Το Who is Who του προβλήματος σε μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας
Του Ηλία Σταθάτου
Μπορεί ο υπουργός Εργασίας να πανηγυρίζει επειδή το σύστημα ΕΡΓΑΝΗ έδειξε, λέει, ότι αυξήθηκε 11,65% η μισθωτή απασχόληση στην Ελλάδα το 2014, όμως δύσκολα βρίσκει κανείς στο περιβάλλον του αυτό το 11,65% άνεργων φίλων και γνωστών του που εντός του 2014 βρήκαν μια κανονική δουλειά. Αυτό το εμπειρικό συμπέρασμα είναι μάλλον καλύτερος μάρτυρας από το σύστημα του υπουργείου Εργασίας, που εξάλλου αναγνωρίζει ότι οι 3 στους δέκα εργαζόμενους κάνουν μισή δουλειά. Δηλώνονται δηλαδή ως μερικώς απασχολούμενοι αν και το ΕΡΓΑΝΗ δεν έχει βρει ακόμη τρόπο να διαπιστώνει πόσοι από όσους δηλώνονται ως μερικώς απασχολούμενοι εργάζονται στην πραγματικότητα πλήρως (αλλά με μισό ένσημο και μισή αμοιβή). Και προφανώς το ΕΡΓΑΝΗ μετράει ως εργαζόμενους όλους αυτούς που απασχολούνται στα πεντάμηνα προγράμματα κοινωφελούς απασχόλησης, με ελάχιστη αμοιβή και καταδικασμένοι απλώς να περιμένουν τη λήξη του πενταμήνου.
Πάντως, πέρα από τις υπουργικές ανακοινώσεις συγκεντρωτικών στοιχείων για την απασχόληση και για τα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ (στα οποία δεν υπάρχει ανοικτή πρόσβαση), το τεράστιο πρόβλημα της ανεργίας παραμένει στην πραγματικότητα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του φαινομένου; Ποιες πληθυσμιακές ομάδες επηρεάζει περισσότερο; Στοιχεία απάντησης σε τέτοια ερωτήματα δίνει πρόσφατη μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας για τις πληθυσμιακές ομάδες που βρίσκονται εκτός εργασίας σε διάφορες χώρες, ανάμεσα σε αυτές και η Ελλάδα. Μια ματιά στη μελέτη αυτή καθιστά φανερό ότι η ανεργία στην Ελλάδα είναι πολυδιάστατο φαινόμενο. Και ως τέτοιο, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με μέτρα απλής αναδιανομής και επιδομάτων, αλλά με συγκροτημένες και στοχευμένες πολιτικές.
Από το 2008 στο 2013
Ο δείκτης ανεργίας, που το 2008 «έκατσε» στο χαμηλό για τη χώρα ποσοστό του 7,8% για τις ηλικίες 15-64 –μεγαλύτερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, από τότε ακόμη–, το 2013 σκαρφάλωσε στο 27,5%. Ο μη οικονομικά ενεργός πληθυσμός άγγιξε το 32% και πάλι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό. Κοιτώντας αναλυτικά τα στοιχεία κατανοείς πως η κρίση χτύπησε ιδιαίτερα το γυναικείο φύλο, που ήδη μειονεκτούσε στις ευκαιρίες εργασίας. Όταν η ηλικιακή ομάδα αντρών μεταξύ 25-64 εισήλθε στην κρίση με ποσοστά ανεργίας 4,3%, το ποσοστό ανεργίας στην αντίστοιχη γυναικεία πληθυσμιακή ομάδα βρισκόταν κοντά στο 10,1%. Μέχρι το 2013 τα ποσοστά είχαν σκαρφαλώσει στο 19,9% και 25,7% αντίστοιχα.
Ειδικότερα οι μητέρες πλήττονται σφοδρά από την ανεργία. Το 2011 αποτελούσαν το 23% του εκτός εργασίας πληθυσμού. Πρόκειται για γυναίκες μεταξύ 35 και 54 ετών, μορφωμένες, με περίπου τις μισές να έχουν κάποια εργασιακή εμπειρία.
Όπως αναφέρει η Παγκόσμια Τράπεζα, «διαρκής κρίση απασχολησιμότητας» παρατηρείται επίσης στους μη-έγγαμους υψηλά μορφωμένους που δεν εργάζονται, δεν σπουδάζουν ή δεν εκπαιδεύονται. Το ποσοστό τους αγγίζει το 20%, είναι συνήθως κάτω από 35 ετών και μοιάζουν με αντίστοιχες ευρωπαϊκές πληθυσμιακές ομάδες που πλήττονται από ανεργία. Το 40% από αυτούς είναι χρόνια άνεργοι, ενώ στο 40% των νοικοκυριών αυτών των ατόμων, δεν υπάρχει ούτε ένας ενήλικας που να εργάζεται. Είναι μορφωμένοι, αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει από το να βρίσκονται σε ποσοστό 27% στο χαμηλότερο εισοδηματικό επίπεδο και να κινδυνεύουν από τη φτώχεια. Ο αριθμός τους λόγω της κρίσης αυξήθηκε εντυπωσιακά, κατά 25% σε λίγα έτη.
Ακόμη, λόγω της παρατεταμένης κρίσης στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, η ευπαθής ομάδα των χαμηλά μορφωμένων χτυπήθηκε σφοδρά. Άτομα που κατά 75% βρίσκονται στην ηλικιακή ομάδα 35-54, έχουν γύρω στα 18 έτη εργασιακής εμπειρίας, το 50% λαμβάνει κάποιο επίδομα και είναι κυρίως άντρες και βρίσκονται σε ποσοστό 40% στο χαμηλότερο εισοδηματικό κλιμάκιο, θέτοντάς τους σε υψηλό κίνδυνο φτωχοποίησης.
Πώς και πού θα απασχοληθούν αυτοί οι άνθρωποι; Ερώτημα που προκύπτει από το συμπέρασμα πως ανεξαρτήτως του επιπέδου μόρφωσης, οι δείκτες ανεργίας μεταβλήθηκαν συνολικά το ίδιο στις διάφορες ομάδες, με τις αλλαγές να είναι κυρίως ποσοτικές. Δεν μεταβλήθηκε δραματικά η ισορροπία, αλλά πύκνωσαν οι γραμμές των ανέργων, και υπήρξαν μετακινήσεις ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες.
Οι μεσήλικες άνεργοι
Όπως σημειώνεται, η ποσοτικά και ποιοτικά μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ του 2007 και του κρισιακού πλέον 2011 κ.ο.κ, είναι η ανάδυση των μεσήλικων άνεργων, επικεφαλής των νοικοκυριών τους, ως ομάδα που διατηρεί προνομιακές σχέσεις με την ανεργία. Είναι κυρίως μεσήλικοι (35-59), άντρες (61%), και άνεργοι, το 50% από αυτούς παραπάνω από 12 μήνες. Με μέσο όρο 17 ετών εργασιακή εμπειρία, είναι άτομα που σχεδόν στο σύνολό τους έχουν χάσει τη δουλειά τους. Έγγαμοι με παιδιά, το 44% ανήκει στον εισοδηματικό πάτο και αντιμετωπίζουν τον υψηλότερο κίνδυνο φτωχοποίησης. «Είναι αξιοσημείωτο», σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, πως μόνο το ένα πέμπτο εξ αυτών λαμβάνει κάποιο επίδομα και ένα μικρό ποσοστό λαμβάνει επίδομα τέκνων. Στα μισά από αυτά τα νοικοκυριά δεν υπάρχει κανένας εργαζόμενος ενήλικας. Μαζί με τους υψηλά μορφωμένους νέους συγκροτούν το 80% της ανεργίας.
Ειλικρίνεια…
Όπως τονίζει η έκθεση, ως αποτέλεσμα της κρίσης, οι δείκτες απασχόλησης επίσης, πήραν την κατιούσα. Από την κορυφή του 61,9% το 2008, βρεθήκαμε στο 49,3%, χωρίς ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις όσον αφορά το μορφωτικό επίπεδο.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου και πριν από την κρίση η ανεργία και το ποσοστό του μη οικονομικά ενεργού πληθυσμού βρισκόταν παραπάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η κρίση χειροτέρεψε την κατάσταση, μια και ένα διαρκώς και πιο μορφωμένο εργατικό δυναμικό δεν έχει πού να απασχοληθεί. Μεγάλο ποσοστό των ανέργων δεν ψάχνει πλέον ενεργά για δουλειά, λόγω έλλειψης ευκαιριών. Λόγω της αυξημένης ανεργίας, σύμφωνα με την έκθεση, επηρεάζεται η διάρθρωση του ελληνικού νοικοκυριού και γενικότερα η ελληνική κοινωνία. Ενώ η ανάδυση των μεσήλικων οικογενειαρχών, ως κύρια ομάδα ανέργων στο χείλος της φτώχειας, πρέπει να φέρει τους ιθύνοντες προ των ευθυνών τους.
Μπορούν όλα τα παραπάνω να αντιμετωπιστούν μόνο με όποια πολιτική αναδιανομής ή χρειάζεται και μια ουσιαστική κατάστρωση μιας στοιχειώδους έστω, παραγωγικής ανασυγκρότησης; Όπως σημειώνει, ειλικρινώς, η Παγκόσμια Τράπεζα, λόγω «των δημοσιονομικών περιορισμών» πολλά από τα κυρίως επιδοματικά μέτρα υποστήριξης που εξαγγέλθηκαν από την κυβέρνηση, κινούνται στη σφαίρα της «αυτοβοήθειας».
Αυτοί έχουν την ειλικρίνεια που χρειάζεται στην αποτίμηση των πολιτικών τους. Εμείς;