Από τους κορυφαίους τζαζ πιανίστες και ενορχηστρωτές της ελληνικής τζαζ, ο Δημήτρης Καλαντζής (απλή συνωνυμία με την γράφουσα) έχει δημιουργήσει σπουδαίο έργο, με μια δισκογραφία που συνδυάζει τη τζαζ με τους πρωτεργάτες της ελληνικής μουσικής, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις. Μάλιστα, η δουλειά του «Mano’s – A Jazz Tribute to Manos Hadjidakis» (2011) έχει βραβευτεί με πλατινένιο δίσκο.
Με αφορμή τη συναυλία με τίτλο «noir», στο θρυλικό Half Note Jazz Club, που έδωσε στις 26/3/2025 με το κουαρτέτο του (Δημήτρης Καλαντζής πιάνο/ενορχηστρώσεις, Ανδρέας Πολυζωγόπουλος τρομπέτα, Γιώργος Γεωργιάδης μπάσο, Αλέξανδρος-Δράκος Κτιστάκης τύμπανα), όπου έπαιξαν αναγνωρίσιμα τζαζ κομμάτια από διάσημα φιλμ νουάρ, τον πλησιάσαμε για να μιλήσουμε γύρω από τη τζαζ στο σινεμά και όχι μόνο.
Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με τζαζ κομμάτια από φιλμ νουάρ;
Η παλαιότερη σύναψη της τζαζ με τα νουάρ φιλμ του ’40 -’50, τότε που η αμερικάνικη τζαζ ήταν ουσιαστικά η κυρίαρχη τάση στην παγκόσμια μουσική παραγωγή, με οδήγησε σε αυτό το σχέδιο, ακόμα και αν η μουσική των νέο-νουάρ δεν είναι απαραίτητα τζαζ και φυσικά εξυπακούεται ότι μου άρεσαν πολύ και οι νουάρ ταινίες.
Στη συναυλία ακούσαμε δικές σας ανασυνθέσεις αυθεντικών κομματιών διάσημων συνθετών. Με ποιο τρόπο τις προσαρμόσατε σε τζαζ;
Αυτές τις αυθεντικές μουσικές τις ακούσατε παιγμένες με τζαζ τρόπο. Πώς όμως παίζω με τζαζ τρόπο μια μουσική; Παίζω το θέμα της, μπορεί ίσως να κάνω κάποια παρέμβαση εκεί, αλλά δεν είναι τόσο σημαντικό αυτό, όσο το ότι πάνω σε αυτό το θέμα αυτοσχεδιάζω, σε μια διαδραστική διαδικασία μεταξύ όλων των μουσικών που συμμετέχουν, από την αρχή μέχρι το τέλος. Η διαδικασία της τζαζ είναι πάντα αυτή, δεν είναι η σύνθεση κυρίαρχη, αλλά ο αυτοσχεδιασμός, είτε αφορά ένα θέμα από νουάρ, είτε ένα θέμα από Χατζιδάκι ή Θεοδωράκη.
Μπορείτε να αναφερθείτε συγκεκριμένα στους συνθέτες που επιλέξατε;
Αναζητώντας τις μουσικές, είδα ταινίες και άκουσα πολλά θέματα νουάρ, διαλέγοντας αυτά που κυρίως μου αρέσανε και εξυπηρετούσαν το πρόγραμμά μας. Παίξαμε τη μουσική του Νίνο Ρότα για τον «Νονό», του Μπέρμαν Χέρμαν από τον «Ταξιτζή», του Τζέρι Γκόλντσμιθ από το «Τσάινατάουν», τη μουσική για την «Υπόθεση Τόμας Κράουν», του Μισέλ Λεγκράν, με τον οποίο έχω ασχοληθεί και παλιότερα, δηλαδή όλους αυτούς τους εξαιρετικούς πολυβραβευμένους συνθέτες, με διάσημα μουσικά θέματα, σε ταινίες που όλοι έχουμε δει. Προσπάθησα να δημιουργήσω μια ισόποση σχέση και με παλιότερα θέματα από την «Καζαμπλάνκα» και το «Λεωφορείο ο πόθος», αλλά αυτό που για μένα είχε την πιο βαρύνουσα σημασία είναι η παρουσία του Μάιλς Ντέιβις στο «Ασανσέρ για δολοφόνους», όπου συμβαίνει μια πολύ ουσιαστική διαφορά. Ενώ υπήρχαν ακριβοπληρωμένοι μεγάλοι συνθέτες και καλές ορχήστρες το ’50, ο Μάιλς πήρε ένα κομμάτι που έπαιζε εκείνη την εποχή, πήγε στο στούντιο με κάποιους Γάλλους μουσικούς, έβλεπε την ταινία και απλώς αυτοσχεδίαζε. Στη μουσική του δεν υπάρχει θέμα, κατευθείαν αυτοσχεδιάζουνε, δηλαδή η τζαζ γυμνή. Και αποδείχτηκε η πιο ατμοσφαιρική μουσική για μια νουάρ ταινία. Ο αυτοσχεδιασμός του Μάιλς ήταν ότι πήρε μια αρμονική φόρμα από κάποιο κομμάτι και τίποτα άλλο. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ σύνθεσης και τζαζ αυτοσχεδιασμού και νίκησε η τζαζ γυμνή, καινοτομία του Μάιλς στην κινηματογραφική μουσική. Στην αυτοβιογραφία του έγραφε πως μισούσε το προφίλ του Μπάρμπα-Θωμά, που είχε υιοθετήσει ο μεγάλος Λούις Άρμοστρονγκ, ο οποίος κυριολεκτικά έφτιαξε την τζαζ, ωστόσο ο Μάιλς δεν έχασε ούτε μία συναυλία του.

Κάποια στιγμή στο «As time goes by» από την «Καζαμπλάνκα», αναγνώρισα μερικές νότες απ’ «Τα παιδιά του Πειραιά» του Χατζιδάκι, ήταν προσχεδιασμένο;
Όχι, δεν ήταν προσχεδιασμένο, ήταν έμπνευση του τρομπετίστα, γιατί αυτό ακριβώς είναι ο τζαζ αυτοσχεδιασμός επί σκηνής. Με το που αρχίζει ένας μουσικός να αυτοσχεδιάζει, γεννιέται μια ολόκληρη ιστορία που διαρκεί, η οποία κάθε φορά θα είναι διαφορετική. Όταν εκτελείται από διαφορετικούς μουσικούς θα προκύψει κάτι άλλο. Το θέμα είναι μια ευκαιρία για να εκτυλιχθεί το άλλο έργο, που αφορά τον διαδραστικό αυτοσχεδιασμό μεταξύ των μουσικών.
Ανάμεσα στα κομμάτια κάνατε σημαντικά σχόλια και αναφερθήκατε στην απουσία πλέον της μουσικής από το σινεμά. Δηλαδή;
Δεν βγαίνουμε πλέον από μια ταινία, τραγουδώντας το θέμα της, ενώ παλιότερα ακόμα και στις τηλεοπτικές σειρές περιμέναμε να ακούσουμε τη μουσική πρώτα, για να μας βάλει μέσα στην ιστορία. Στις σύγχρονες ταινίες συχνά υπερισχύει ο σχεδιασμός ήχου από τη μουσική. Θυμάμαι παλιότερα, βλέποντας το «Κάποτε στην Αμερική», έβγαινες από το σινεμά και τραγούδαγες τη μουσική του Μορικόνε, ένα τόσο απλό θέμα που είχε παίξει ο Ζαμφίρ με τον αυλό του, το οποίο όμως το τραγουδάμε για χρόνια. Επιλέγεται πλέον να μην μας απασχολεί η μουσική, ώστε να θυμόμαστε την εικόνα. Νομίζω ότι αυτό σχετίζεται περισσότερο με την κυριαρχία της εικόνας σήμερα, και μάλιστα στη γρήγορη εναλλαγή, σε σκρόλ εκδοχή. Ίσως είναι και μια μονομανία των σκηνοθετών να κυριαρχήσουν στη δημιουργία, συγκριτικά και με τη φιλοσοφία της εποχής, που θέτει ως ζήτημα τον απόλυτο έλεγχο.
Έχετε ξεκινήσει με κλασικές σπουδές πιάνου, πότε και πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη τζαζ;
Μετά τα 18, κοντά στα 20, τότε ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα τη τζαζ. Είχα «ανήσυχους» φίλους που παίζαμε μαζί ροκ και αυτοί μου σύστησαν και άλλες μουσικές. Μέσα από αυτή τη διαδικασία και σε μια ηλικία που αλλάζεις πολλά, μόλις άκουσα τζαζ, με ταρακούνησε και την ερωτεύτηκα. Με είχε ενθουσιάσει το σάουντρακ της ταινίας «Μπέρντ», του Κλιντ Ίστγουντ, για τη ζωή του Τσάρλι Πάρκερ και το σάουντρακ του «Round midnight», με τη μουσική του Χέρμπι Χάνκοκ.
Έχετε διδάξει στο Μουσικό Γυμνάσιο Πειραιά και στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Η τζαζ έχει πλέον μεγάλη άνθηση στην Ελλάδα, κυρίως επειδή άνθρωποι σαν κι εσάς ανέλαβαν να γαλουχήσουν νέους μουσικούς. Ποια είναι η γνώμη σας;
Πολύ περισσότερα παιδιά στρέφονται πλέον στη τζαζ και γίνονται πολύ πιο καταρτισμένοι μουσικοί. Δυστυχώς δεν υπάρχει αντίστοιχο οικονομικό αντίκρισμα, ούτε χώροι για να παίξουν, ωστόσο είναι από όλες τις απόψεις πολύ καλύτερα από πριν.
Η συναυλία έκλεισε με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη από την ταινία «Ζ» του Γαβρά, με μια τζαζ διασκευή για το «Γελαστό Παιδί». Στο cd που έχετε κυκλοφορήσει, συσχετίζετε τον Κολτρέιν με τη μουσική του Θεοδωράκη. Πώς το εννοείτε;
Για το «Γελαστό Παιδί» αναδιασκευάσαμε τη διασκευή του ίδιου του Μίκη. Βασισμένη στη βυζαντινή παράδοση η μουσική του Θεοδωράκη έχει καθαρά ελληνικό χαρακτήρα. Τον είχα συναντήσει από κοντά και μου είχε μιλήσει για τις μουσικές ρίζες του, που βρίσκονται μέσα στην εκκλησία. Για να βρει κανείς σύναψη με την τζαζ, θα πρέπει να αναζητήσει σημεία επαφής με τον βυζαντινογενή χαρακτήρα της μουσικής του, τους ισοκράτες, την πνευματικότητα και την κατανυκτική ατμόσφαιρα, μεταξύ υποβλητικού και επιβλητικού, αντίστοιχα δηλαδή χαρακτηριστικά που συναντούμε και στην υπερβατική μουσική του Κολτρέιν.
Μιλήστε μας για τη συναυλία που ετοιμάζετε το Σάββατο 12/4 στον «Παρνασσό», με κομμάτια του Θεοδωράκη σε τζαζ εκδοχή
Για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη, θα παίξουμε το Σάββατο του Λαζάρου γνωστά κομμάτια του, με έναν απολύτως τζαζ τρόπο, σύμφωνα με το πώς αντιλαμβάνομαι τη τζαζ του Κολτρέιν. Είμαστε πράγματα που είμαστε και πράγματα που ερωτευόμαστε. Η ελληνική μουσική, ο Θεοδωράκης, τα λαϊκά, ο Χατζιδάκις είναι πράγματα που είμαι, η τζαζ είναι ένα πράγμα που ερωτεύτηκα και κάπως αυτά τα έκανα ένα στη ζωή μου.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου,
ifigenia.kalantzi@gmail.com
INFO
Η συναυλία του Δημήτρη Καλαντζή «Modes & Moods», θα διεξαχθεί Σάββατο 12/4/2025, στις 21:00, στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», με το Κουιντέτο του (Δημήτρης Καλαντζής πιάνο/ενορχηστρώσεις, Τάκης Πατερέλης σαξόφωνο, Δημήτρης Παπαδόπουλος τρομπέτα, Αλέξανδρος-Δράκος Κτιστάκης τύμπανα, Γιώργος Γεωργιάδης μπάσο).