Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Η πρώτη ταινία του Γιαν Ντεμάνζ ’71 διαδραματίζεται στο Μπέλφαστ του 1971, όπου τις ταραχές πυροδοτεί και η παρουσία βρετανικού στρατού. Κυνηγημένος από ένοπλους απελευθερωτικών οργανώσεων, ένας νεοσύλλεκτος Βρετανός φαντάρος (Τζακ Ο’ Κόνελ) αποσχίζεται από τη διμοιρία του και χάνεται. Ένα 11χρονο αγόρι προσφέρεται να τον βοηθήσει, ενώ παράλληλα οι Βρετανοί στήνουν αποστολή διάσωσης. Τα οδοφράγματα μοιάζουν απροσπέλαστα και οι δρόμοι του Μπέλφαστ έτοιμοι να πάρουν φωτιά.
Το 24ωρο χρονικό της συναρπαστικής καταδίωξης και οι προσπάθειες διαφυγής του ήρωα καταγράφονται με εξαιρετικούς σκηνοθετικούς χειρισμούς, στην παράδοση του βρετανικού ρεαλισμού. Στις σκηνές έντασης πολιτών με στρατιώτες, η κάμερα κινείται νευρικά από τον έναν στον άλλον, με συνεχόμενες λήψεις που συνδυάζονται με κοφτά κοντινά πλάνα. Η αγωνία του ανθρωποκυνηγητού, στα δαιδαλώδη σοκάκια της βορειο-ιρλανδικής πρωτεύουσας, εντείνεται με την κάμερα να ακολουθεί διαρκώς τον ήρωα που πηδάει φράχτες, διασχίζει κατεστραμμένα σπίτια ή ανεβοκατεβαίνει σκάλες εργατικών πολυκατοικιών. Η φιγούρα του καταλαμβάνει το κέντρο του κάδρου, μεταφέροντας μια στενότητα χώρου, με το μπαρουτοκαπνισμένο αστικό τοπίο στις παρυφές, ενώ από τα ασφυκτικά κλειστά πλάνα στο πρόσωπο εκπέμπεται ο ψυχισμός καταδίωξης. Η συνεχόμενη βουστροφηδόν κίνηση της κάμερας, σαν μεθυσμένος που τρεκλίζει, μεταφέρει την αίσθηση ζάλης του τραυματισμένου ήρωα.
Ο πρωταγωνιστής δίνει άλλη μια δυνατή ερμηνεία σωματοποιημένης οδύνης, μετά τις Γροθιές στους Τοίχους. Αμίλητος αυτή τη φορά, ώστε να μην τον προδώσει η βρετανική προφορά του, μετατοπίζει το κέντρο βάρους στις συσπάσεις του τραυματισμένου προσώπου, τα βογκητά και την κίνηση του πονεμένου σώματος. Το ρυθμό της καταδίωξης κρατάει μια μουσική με κρουστά, ενώ η πολεμική ατμόσφαιρα αποδίδεται με την ένταση πυροβολισμών και συμπληρώνεται από εικόνες στρατιωτών και μικρών παιδιών να κραδαίνουν όπλα ανάμεσα στα χαλάσματα, σε αντιστοιχία με πραγματικές φωτογραφίες εποχής. Οι φλεγόμενοι θαμποί φωτισμοί της νυχτερινής κινηματογράφησης μεταφέρουν την ομιχλώδη ατμόσφαιρα ανάμεσα σε μολότοφ και ανατιναγμένα μπαρ.
Η συμπάθεια του κυνηγημένου στρατιώτη-θύματος χτίζεται δραματουργικά μέσα από το πατρικό στοιχείο, αρχικά με τον δικό του γιο και στη συνέχεια με τον 11χρονο στους δρόμους του Μπέλφαστ, συνηγορώντας στην αποδοχή της παρουσίας του βρετανικού στρατού, ενώ η επιλογή ενός κεφαλαίου της σύγχρονης ιστορίας, ως καμβά του ασαφούς πρακτορικού σεναρίου, μαρτυρά μια στοχευμένη προσέγγιση του ιρλανδικού ζητήματος. Οι μυστικές βρετανικές υπηρεσίες ανακατεύονται με τον στρατό και τον ΙΡΑ, διαχέοντας «αθώα» μια αίσθηση γενικευμένης διαπλοκής. Σε μια μάλλον «βολική» ισοπεδωτική απαξίωση θύτη και θύματος, όλοι οι εμπλεκόμενοι παρουσιάζονται εξίσου βρώμικοι και υπεύθυνοι για την άγρια βία, ενώ οι «παράπλευρες απώλειες», με την ανατίναξη βόμβας σε παμπ, αποσπούν από το ασυνείδητο του κοινού μηδενική ανοχή στη βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται, ανάγοντας τον βρετανικό στρατό σε ρυθμιστή ειρήνευσης, χωρίς να θίγεται ότι πρόκειται για στρατό κατοχής.
Με αοριστίες για μια χώρα και ένα λαό διχασμένο, η λειψή παρουσίαση της εκρηκτικής κατάστασης παρουσιάζει ως ατυχή εμφύλια σύρραξη τις μάχες στα οδοφράγματα, δίχως να γίνεται αναφορά στις πολύχρονες διεκδικήσεις για εργασιακά και εθνικά θέματα, αλλά και στις θρησκευτικές διακρίσεις και τους αποκλεισμούς, κύρια αίτια της εξέγερσης στις λαϊκές γειτονιές του Μπέλφαστ. Το σινεμά σπάνια εκφράζει την άποψη των καταπιεσμένων.
Για το ζήτημα της Ιρλανδίας, στο ευρύ κοινό έχει περάσει ως απαράδεκτη η ένοπλη αντίσταση, ενώ λιγοστές είναι οι ταινίες που φωτίζουν θέματα όπως η πολύχρονη φυλάκιση πολιτικών κρατούμενων, στην ταινία Εις το όνομα του πατρός (1993), του Τζιμ Σέρινταν ή οι απεργίες πείνας φυλακισμένων αγωνιστών του ΙΡΑ, στο Hunger (2008), του Στιβ ΜακΚουίν, ενώ στη Ματωμένη Κυριακή (2002) του Πολ Γκρίνγκρας, το πραγματικό γεγονός της σφαγής Ιρλανδών διαδηλωτών, από τα βρετανικά στρατεύματα, απέκτησε αξία ιστορικής αναπαράστασης μέσα από το ρεαλιστικό σινεμά, ζωντανεύοντας ξανά τις μνήμες, χρόνια μετά από το ομώνυμο τραγούδι των U2. Ο Κεν Λόουτς, με το Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι (2006), συμπληρώνει την ιστορική συνέχεια από τη δεκαετία του ’20, με τον εμφύλιο και τα αιτήματα των αγώνων ανεξαρτησίας στην Ιρλανδία, ενώ φέτος στις Κάννες συνέχισε με το Jimmy’s Hall (2014), για τους Ιρλανδούς κομμουνιστές στις αρχές του ’30, σπάνιο δείγμα αριστερού λόγου στο σινεμά.
Σε μια εποχή επίμονης καλλιέργειας αντιδραστικών αντανακλαστικών, δεν εκπλήσσει η πολιτική θέση του Ντεμάνζ, ενός σκηνοθέτη που ανδρώθηκε στην Αγγλία, στο χώρο των διαφημίσεων και της τηλεόρασης. Είναι γνωστό, πλέον, ότι μέσα από το σινεμά επιχειρείται να ξαναγραφτεί η Ιστορία.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός/κριτικός κινηματογράφου