αντιπροσωπευτικό δείγμα της κοινωνίας μας.
Η «παρουσίαση», λειτούργησε σαν αφορμή για μια τρίωρη περίπου συζήτηση για την Αριστερά, την πολιτική κατάσταση και για το «τι μέλλει γενέσθαι»
Νέοι άνθρωποι, φρέσκιες κουβέντες, λαχτάρα για λύσεις και «απαντήσεις», πάθος και «απόφαση» για να βγούμε σε ξέφωτα, αλλά…
Αλλά γεμάτη η αίθουσα από μια πίκρα, από αβεβαιότητες και ερωτηματικά, από ένα πανταχού παρόν «γιατί ρε γαμώτο…»
Όσο κι αν λες πως ξέρεις την πολιτική πραγματικότητα, τις δυσκολίες και την πολυπλοκότητά της, το να βλέπεις το πιο ζωντανό κομμάτι της κοινωνίας, τα νιάτα, να θέλουν και να μπορούν να παλέψουν και «εσύ» να τα φρενάρεις, να τα αλλοτριώνεις, να τα αποπροσανατολίζεις, να τους βάζεις αλπούτζα, είναι θλίψη.
Είναι καραδεξιά πολιτική συμπεριφορά.
Είναι επιλογή σου «πρώτη φορά αριστερά», τούτη η άθλια πραγματικότητα και άσε τις κορώνες και τις ντιρεκτίβες για τη νεολαία και την κοινωνία και τις «γειώσεις», που όλο διακηρύττεις και ποτέ δε θέλεις να γίνουν πράξη.
Πολύ χρήσιμη για μένα, τούτη η «παρουσίαση».
Προτάσεις αξιόλογες, διαθέσεις αναξιοποίητες, ερωτηματικά αναπάντητα, ένα βλέμμα-λαχτάρα, να πιαστεί από τους «παλιούς αριστερούς», που δεν τους εμπιστεύεται όμως και πολύ και διάχυτο ένα «θέλω», που το τυραννά η αβεβαιότητα και η αμφιβολία, μιας «αριστερής» απογοητευτικής πραγματικότητας.
Ήξερα πως θα ήταν μια ζόρικη συζήτηση, όμως ομολογώ πως δεν περίμενα να μου είναι τόσο οδυνηρός ο θυμός των νέων ανθρώπων.
– Έπρεπε σύντροφε να προσέξετε πιο πολύ την ποιότητα των ανθρώπων που μας προτείνατε να στηρίξουμε.
– Δε φροντίσατε σύντροφε να «χτίσετε το εμείς», να αποβάλετε το «εγώ θα σας σώσω».
– Μας οδηγήσατε σύντροφε στην «ανάθεση».
– Απαγορεύσατε σύντροφε σ’ ένα κόσμο να ελπίσει στο σοσιαλισμό, να επιχειρήσει να παλέψει.
– Υπάρχει οργή μεγάλη, σύντροφε, γιατί δεν προστατέψατε την ηθική της Αριστεράς.
– Πίστεψα πως ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να συμπορευθεί με τα κινήματα, να τα επικαλεσθεί για να πάει πιο αριστερά. Προδόθηκα όμως, σύντροφε.
Κάποια στιγμή, παίρνει το μικρόφωνο ένας νέος άνθρωπος και πολύ σοβαρά, με αποτελειώνει:
– Όταν πρώην σύντροφοι με ρωτούν «δηλαδή θέλεις να έλθει ο Κούλης;», σωπαίνω.
Όμως από μέσα μου, ντρέπομαι τώρα που σας το ομολογώ, λέω «ας έλθει…»
Κάθεται και σκύβει το κεφάλι.
Σκύβω κι εγώ, τα μάτια κάτω.
Ένας καταιγισμός θυμού και να μην έχω τι να πω…
Αλλά και μια αισιόδοξη λαχτάρα:
– Πως θ’ αλλάξει σύντροφε η κατάσταση;
Υπάρχει διέξοδος;
Κάποια στιγμή, σκέφτηκα πως τούτο το βιβλίο, μάλλον ζημιά έκανε και μετάνιωσα για τούτη την «παρουσίαση» σε νέους ανθρώπους.
Όμως με διέψευσε η Εύα.
– Εγώ σύντροφοι, μόλις άρχισα να διαβάζω το βιβλίο, σκέφτηκα πως είναι μια αποστράτευση του συγγραφέα, ένα κάλεσμα για ένα διαρκές «διάλειμμα» από τον αγώνα.
Όταν το τέλειωσα, ένοιωσα πιο δυνατή, πιο αισιόδοξη.
Να ξαναδούμε στόχους και προτεραιότητες μας παροτρύνει και να υπερασπιστούμε τα όνειρα μας.
– Σύντροφε έχεις το λόγο.
Και τώρα τι λένε;
Περιορίστηκα να τους διαβάσω δυο γραμμές από το βιβλίο:
«Τούτοι πιο πολύ απ’ όλα, θέλουν τη ψυχή και το μυαλό μας.
Προσέξτε μη ξεπουλήσουμε τα ονείρατά μας μισοτιμής στο ρεαλισμό»
Νομίζω με κατάλαβαν.
Το διαπίστωσα αργότερα, στις ρακές.
Και χάρηκα και δε μετάνιωσα που πήγα.