του Κωνσταντίνου Λαμπράκη*
Στην ελληνική ιστοριογραφία, δεν υπάρχουν πλέον πολλά σκοτεινά σημεία για την περίοδο από την Απελευθέρωση, το 1944, μέχρι και το τέλος του ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου, το 1949. Η περίοδος έχει ερευνηθεί πολύπλευρα, έχουν εκδοθεί πολλές αξιόλογες μελέτες και έχουν διεξαχθεί αρκετά συνέδρια ιστορίας γι’ αυτήν, όπως θα διαπιστώσει όποιος ανατρέξει στην σχετική βιβλιογραφία. Τέλος, αποτελεί και μια από τις «αγαπημένες» περιόδους από όπου αντλούνται υποθέσεις εργασίας μεταπτυχιακών και διδακτορικών φοιτητών Ιστορίας.
Με αυτά ως δεδομένα, μπορούμε να υποστηρίξουμε για την ένοπλη σύγκρουση στην Αθήνα, τον Δεκέμβρη του 1944, ότι έχει επαρκώς φωτιστεί. Συνεπώς, έχουμε την δυνατότητα να διατυπώσουμε μια σειρά προτάσεων που αποτελούν κοινό τόπο πλέον για τους μελετητές της περιόδου. Με την προϋπόθεση βέβαια πως λαμβάνουμε υπόψη την αλληλουχία των ιστορικών γεγονότων και την επιστημονική τεκμηρίωση και αποστασιοποιούμαστε από την εμφυλιοπολεμική ανάγνωση της ιστορίας, η όποια έχει επανεμφανιστεί στην δημόσια ιστορία με προφανείς ιδεολογικές και πολιτικές σκοπιμότητες.
Προσχηματικές και σχηματικές αναγνώσεις
Η επανεμφάνιση της εμφυλιοπολεμικής ανάγνωσης της ιστορίας, έχει να κάνει με την επιστροφή του αφηγήματος για την δεκαετία 1940-1949, όπως αυτό παρουσιαζόταν από τον επίσημο καθεστωτικό λόγο τουλάχιστον από την λήξη των Δεκεμβριανών συγκρούσεων μέχρι και την Δικτατορία. Σύμφωνα με την ανάγνωση αυτή, το ΚΚΕ ήταν ο κατεξοχήν «αντεθνικός οργανισμός», «όργανο ξένων επιδιώξεων», όπου με όχημα το ΕΑΜ και πρόσχημα την εθνική αντίσταση, είχε ως σκοπό την προετοιμασία των όρων για την βίαιη κατάληψη της εξουσίας κατά την Απελευθέρωση. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε πως με βάση αυτό το αφήγημα, δεν δικαιολογήθηκε μόνο ο ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος από την πλευρά των νικητών. Στο μετεμφυλιακό κράτος που συγκρότησαν οι νικητές, το θεώρημα της «συνεχιζόμενης κομμουνιστικής ανταρσίας» δικαιολογούσε διώξεις και διακρίσεις σε βάρος Ελλήνων πολιτών, την τρομοκράτηση μεγάλων κομματιών της ελληνικής κοινωνίας και την πολιτική περιθωριοποίηση της ελληνικής αριστεράς.
Στην επανάληψη στο σήμερα αυτού του ερμηνευτικού σχήματος, έχει συμβάλλει, μάλλον άθελα του, και ένα κομμάτι κόσμου που διάκειται με θετικά αισθήματα στο ΕΑΜικό υπόδειγμα. Αναφέρομαι σε αυτούς που είτε γοητευμένοι από την «θεαματικότητα» των ένοπλων συγκρούσεων είτε αντιλαμβανόμενοι με απλοϊκούς και σχηματικούς όρους την έννοια της «επανάστασης», δίνουν ελάχιστη σημασία στο να κατανοήσουν τα ζητούμενα και τις επιδιώξεις της στρατηγικής του ΚΚΕ και του ΕΑΜικού κινήματος κατά την Απελευθέρωση. Συνέπεια αυτών, οι κλιμακούμενες αναφορές σε «πηγάδα του Μελιγαλά» ή στον «τρίτο γύρο που θα είναι και ο τελικός», ακόμα και σε συνθηματολογία με αριστερού τύπου χαρακτηριστικά.
Ωστόσο, η στρατηγική του ΚΚΕ κατά την Απελευθέρωση προσέβλεπε στην ειρηνική διευθέτηση του ελληνικού πολιτικού προβλήματος, σε κοινοβουλευτικές μορφές εξουσίας και σε συνεργασία με τα δημοκρατικά και αντιφασιστικά κόμματα της χώρας. Τα βασικά αναλυτικά σχήματα της ακολουθούμενης στρατηγικής του ΚΚΕ, εκπορεύονταν από τις επεξεργασίες των πλατιών λαϊκών αντιφασιστικών και αντιδικτατορικών μετώπων, όπως προέκυψαν στο διεθνές αλλά και ελλαδικό κομμουνιστικό κίνημα, στα μέσα της δεκαετίας του ’30 Στα πλαίσια αυτά, ο βασικός προγραμματικός στόχος πάλης του ΚΚΕ δεν ήταν η βίαιη, εκ θεμελίων, ανατροπή του καπιταλισμού στην Ελλάδα και η μετάβαση προς ένα μοντέλο σοσιαλισμού, αλλά η πραγμάτωση του «λαϊκοδημοκρατικού» προγράμματος αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού, με στόχο την ανοικοδόμηση και την βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας, την δημοκρατική ολοκλήρωση των θεσμών, την δημοκρατική συνεργασία, την συνεργασία με τους συμμάχους (και την Βρετανία) και την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από αυτούς που συνεργάστηκαν με τις κατοχικές δυνάμεις. Σε αυτήν την κατεύθυνση κινούνταν και οι στόχοι πάλης του ΕΑΜ.
Οι βρετανικές στοχεύσεις
Στον αντίποδα της στρατηγικής του ΕΑΜικού κινήματος βρισκόταν αυτή των Βρετανών, του δεύτερου βασικού εμπλεκόμενου μέρους στην σύγκρουση των Δεκεμβριανών. Για τους Άγγλους, ήδη από την περίοδο του πολέμου, το ενδιαφέρον για την Ελλάδα σχετίζονταν με την ανάγκη αποκατάστασης της πολιτικής τους επιρροής στην χώρα, μετά την απελευθέρωση. Στα πλαίσια αυτά, προσέβλεπαν σε μια αστική βασιλευόμενη δημοκρατία, με ένα πολιτικό σύστημα πλήρως ελεγχόμενο από αυτούς. Η εμφάνιση του ΕΑΜικού κινήματος, η δυναμική και το πρόγραμμα του, έθεταν ανυπέρβλητες δυσκολίες σε αυτούς τους σχεδιασμούς.
Οι Άγγλοι, έχοντας αποσαφηνισμένο τον αντικειμενικό τους σκοπό, τον παραμερισμό με κάθε τρόπο του ΕΑΜ, ακολούθησαν μια ευέλικτη τακτική. Αποδέχτηκαν αρχικά την συμμετοχή του ΕΑΜ στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, με σκοπό την απόβαση βρετανικών δυνάμεων στην Αθήνα που θα πλαισίωναν την ελληνική κυβέρνηση. Εξασφαλίζοντας την παρουσία τους στην Αθήνα, προετοίμασαν το αντιΕΑΜικό στρατιωτικό μέτωπο, αξιοποιώντας ακόμα και τα Τάγματα Ασφάλειας. Όταν κάλυψαν το χαμένο έδαφος, συνέβαλλαν καθοριστικά στην αδιάλλακτη αντιμετώπιση των θέσεων του ΕΑΜ για την αποστράτευση των αντάρτικων δυνάμεων και την συγκρότηση του εθνικού στρατού, που οδήγησε στην παραίτηση των υπουργών του από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας, την 1η Δεκεμβρίου του 1944.
Το χτύπημα της Αστυνομίας κατά των διαδηλωτών του ΕΑΜ, στο συλλαλητήριο της 3ης Δεκεμβρίου αποτέλεσε σημείο τομής. Η οργή του κόσμου για τους νεκρούς του Συντάγματος, αλλά και η πεποίθηση του ΕΑΜ πως εξελισσόταν πραξικόπημα από ακροδεξιές δυνάμεις, οδήγησε τον ΕΛΑΣ να επιτεθεί στα αστυνομικά τμήματα της Αθήνας, στην Ταξιαρχία του Ρίμινι και την ακροδεξιά οργάνωση Χ. Ο ΕΛΑΣ επιχείρησε να αποφύγει να εμπλακεί σε σύγκρουση με τα Αγγλικά στρατεύματα. Οι Βρετανοί ωστόσο, είχαν την ευκαιρία που χρειάζονταν για την περαιτέρω προώθηση των στρατηγικών τους επιδιώξεων και τον εξοβελισμό του ΕΛΑΣ. Παραμέρισαν εντελώς πλέον την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, αναλαμβάνοντας άμεσα την διευθέτηση του ζητήματος. Οι αγγλικές δυνάμεις ανέλαβαν την πρωτοβουλία στις επιχειρήσεις απέναντι στον ΕΛΑΣ και παρά τις ενέργειες του ΕΑΜ για την σύναψη ανακωχής, οι όροι της δεν υπογράφτηκαν μέχρι να αναγκαστεί ο ΕΛΑΣ να εκκενώσει την Αθήνα, στις αρχές Ιανουάριου του 1945.
Τέλος, για τον αστικό πολιτικό κόσμο, τις ακροδεξιές δυνάμεις αλλά και όσους είχαν συνεργαστεί με τις αρχές κατοχής και εύλογα φοβούνταν την ομαλή δημοκρατική εξέλιξη στην χώρα, οι Άγγλοι και τα στρατηγικά τους συμφέροντα στην περιοχή αποτέλεσαν γι’ αυτούς τον «από μηχανής θεό» την δεδομένη στιγμή. Έκτοτε και τουλάχιστον για τις επόμενες τρεις δεκαετίες, η ιδεολογία της πειθάρχησης στα στρατηγικά συμφέροντα των μεγάλων δυτικών δυνάμεων, η εθνικοφροσύνη και ο αντικομουνισμός θα αποτελέσουν από τους βασικούς πυλώνες στον λόγο και την δράση των καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων και των κέντρων εξουσίας.
* Ο Κωνσταντίνος Λαμπράκης είναι υπ. Διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου