Καμία όρεξη δεν έχει το πολιτικό σύστημα για συμμετοχικά παίγνια ή άλλους πολιτειακούς πειραματισμούς· ακόμα κι αν είναι …για πλάκα! Ο «λαϊκισμός» καραδοκεί και δεν είναι ώρα για τέτοια… Αυτό είναι το κεντρικό συμπέρασμα απ’ όσα είπε ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και σημαίνων συνταγματολόγος, Προκόπης Παυλόπουλος, στο Συνέδριο με τίτλο «Προεδρική Δημοκρατία versus Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας» που διεξήχθη την περασμένη Τρίτη 16 Οκτωβρίου στην Κύπρο με συνδιοργανωτές την Κυπριακή και την Ελληνική Βουλή.
Εκ πρώτης όψεως η ομιλία του Πρ. Παυλόπουλου ήταν μια ψύχραιμη και ακαδημαϊκώς ορθή ανάλυση των διαφορών ανάμεσα σε άμεση και αντιπροσωπευτική δημοκρατία, καθώς και μεταξύ προεδρευομένης και προεδρικής. Όλοι όμως κατάλαβαν πως αυτό που κυρίως τον ενδιέφερε ήταν να εκφράσει τη διαφωνία του προς το σχέδιο συνταγματικής αναθεώρησης που είχε παρουσιάσει ο Αλ. Τσίπρας τον Ιούλιο 2016 στο περιστύλιο της Ελληνικής Βουλής. (Βλ. ομιλία και video στην ιστοσελίδα neosyntagma.net «O Αλ. Τσίπρας για τη Συνταγματική αναθεώρηση» 25/7/2016, και ανάλυση στο άρθρο μου «Συνταγματική αναθεώρηση για όλα τα γούστα», Δρόμος, φ. 322, 30/7/2016).
Ο Πρ. Παυλόπουλος επικέντρωσε τις αντιρρήσεις του σε δύο από τις ιδέες αυτού του σχεδίου: α) τα δημοψηφίσματα με πρωτοβουλία πολιτών, και β) τις αλλαγές στο θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας, με ενδεχόμενη εκλογή του απ’ ευθείας από τον λαό σε περίπτωση που αποβεί άκαρπη η εκλογή του διά του κοινοβουλίου, και με «λελογισμένη αύξηση των αρμοδιοτήτων του». Τα δημοψηφίσματα, είπε ο Πρ. Παυλόπουλος, εγκυμονούν «συγκεκριμένους κινδύνους για τους κρατικούς θεσμούς και το κοινωνικό σύνολο» και τροφοδοτούν «ρεύματα υφέρποντος λαϊκισμού». Και στη συνέχεια προσέθεσε πως θα ήταν προτιμότερο «να μην υιοθετηθεί η ιδέα της απευθείας από τον Λαό εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, και μάλιστα με ιδιαιτέρως ενισχυμένες αρμοδιότητες», διότι κάτι τέτοιο «θα κατέληγε, οιονεί νομοτελειακώς, σε ένα είδος θεσμικής και πολιτικής δυαρχίας στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας».
Πρέπει εδώ να αναφερθεί πως και οι δύο αυτές ιδέες –όχι βέβαια στην απονευρωμένη και παραπλανητική εκδοχή που τις υιοθέτησε η επιτροπή του Αλ. Τσίπρα– είχαν υποστηριχθεί από ομάδες και κινήσεις πολιτών μετά τις Πλατείες του 2011 σαν κεντρικά ζητούμενα για ένα Νέο Σύνταγμα που θα εξέφραζε τη στροφή της χώρας προς την ουσιαστικοποίηση της δημοκρατίας και της λαϊκής συμμετοχής. Υποστηρίχθηκε σε κινηματικό επίπεδο η ιδέα για δημοψηφίσματα με λαϊκή πρωτοβουλία (με υπογραφές 50 ή 100 χιλιάδων πολιτών, και όχι με 500 χιλιάδες ή 1 εκατομμύριο, που λέει η επιτροπή του Τσίπρα, ακυρώνοντας στην ουσία τον θεσμό). Και διατυπώθηκε επίσης η ιδέα της ριζικής διάκρισης των εξουσιών με μετατροπή του πολιτεύματος σε αμιγή Προεδρική Δημοκρατία (κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που υιοθέτησε η συνταγματική επιτροπή Τσίπρα για ενίσχυση του προεδρικού θεσμού στο πλαίσιο του ισχύοντος κοινοβουλευτικού συστήματος).
Και οι δύο αυτές ιδέες (Δημοψηφίσματα και Προεδρική Δημοκρατία) είχαν τότε υποστεί κριτική από αριστερή και δημοκρατική σκοπιά, είτε ως ανούσιες, είτε ακόμα και ως επικίνδυνες. Είχε, για παράδειγμα, λεχθεί πως τα δημοψηφίσματα είναι ένας τρόπος να υφαρπάζεται η λαϊκή συγκατάνευση μέσα από τα απλουστευτικά διλήματα Ναι-Όχι που τίθενται «εκ των άνω». Και υπ’ αυτή την έννοια θα μπορούσαν να θεωρηθούν ολιγαρχικός θεσμός. Και σαν ολιγαρχική είχε επίσης χαρακτηριστεί η ιδέα του προεδρικού συστήματος, επειδή μεταθέτει (υποτίθεται) την εξουσία σε έναν, ενώ το κοινοβουλευτικό σύστημα τη μοιράζει (υποτίθεται) σε πολλούς.
Ας μη μπούμε τώρα σ’ αυτή τη συζήτηση, που έτσι κι αλλιώς δεν έχει το νόημα που είχε το 2011-15, τότε που υπήρχε ακόμα η ελπίδα ότι θα ξεφεύγαμε από τον μονόδρομο των μνημονίων και της αποικίας χρέους. Αξίζει παρ’ όλα αυτά να σημειωθεί –και μας το θύμισε ο Πρ. Παυλόπουλος με την ομιλία του– πως όσο το φάσμα του «λαϊκισμού» απλώνεται πάνω από τις κεντρικές χώρες του δυτικού κόσμου, τόσο τα ζητήματα αυτά που αφορούν την αρχιτεκτονική των συγχρόνων δημοκρατιών τίθενται και ξανατίθενται, προβληματίζοντας τις κυβερνώσες ελίτ. Διότι είναι ακριβώς εκεί που φάνηκε ότι μπορεί το σύστημα να ξεφύγει από τον έλεγχό τους· είτε όταν ερωτάται απ’ ευθείας ο λαός (δημοψηφίσματα), είτε όταν υποχρεούνται να συμφωνήσουν σε κάτι κατάφορα καταστροφικό και αντιλαϊκό περισσότεροι του ενός πόλοι εξουσίας (π.χ. Προεδρική Δημοκρατία).
Αυτό που μας θύμισε ο Πρ. Παυλόπουλος με την ομιλία του είναι πως όσο το φάσμα του «λαϊκισμού» απλώνεται πάνω από τις κεντρικές χώρες του δυτικού κόσμου, τόσο τα ζητήματα αυτά που αφορούν την αρχιτεκτονική των συγχρόνων δημοκρατιών τίθενται και ξανατίθενται, προβληματίζοντας τις κυβερνώσες ελίτ
Το θέμα με τα δημοψηφίσματα είναι λίγο ως πολύ γνωστό. Και είναι γνωστή η απέχθεια εδώ και χρόνια βασικών στελεχών του πολιτικού συστήματος στο να δίνεται ο λόγος στην αδαή «πλέμπα» (Μπακογιάννη, Βενιζέλος κ.ά.). Δεν παραλείπουν άλλωστε να μας το ξαναθυμίσουν με κάθε ευκαιρία, όπως έκαναν με το Brexit, την Ιταλία και την Καταλωνία. Όμως ανάλογο είναι και το θέμα της Προεδρικής Δημοκρατίας ή του ρόλου που μπορεί να παίξει ένας ισχυρός και ανεξάρτητος Πρόεδρος. Εμείς μπορεί να μην το θυμόμαστε, αλλά οι τεχνικοί του συστήματος θυμούνται πολύ καλά ότι στην κρίση της Ισλανδίας (2008-2011) την υπόθεση την τίναξε στον αέρα ο κατά τα άλλα συντηρητικότατος Πρόεδρος της Δημοκρατίας τους, που αρνήθηκε να προσυπογράψει τα εκεί μνημόνια, και προκάλεσε πολιτική κρίση απευθυνόμενος στον λαό. Ή κάτι στο οποίο επίσης δεν έχουμε δώσει σημασία. Ότι οι Λατινικές Δημοκρατίες που επιμένουν στην κόντρα τους με την παγκόσμια ολιγαρχική ελίτ, έχουν προεδρικά συστήματα, και ότι για τις ειδικότερες θεσμικές πλευρές του πολιτικού τους συστήματος (ρόλος των επιμέρους εξουσιών, δικλείδες ελέγχου κ.λπ.) έχουν δοθεί και δίνονται διαρκώς σκληρές μάχες, με αλλεπάλληλες συνταγματικές αναθεωρήσεις.
Αυτά είχε προφανώς κατά νου ο Πρ. Παυλόπουλος όταν έλεγε στο ακροατήριό του πως η ενίσχυση του Προέδρου Δημοκρατίας «θα οδηγούσε, ενδεχομένως, σε μια συνταγματικώς προβληματική στροφή του Πολιτεύματος προς την κατεύθυνση της Προεδρικής Δημοκρατίας» και πως η λήψη αποφάσεων απευθείας από τον λαό, ιδίως «μέσα σε συνθήκες κρίσης και επείγοντος… αγγίζει τα όρια της ουτοπίας και, ακόμη περισσότερο, της υποδόριας επικινδυνότητας ως προς την εξυπηρέτηση του εθνικού και του δημόσιου συμφέροντος».
Η συνταγματική αναθεώρηση ante portas
Τη συνταγματική αναθεώρηση δεν τη θυμήθηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας χωρίς λόγο. Την επανέφερε πρόσφατα στην επικαιρότητα ο Αλ. Τσίπρας, θεωρώντας τη μάλιστα βασική του πολιτική επιδίωξη. Το είπε αρχές Σεπτεμβρίου στην ομιλία του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, το υπογράμμισε στις μετέπειτα επαφές του με τον Αρχιεπίσκοπο (με τον οποίο προφανώς συζήτησαν τη συνταγματική θέση της Εκκλησίας), και το τόνισε ιδιαίτερα στην τελευταία συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ. Και θα αποτελέσει, απ’ ό,τι λέγεται, κεντρικό θέμα στην επόμενη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας, ώστε τέλη Οκτωβρίου να υπάρχει συμφωνία στην Κοινοβουλευτική Ομάδα και αρχές Νοεμβρίου να ξεκινήσει η κοινοβουλευτική διαδικασία. Προφανώς το επιτελείο του Αλ. Τσίπρα τη βλέπει σαν ένα από τα πεδία ιδεολογικής σύγκλισης με την ευρύτερη κεντροαριστερά, και σαν έναν από τους άξονες αντιπαράθεσης στην πόλωση που επιδιώκει με τη Ν.Δ. και μερίδα του πολιτικού συστήματος.