Πιάνοντας ξανά το νήμα του ιρλανδικού εμφύλιου με το Jimmy’s Hall

Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Παρά τα 78 χρόνια του, ο Άγγλος μαρξιστής σκηνοθέτης Κεν Λόουτς συνεχίζει να συγκινεί, δημιουργώντας ανθρωποκεντρικές ταινίες, με πολιτικό νόημα. Το Jimmy’s Hall, που παρουσιάστηκε πέρυσι στις Κάννες, είναι αναμφισβήτητα μια απ’ τις καλύτερες δουλειές του.

Στην Ιρλανδία του ’30, ένας ιδεαλιστής κομμουνιστής επιστρέφει στη γενέτειρά του, μετά από δέκα χρόνια εξορίας στην Αμερική, φέρνοντας από την άλλη μεριά του Ατλαντικού τον αέρα των εργατικών συνδικάτων και των ριζοσπαστικών κινημάτων, αλλά και δίσκους της πρώιμης τότε τζαζ. Η απόφασή του να επαναλειτουργήσει το άλλοτε φημισμένο πολιτιστικό στέκι της περιοχής και να το διαμορφώσει σε χώρο δωρεάν μαθημάτων, εκλαμβάνεται από τον αυταρχικό ιερέα της ενορίας ως εχθρική, πυροδοτώντας πολιτικές διαμάχες στην τοπική πουριτανική κοινωνία, κατάλοιπο του πρόσφατου εμφύλιου διχασμού.

Ο Λόουτς επιδιώκει να εμπνεύσει τη νέα γενιά, ανασύροντας απ’ το παρελθόν την πραγματική ιστορία του Τζίμι Γκράλτον, κομμουνιστή ηγέτη των εργατών στην Ιρλανδική επαρχία Λέιτριμ. Ο κυνηγημένος για τα πιστεύω του Τζίμι γίνεται ο ήρωας του σκηνοθέτη που τον ενσαρκώνει με γλυκιά μελαγχολία ο Ιρλανδός Μπάρι Γουάρντ.

Μετά το Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι (2006), πιάνεται ξανά το νήμα του ιρλανδικού εμφύλιου στο Jimmy’s Hall, με έκδηλη τη νοσταλγική ατμόσφαιρα εποχής. Οι ηθικά ακέραιοι χαρακτήρες που πλάθει με τον σεναριογράφο του Πολ Λάβερτι αναδύουν αυθεντικό ρομαντισμό, ενώ θίγονται πολιτικές θεματικές, όπως ο αναδασμός της γης και η οργάνωση της νεολαίας σε πολιτικά στέκια, προπύργια μελλοντικών αγώνων. Δέκα χρόνια μετά τον εμφύλιο, οι βίαιες διενέξεις εντείνουν τον ταξικό διαχωρισμό που σκιαγραφείται με σαφήνεια. Οι μεγαλογαιοκτήμονες, σε αγαστή συνεργασία με τους αριστοκράτες και τους κληρικούς, διώχνουν τους φτωχούς αγρότες από τη γη τους, όμως αυτοί αντιστέκονται συλλογικά, διεκδικώντας τη γη που δουλεύουν και το δικαίωμα σε στέγη και μόρφωση.

«Χρειάστηκε μόνο ένας άνθρωπος και ένα βιβλίο για να έρθουν τα πάνω κάτω!», μονολογεί ο αντιδραστικός ιερέας, υπονοώντας το Κεφάλαιο του Μαρξ, για να στηλιτεύσει την προοδευτική νεολαία που χορεύει ελεύθερα, ερωτεύεται και αγωνίζεται, διεκδικώντας ίσα δικαιώματα.

Στις συχνές σκηνές χορού, με την ελευθεριότητα της χορευτικής κίνησης των νέων αναδεικνύεται το προοδευτικό πνεύμα των σοσιαλιστικών αξιών. Εμπνευσμένη είναι και η χρήση παραδοσιακής ιρλανδέζικης μουσικής, με τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα των νέων που χοροπηδούν ρυθμικά, αλλά και τα νέα βήματα του φόξτροτ, από τους αμερικανικούς δίσκους γραμμοφώνου.

Η αμερικανόφερτη τζαζ δαιμονοποιείται από τον ιερέα, ως κολασμένη μουσική, ενάντια στην ιρλανδική παράδοση, αντιπαράθεση που θυμίζει το Θίασο του Αγγελόπουλου. Ο Βρετανός Τζορτζ Φέντον, συνθέτης σε πολλές ταινίες του Λόουτς, δανείζεται για το βασικό μοτίβο με τρομπέτα μια γνωστή παλιά κέλτικη μελωδία, τονίζοντας τη συγκίνηση μέσα απ’ το τοπικό στοιχείο.

Στα πιο ωραία στιγμιότυπα συγκαταλέγονται ένας σιωπηλός χορός στο φεγγαρόφωτο και η ποδηλατική ακολουθία των «ανυπότακτων» νέων, που ξεπροβοδίζουν τον ήρωα, όταν εξορίζεται για δεύτερη φορά, σκηνή αντίστοιχη με τους μαθητές, στον Κύκλο των χαμένων ποιητών (Πίτερ Γουίαρ/1989), που ανεβαίνουν στα θρανία, ως ένδειξη συμπαράστασης στον απολυμένο καθηγητή.

Ο εμφύλιος διχασμός, που διατρέχει την ταινία, δεν παρουσιάζεται ως παράλογος και άσκοπος. Αντιθέτως, στο σενάριο αναπτύσσονται επιχειρήματα για τις αναπόφευκτες συνέπειες του ταξικού διαχωρισμού. Παρ’ όλο που ο φιλμικός χαρακτήρας επιδιώκει την ειρηνική συνύπαρξη, σε μια εποχή εσωστρέφειας, όπως δηλώνεται στη γραπτή εισαγωγή του έργου, μετά την ήττα του κομμουνιστικού κινήματος στον εμφύλιο, ο διχασμός παραμένει. Από την πραγματική ιστορία, ο Λόουτς επιλέγει το επεισόδιο που του επιτρέπει να αρθρώσει πολιτικό λόγο υπέρ των σοσιαλιστικών διακυβευμάτων, μέσα από αντιθετικά δίπολα: παράδοση / νεωτερικότητα, αντιδραστικός ιερέας / ιδεαλιστής κομμουνιστής, σκοταδιστικές αντιλήψεις μιας απολιθωμένης καθεστηκυίας τάξης / προοδευτικά ιδεώδη της νέας ηπείρου. Οι πνευματώδεις διαξιφισμοί του ιερέα με τον κομμουνιστή ήρωα αντικατοπτρίζουν τις διαμετρικά αντίθετες απόψεις, θυμίζοντας τους τσακωμούς του Φερναντέλ, ως πάστορα και του κομμουνιστή δήμαρχου, στις γαλλικές κωμωδίες.

Αυτή η προσέγγιση του Λόουτς, ακόμα κι αν αγγίζει ένα διδακτισμό, όπως στις περισσότερες ταινίες του, αποτελεί το βασικό εργαλείο μεταφοράς του πολιτικού στοχασμού του σε ευρύ κοινό, μέσα από μια ρεαλιστικού τύπου μυθοπλασία. Ραχοκοκαλιά των ταινιών του αποτελεί η σεναριακή ένταξη πολιτικών θέσεων μέσα από καθημερινούς χαρακτήρες, ενώ η κάμερα καταγράφει διαλόγους και συλλογικές συζητήσεις, όπου αναπτύσσονται πολιτικά επιχειρήματα, τονίζοντας τη διαλεκτική διάσταση των δημοκρατικών διαδικασιών. Βαθιά ανθρωποκεντρικός, ο Λόουτς παραμένει πιστός στο ρεαλισμό, περνώντας με σαφήνεια το πολιτικό μήνυμα στο θεατή, μέσα από τη λειτουργία ταύτισης, ως αντιστάθμισμα της χολιγουντιανής προπαγάνδας.

Με μια ιστορία παραδειγματικής αντίστασης, ο Λόουτς υπενθυμίζει στο ευρύ κοινό, όπως και οι Νταρντέν πρόσφατα, τη σημασία των συλλογικών αγώνων, στην αντιμετώπιση της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός/ κριτικός κινηματογράφου ([email protected])

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!