Δείτε: Μέρος α’ Μέρος β’ Μέρος γ’
Για το πρόγραμμα των συναυλιών έγιναν μεγάλες συζητήσεις. Πώς θα συνθέσουμε αυτό που συνέβαινε με βάση τα γούστα μας και με τρόπο που θα κάνει το μήνυμα σαφές, ενώνοντας δημιουργικά το παλιό με το καινούργιο και αναδεικνύοντας μια ανανεωτική προσέγγιση του λαϊκού τραγουδιού με πρωταγωνιστές τους εκπροσώπους του νέου ρεύματος αλλά και τους νεαρούς ακροατές τους.
Από τους «παλιούς» που ήταν σε δράση επιλέξαμε τον Πάνο Γαβαλά και τη Ρία Κούρτη. Ξαφνιάστηκαν οι άνθρωποι από την πρότασή μας, αλλά την καλοδέχτηκαν. Θα έμπαιναν για πρώτη φορά σε χωράφια απάτητα, μακριά από τα γνώριμα λημέρια τους και θα τραγουδούσαν μπροστά σε ένα κοινό που δεν το είχαν «δουλέψει». Στο STOP, στη συμβολή Π. Ράλλη και Κηφισού, πηγαίναμε τα μεσημέρια με τον Άκη Πάνου και μιλούσαμε με τις ώρες με τον Γαβαλά τρώγοντας μπριτζόλες που έψηνε στα κάρβουνα το προσωπικό του μαγαζιού με εντολή του επιχειρηματία Λάκη Ξανθάκη (αδελφός του τραγουδιστή Δημήτρη) που ήταν φίλος του Άκη και του Πάνου. Θεωρούσαμε τον Γαβαλά κορυφαίο, στην κατηγορία Καζαντζίδη, Αγγελόπουλου, Μπιθικώτση και Διονυσίου, με πολλές επιτυχίες από τη δεκαετία του 1950 μέχρι το 1980!
Η Γλυκερία ήταν μόλις λίγα χρόνια στο πάλκο, αλλά είχε πει τραγούδια του Καλδάρα σε πρώτη εκτέλεση και είχε απογειωθεί με τα «Σμυρνέικα» τα οποία έκαναν την άμεση σύνδεση με τα 60χρονα από την απώλεια της Μικράς Ασίας που είχαμε σαν αφετηρία. Επί πλέον, σύντροφος και παραγωγός της ήταν ο Στέλιος Φωτιάδης, φίλος και συνεργάτης μας από την εποχή των «Νοστράδαμος», ομόδοξος, που η βοήθειά του στις συναυλίες έχοντας περάσει σαν μουσικός και από την ορχήστρα του Τσιτσάνη στο Χάραμα, ήταν πολύτιμη.
Η εμφάνιση του Νίκου Παπάζογλου ήταν ουσιαστικά η πρώτη δημόσια καταξίωσή του ως του κατ’ εξοχήν εκφραστή του νεολαϊκού τραγουδιού που υποστηρίζαμε ολόψυχα, γιατί –αντιδημοσιοσχεσίτης ων- δεν είχε μέχρι τότε ταυτιστεί -στο ευρύ ακροατήριο- με το δικό του ρεπερτόριο. Δεν είναι τυχαίο ότι δύο από τα εμβληματικότερα τραγούδια της εποχής, το «Μπαγλαμαδάκι» και «Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια», παπαζοπουλικά ως το κόκκαλο, έγιναν γκραν πανελλαδικά σουξέ με τις δεύτερες εκτελέσεις της Γλυκερίας και της Αλεξίου πριν αποδοθούν ψυχή τε και σώματι από το κοινό στον πρωταίτιό τους. Και η ηχογράφησή τους από τις δύο γυναίκες μετά το «χαμό» στο Λυκαβηττό δεν είναι ασύνδετη από την επίδραση που είχαν οι συναυλίες στην κοινή γνώμη και τους καλλιτεχνικούς κύκλους.
Ο Μπάμπης Γκολές, από τους σπουδαιότερους πρωτεργάτες της αναβίωσης του ρεμπέτικου και κατά κοινή ομολογία ο εκφραστικότερος, με υψηλότατο βαθμό αυθεντικότητας, υπέγραψε συμβόλαιο με την Κολούμπια (ΕΜΙ), αμέσως μετά την εξαιρετική εμφάνισή του στις συναυλίες του Λυκαβηττού, για να βγάλει τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Τσάρκα στα παλιά» φιλοτεχνημένο πολύ μοντέρνα από τον Δημήτρη Αρβανίτη. Μάλιστα, δύο από τα πιο δυνατά τραγούδια που τραγούδησε στο Λυκαβηττό και συμπεριλήφθηκαν στο δίσκο του, ηχογραφούνται από την Αλεξίου και τη Γλυκερία («Ο καϊξής» του Απόστολου Χατζηχρήστου και του Γιώργου Φωτίδα και η «Γυφτοπούλα» του Γιώργου Μπάτη) γνωρίζοντας πολύ μεγάλη επιτυχία.
Ο Γκολές ανέβηκε στο πάλκο με το Ρεμπέτικο Συγκρότημα Θεσσαλονίκης βασικό μέλος του οποίου ήταν ο Αγάθωνας Ιακωβίδης. Η επιλογή δεν ήταν τυχαία, γιατί είχαν σύμπλευση στο ρεπερτόριο, κάτι που δεν ήταν αυτονόητο στην πρώτη φάση της «αναβίωσης» κατά την οποία υπήρχε μία αξιοπρόσεκτη ποικιλία απόψεων μεταξύ των νέων μουσικών στην προσέγγιση του ρεμπέτικου, του λαϊκού και του δημοτικού. Σε εκείνη τη φάση, ο Γκολές και το Ρεμπέτικο Συγκρότημα Θεσσαλονίκης ανήκαν στην τάση των μουσικών που οριοθετούσαν με πιο αυστηρά κριτήρια το ρεπερτόριό τους και δεν διολίσθαιναν στα πιο πλατιά πεδία του λαϊκού τραγουδιού.
Ο Δημήτρης Κοντογιάννης από τη Δαύλεια Βοιωτίας, στους πρόποδες του Παρνασσού, συμμετείχε εξ αρχής, μαζί με τον αδελφό του Γιώργο, σε δύο από τα σημαντικότερα εγχειρήματα που σηματοδότησαν το κίνημα ανανέωσης του τραγουδιού. Ως μέλος της Ρεμπέτικης Κομπανίας και στη συνέχεια ως μέλος της παρέας που με παραγωγό τον Διονύση Σαββόπουλο συναρμολόγησε την «Εκδίκηση της γυφτιάς» με συνθέσεις του Νίκου Ξυδάκη και του Μανώλη Ρασούλη, στο στούντιο του Παπάζογλου στη Θεσσαλονίκη.
Η Ρεμπέτικη Κομπανία ήταν η πρώτη που έβγαλε δίσκο με επανεκτελέσεις ρεμπέτικων το 1975 («Τα μπλε παράθυρα»). Στο Λυκαβηττό, μαζί με τους Κοντογιάννηδες έπαιξαν ο Γιώργος Παπαδάκης, ο Μανώλης Δημητριανάκης και ο Γιάννης Καρβέλης.
Στην τραγουδιστική παρέα συμμετείχε και η Κατερίνα Κόρου με γνώση του λαϊκού τραγουδιού έχοντας δάσκαλο τον αξεπέραστο πατέρα της.
Διακτινισμός
Στη βάση του προγράμματος ήταν μια ορχήστρα που υπερχείλιζε από 13 σπουδαίους μουσικούς συγκροτημένη από τον πολύπειρο Νάκη Πετρίδη που επί δεκαετίες έγραφε τραγούδια και ενορχήστρωνε κομμάτια για τους λαϊκούς ερμηνευτές και τον Στέλιο Φωτιάδη που βρισκόταν στο ξεκίνημα μιας πολύ παραγωγικής παρουσίας στη δισκογραφία, με μια φρεσκάδα που ήταν απαραίτητη στο νέο ρεύμα. Τέσσερις κορυφαίοι σολίστες, Αριστείδης Μόσχος-σαντούρι, Γιώργος Κόρος-βιολί, Θανάσης Πολυκανδριώτης και Βασίλης Ηλιάδης στο μπουζούκι, έδεναν μεταξύ τους με φυσικότητα τα ρεμπέτικα, λαϊκά, σμυρνέικα, δημοτικά και νεολαϊκά κομμάτια που συνθέτανε το μωσαϊκό που αποτέλεσε την πρόταση πάνω στη οποία ορθώθηκε η μικρή μας επανάσταση στο ελληνικό τραγούδι.
Οι πολίτες που ταρακούνησαν το λόφο, σε περίπου 12.000 υπολογίστηκαν όσοι χώρεσαν μέσα στο θέατρο, είχαν την αίσθηση ότι συμμετείχαν σε κάτι που δεν ήταν συνηθισμένο, ότι η σημασία του είχε μεγάλο ειδικό βάρος και η απήχησή του διακτινιζόταν. Υπήρχαν άνθρωποι που έβλεπες ότι όχι μόνο είχαν ευχαριστηθεί πάρα πολύ, αλλά ένιωθαν σαν να είχαν μόλις απαλλαγεί από ένα κράτημα, ένα κόμπο, μια αναστολή που τους ταλάνιζε μέχρι εκείνο το βράδυ. Θυμάμαι τον Μίλτο Λαζαρίδη, τον ψηλό εντυπωσιακό μπασκετμπολίστα του Πανιωνίου, που με πλησίασε ενθουσιασμένος και ιδρωμένος για να μου πει ότι «απόψε απελευθερώσατε το λαϊκό τραγούδι και αποενοχοποιήσατε τις επιλογές και τα γούστα μας»!
Το 1982, το λαϊκό τραγούδι δεχόταν ακόμα λάσπη, σαν παρακατιανό. Ούτε ήταν συνηθισμένο να χορεύει ο κόσμος στις συναυλίες. Κατ’ αρχήν, γιατί συναυλίες με χορευτικά ρεμπέτικα, λαϊκά και δημοτικά τραγούδια δεν γίνονταν. Γίνονταν μόνο συναυλίες ροκ και έντεχνου τραγουδιού, αλλά όχι λαϊκού λαϊκού.
Η όλη αντίληψή μας ήταν διαφορετική. Στήσαμε μία εξέδρα πάρα πολύ χαμηλή, 30 εκατοστά πάνω από το έδαφος, ώστε οι μουσικοί να είναι περίπου στο ίδιο επίπεδο με τους ακροατές που ήταν μπροστά στην εξέδρα, να μην υπάρχει διαχωρισμός, οι πάνω και οι κάτω. Εννοείται ότι δεν είχαμε ούτε σεκιουριτάδες ούτε μπάρες να εμποδίζουν την επαφή των καλλιτεχνών με το κοινό. Και ήταν λειτουργικό. Ακόμα και σε στιγμές που ορισμένοι υπέκυπταν στον πειρασμό κι ανέβαιναν πάνω στο παταράκι για να χορέψουν ή να προσφέρουν ένα λουλούδι στον τραγουδιστή, κανένα παρατράγουδο δεν συνέβη και η ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε ήταν ζεστή, ανθρώπινη και συμμετοχική.
Σταυροδρόμι τραγουδιών
Τα τραγούδια που παίχτηκαν κάλυπταν, με συνοπτικό αλλά σαφή τρόπο, την εξέλιξη του λαϊκού τραγουδιού από τα ανατολίτικα μέχρι τα νεολαϊκά των ημερών μας. Η Γλυκερία ερμήνευσε μερικά από τα σμυρνέικα που την καθιέρωσαν, αλλά τραγούδησε και δύο συνθέσεις του Άκη Πάνου, το τραγούδι «Ο τρελός» που ήταν πασίγνωστο με τη φωνή του Μανώλη Μητσιά, αλλά λίγοι ήξεραν ποιος είναι ο δημιουργός του, και το «Θέλω να τα πω», το οποίο θα τολμούσα να περιγράψω σαν ένα σύγχρονο αμανέ, που μόλις είχε κυκλοφορήσει σε δίσκο με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα.
Ο Νίκος Παπάζογλου, πριν ακόμα αρχίσει τις προσωπικές του συναυλίες, παρουσίασε τραγούδια από την «Εκδίκηση της γυφτιάς» και «Τα δήθεν» («Εδώ κανείς δεν τραγουδά» Ν. Παπάζογλου-Τ. Σιμώτα, «Τρελή κι αδέσποτη» Ν. Ξυδάκη-Μ. Ρασούλη, «Μη μ’ αποκαλείς τεμπέλη» Ν. Ξυδάκη-Μ. Ρασούλη κ.ά.).
Η Ρεμπέτικη Κομπανία, το Ρεμπέτικο Συγκρότημα Θεσσαλονίκης, η Κατερίνα Κόρου και ο Μπάμπης Γκολές με το μπάντζο του έπαιξαν και τραγούδησαν συνθέσεις Τούντα, Σκαρβέλη, Βαμβακάρη, Χατζηχρήστου, Τσιτσάνη, Μητσάκη, Χρυσίνη κ.ά. και ο Δημήτρης Κοντογιάννης τραγούδησε από Καζαντζίδη μέχρι Ξυδάκη και Ρασούλη.
Το βαρύ πυροβολικό, το ντουέτο Γαβαλάς-Κούρτη, παρουσίασε σε συνθήκες καθολικής συμμετοχής τις επιτυχίες τους «Οι γλάροι» (Ν. Μεϊμάρη-Χ. Βασιλειάδη, 1959), «Κάθε λιμάνι και καημός» (Γ. Κατσαρού-Πυθαγόρα, 1963), «Όνειρο δεμένο στο μουράγιο» (Στ. Ξαρχάκου-Β. Γκούφα, 1964), «Γλυκέ μου τύραννε» (Γ. Κυριαζή-Γ. Γαβαλά, 1967), «Φύγε κι άσε με» (Π. Γαβαλά-Κ. Βίρβου, 1967), «Στο σταυροδρόμι» και «Ένας σταθμός πειρατικός» (Χ. Νικολόπουλου-Ε. Ατραΐδη-Γ. Βασιλόπουλου, 1977 και 1980) κ.ά.
Οι αυτοσχεδιασμοί στο σαντούρι του Αριστείδη Μόσχου και στο βιολί του Γιώργου Κόρου δεν έχουν τίτλους, αλλά υπογράμμισαν με την ευφάνταστη δεξιοτεχνία την ανεκτίμητη προσφορά των ταλαντούχων μουσικών στη διαμόρφωση της ελληνικής λαϊκής μουσικής.
Το τρίο που είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια των συναυλιών ήταν οι Κοντογιάννης-Φαληρέας-Ελληνιάδης.
Είναι φανερό ότι οι επιλογές, οι δράσεις και τα αποτελέσματά τους ήταν αλληλοσυναρτώμενα. Το περιοδικό και οι συναυλίες στο Λυκαβηττό σηματοδοτούσαν το νέο ρεύμα και ταυτόχρονα το διεύρυναν ποσοτικά και κυρίως ποιοτικά. Η αρχική αίσθηση από την έκδοση του περιοδικού ότι πρόκειται για μία εναλλακτική πολιτιστική πρόταση που υπερβαίνει τα στενά όρια της διασκέδασης ενισχύθηκε πολύ δυναμικά με τις συναυλίες. Η ελευθερία στην έκφραση και η απουσία εμπορικών σκοπιμοτήτων μάς έδινε φτερά. Το ντέφι καθιερώθηκε σαν η ομάδα ανάλυσης και κρούσης του νέου ρεύματος.
Η κινηματογραφική περιπέτεια της ταινίας
Ευτυχώς, οι συναυλίες κινηματογραφήθηκαν με ευθύνη του σκηνοθέτη και μέλους της παρέας μας Γιάννη Μπασίπαγλη, ο οποίος χρησιμοποίησε ένα κινηματογραφικό συνεργείο πολύ υψηλής κλάσης με κορυφαίους συντελεστές του ελληνικού σινεμά (κάμερες: Νίκος Καβουκίδης, Φώτης Μεσθεναίος και Δημήτρης Παπακωνσταντής, ηχοληψία: Θανάσης Αρβανίτης και Μαρίνος Αθανασόπουλος, μοντάζ: Γιώργος Τριανταφύλλου). Αμέσως μετά, ο Φώτης Μεσθεναίος σκηνοθέτησε την τηλεοπτική σειρά «Το μινόρε της αυγής» που βγήκε στη μικρή οθόνη με μεγάλη επιτυχία από το Γενάρη του 1983. Δυστυχώς, ενώ εμείς είχαμε το copyright και είχαμε κάνει τη συμφωνία με τον Γενικό Διευθυντή της ΕΡΤ (δημοσιογράφο και μετέπειτα υπουργό) Γιώργο Ρωμαίο να δώσουμε την ταινία έτοιμη, μονταρισμένη, για μετάδοση, η διαμεσολάβηση κάποιων γνωστών παραγωγών που θα έκοβαν το σχετικό τιμολόγιο είχε σαν συνέπεια, τελικά, να μην πάρουμε ούτε μία δραχμή! Βέβαια, δεν μας ένοιαξε και πολύ τότε, γι’ αυτό και δεν κινηθήκαμε δικαστικά, αν και ήταν άδικο γιατί με τα έσοδα από τις εκδηλώσεις καλύπταμε ένα σωρό έξοδα και διασφαλίζαμε τη συνέχιση της έκδοσης του περιοδικού. Ήταν η εποχή που η ικανοποίηση από τις δράσεις μας ήταν πολύ μεγάλη και δεν σκεφτόμασταν καθόλου εμπορικά, γεγονός που μερικές φορές διευκόλυνε κάποιους να εκμεταλλευτούν καταστάσεις. Το χειρότερο δε ήταν ότι μετά τη θριαμβευτική μετάδοση της συναυλίας με τίτλο «η ΕΡΤ παρουσιάζει – Ανατολικά της Αθήνας – παραγωγή περιοδικό ντέφι», η ταινία, διάρκειας 1 ώρας και 43 λεπτών, γυρισμένη εξ ολοκλήρου σε ακριβό φιλμ και όχι βίντεο, χάθηκε! Εξαφανίστηκε από την ΕΡΤ, χωρίς να υπάρχει αντίγραφο! Και ξαφνικά, πρόσφατα, μετά από 40 χρόνια, χάρη στον από μηχανής θεό, η ταινία ανέβηκε στο youtube, σε χαμηλή ανάλυση, αλλά ακέραιη! Ένα αληθινό θαύμα! Οπότε μπορεί κανείς να την παρακολουθήσει ολόκληρη και να απολαύσει ένα σπουδαίο ντοκουμέντο μιας αλησμόνητα δημιουργικής εποχής. Πάντως, κάνοντας μια έκκληση σε όποιον έχει το πρωτότυπο, πολύ θα ήθελα να έχω μια γνήσια κόπια σε υψηλή ανάλυση.
(Δείτε εδώ το μέρος ε΄)
Στέλιος Ελληνιάδης