του Θανάση Μουσόπουλου*

Αφετηρία για τους «Δύο Αιώνες Νεοελληνικού Λόγου» θεωρούμε τον Διονύσιο Σολωμό και τον Ανδρέα Κάλβο. Στον Διονύσιο Σολωμό έχουμε αφιερώσει στον Δρόμο της Αριστεράς δύο κείμενά μας, με τίτλο «Διονύσιος Σολωμός από το χθες στο αύριο» (στις 16 και 20 Φεβρουαρίου 2022).

Στη νέα σειρά επιδιώκουμε να δείξουμε τη δημιουργική βούληση των λογοτεχνών. Ένα συνοπτικό εργοβιογραφικό σημείωμα θα προηγείται της ανθολόγησης.

***

Ο Διονύσιος Σολωμός (Ζάκυνθος 1798 − Κέρκυρα, 1857) γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, ως εξώγαμος καρπός του πλούσιου γέρου πατέρα του και της δεκαεξάχρονης υπηρέτριας μητέρας του. Νομιμοποιείται λίγο πριν τον θάνατο του πατέρα του και μεγαλώνει σαν πλούσιο αρχοντόπουλο. Σε ηλικία 10 χρόνων πάει στην Ιταλία για σπουδές – Λύκειο και Νομικά.

Το 1818 επιστέφει στη Ζάκυνθο, αφού έχει γράψει σημαντικά ποιήματα στην ιταλική γλώσσα. Τα ελληνικά τα έχει ξεχάσει. Το ξέσπασμα του 1821 συγκλονίζει το Σολωμό. Το 1824 στο «Διάλογό» του θα πει: «μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα ;»

Το 1823 γράφει τον «Ύμνο εις την ελευθερίαν», που μεταφράστηκε σε ξένες γλώσσες, ενισχύοντας το κίνημα το φιλελληνισμού. Ακολουθούν και άλλα έργα. Το 1828 αφήνει το επαρχιακό περιβάλλον της Ζακύνθου και πάει να εγκατασταθεί στην Κέρκυρα, ζητώντας απομόνωση και περισυλλογή. Το 1833 είναι μια κρίσιμη καμπή, με μια σειρά δίκες για οικογενειακά περιουσιακά θέματα. Την περίοδο αυτή έχουμε τα έργα «Κρητικός» και «Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», και στα τελευταία χρόνια τον «Πόρφυρα». Στα τέλη της ζωής του ήταν άρρωστος και το είχε ρίξει στο πιοτό. Πεθαίνει το Φεβρουάριο του 1857, σε ηλικία μόλις 59 χρονών.

Οι σύγχρονοί του ήξεραν μόνο τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» για τον οποίο τον θεώρησαν «εθνικό ποιητή». Τα περισσότερα από τα έργα του διασώθηκαν αποσπασματικά.

Ο μαθητής του Σολωμού Ιάκωβος Πολυλάς εξέδωσε (στα 1859) τα «Ευρισκόμενα» έργα του, ενώ στα μέσα το 20ού αιώνα ο Λίνος Πολίτης παρουσίασε τα «Άπαντα» του.

Ο Σολωμός όταν επέστρεψε στην Ελλάδα δεν ήξερε πολλά Ελληνικά, ο Σπυρίδων Τρικούπης τον παρότρυνε να γράφει στη γλώσσα του λαού. Το λογοτεχνικό θαύμα του Σολωμού οφείλεται στο ότι τα ελληνικά δεν τα έμαθε στο σχολείο αλλά από τον απλό λαό.

Ο Μario Vitti, «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» (στην έκδοση του 2008) γράφει ανάμεσα στα άλλα: «Στην υπέρτατη θυσία του Μεσολογγίου και στο ακατάλυτο σύμβολό της ο Σολωμός θα προβάλλει τα ηθικά του ιδεώδη», αυτά που ονομάζει «Μεγάλες Ουσίες» «χρησιμοποιώντας ένα όρο του διαφωτισμού, αλλά περιβεβλημένο με τις νέες αξίες του ρομαντισμού. Το Μεσολόγγι είναι ο προμαχώνας των “Μεγάλων Ουσιών” και το κριτήριο για να αξιολογηθεί το ήθος του ανθρώπου» και καταλήγει την ανάλυσή του: «Ο φιλόδοξος στόχος του Σολωμού είναι μια ποίηση με τις ρίζες της στην κοινωνία και στη γλώσσα την οποία αυτή η ίδια η κοινωνία δημιούργησε».

Από τις 158 στροφές του Ύμνου εις την Ελευθερίαν (γραμμένος το 1823, δημοσιευμένος το 1825) συνήθως ξέρουμε τις δύο στροφές που αποτελούν το εθνικό μας ύμνο. Πλούσιο και ποικίλο το περιεχόμενό του, παραθέτουμε τρία παραδείγματα:

51 – Τόσα πέφτουνε τὰ θέρι-
σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς·
σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη
ἐσκεπάζοντο ἀπ’ αὐτούς.

83 – Στὴ σκιὰ χεροπιασμένες,
στὴ σκιὰ βλέπω κι ἐγὼ
κρινοδάχτυλες παρθένες
ὀποῦ κάνουνε χορό.

85 – Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει
πὼς ὁ κόρφος καθεμιᾶς
γλυκοβύζαστο ἐτοιμάζει
γάλα ἀνδρείας κι ἐλευθεριᾶς.

***

«Η δεκαετία μετά τον Ύμνο (1823 – 1833)», όπως σημειώνει ο Λίνος Πολίτης, «είναι μια δεκαετία γόνιμη και δημιουργική». Ο Σολωμός σιγά-σιγά ξεπερνά το στάδιο του εύκολου αυτοσχεδιασμού και «υποτάζει τη φαντασία και το πάθος, με καιρό και με κόπο, εις το νόημα της τέχνης».

Στη δεκαετία 1824 – 34 δουλεύει το ποίημα «Ο Λάμπρος», ένα απόσπασμα που δείχνει την εξέλιξή του:

Ἡ Ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς

Καθαρότατον ἥλιο ἐπρομηνοῦσε
τῆς αὐγῆς τὸ δροσάτο ὕστερο ἀστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δὲν ἀπερνοῦσε
τ’ οὐρανοῦ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ μέρη·
καὶ ἀπὸ κεῖ κινημένο αργοφυσοῦσε
τόσο γλυκὸ στὸ πρόσωπο τ’ ἀέρι,
ποὺ λὲς καὶ λέει μὲς στῆς καρδιᾶς τὰ φύλλα
«Γλυκειὰ ἡ ζωὴ κι ὁ θάνατος μαυρίλα».

Την περίοδο αυτή έχουμε και τα δύο σημαντικά του πεζά, που υποστηρίζουν τη λαϊκή γλώσσα:

Ο «Διάλογος»

«ΠΟΙΗΤΗΣ: (Κυττάζοντας κατὰ τὸ Μοριᾶ). Ὁ ἥλιος ἔχει συναγμένες τὲς ὑστερινές του ἀχτίνες ἐκεῖ.
ΦΙΛΟΣ: Θυμήσου τὰ λόγια τῆς Θείας Γραφῆς· νὰ μὴ σ᾿ εὕρῃ θυμωμένον ὁ ἥλιος ὁποῦ πέφτει.
ΠΟΙΗΤΗΣ: Ἁγιώτατα λόγια! καὶ προσπαθῶ, στὴ ζωή μου, νὰ τὰ θυμοῦμαι, ὅσον δυνατὸν περισσότερο· ἀλλὰ κάθε φορά, ῾ποὺ φιλονεικήσω μὲ τοὺς Σοφολογιώτατους, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νὰ τυφλώσουν τὸ γένος, τέτοια λόγια μοῦ βγαίνουν ὁλότελα ἀπὸ τὸ νοῦ».

Η «Γυναίκα της Ζάκυθος»

«Και εσυνέβηκε αυτές τες ημέρες οπού οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μισολόγγι, και συχνά ολημερνίς και κάποτε οληνυχτίς έτρεμε η Ζάκυθο από το κανόνισμα το πολύ.
Και κάποιες γυναίκες Μισολογγίτισσες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τ’ αδέλφια τους που επολεμούσανε.
Στην αρχή εντρεπόντανε νά ‘βγουνε και επροσμένανε το σκοτάδι για ν’ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες.
Και είχανε δούλους και είχανε σε πολλές πεδιάδες και γίδια και πρόβατα και βόιδα πολλά».

***

Ακολουθούν τρία μεγάλα έργα, που πιστοποιούν την ωριμότητα του Σολωμού.

Ο «Κρητικός» (1833-34) διακρίνεται για «εσωτερική ενότητα και συνοχή» (Λ. Πολίτης). Ο Κρητικός, ναυαγός που διηγείται τι του συνέβη στη θάλασσα, καθώς προσπαθούσε να σώσει την αρραβωνιαστικά του:

«Ὅμως ἐξεχειλίσανε τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου·
Τ’ ἀδέλφια μου τά δυνατά οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ’ ἀδράξαν,
Τήν ἀδελφή μου ἀτίμησαν κι ἀμέσως τήν ἐσφάξαν,
Τόν γέροντα τόν κύρην μου ἐκάψανε τό βράδι,
Καί τήν αὐγή μοῦ ρίξανε τή μάνα στό πηγάδι».

Το έργο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» αναφέρεται στο Μεσολόγγι, σώζεται σε τρία σχεδιάσματα. Σημαντικότερο το δεύτερο (1834 – 44) και το τρίτο (1844 και μετά):

«O Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
………………………………………………………………………….
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
π’ ολονυχτίς εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη».

Ο «Πόρφυρας» (1849) από τα πιο ώριμα και υψηλά της τελευταίας περιόδου, αναφέρεται σε έναν Άγγλο στρατιώτη που κατασπάραξε ένα σκυλόψαρο (πόρφυρας) στην Κέρκυρα:

«Φύση, χαμόγελ’ άστραψες κι εγίνηκες δική του∙
Ελπίδα, τόδεσες το νου μ’ όλα τα μάγια πόχεις∙
Νιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης.
Γύρου κοιτά να τον ιδεί…….
Κοντά ‘ναι κει στον νιον ομπρός ο τίγρης του πελάγου.
Κι αλιά! μακριά ‘ναι το σπαθί, μακριά ‘ναι το τουφέκι!»

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!