Αρχική συνεντεύξεις πολιτισμός Bruno Doucey: Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις

Bruno Doucey: Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις

Ο Bruno Doucey, Γάλλος ποιητής, συγγραφέας και εκδότης, έχει μια μακρά σχέση με την Ελλάδα και την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Ήδη έχει εκδώσει επτά ποιητικές του συλλογές στα γαλλικά, σε δίγλωσση έκδοση. Ο ίδιος λέει πως στην Ελλάδα του Γιάννη Ρίτσου βρήκε μια δεύτερη πατρίδα.

Κι αυτό το αποδεικνύει με το βιβλίο «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις» που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κέδρος σε μετάφραση Κατερίνας Γούλα.

Στο μυθιστόρημά του παντρεύει τη μυθοπλασία με το ιστορικό ντοκουμέντο. Στο επίκεντρο η περίοδος της Δικτατορίας και η εξορία του Γιάννη Ρίτσου. Τα γεγονότα μεταφέρονται με ακρίβεια, μέσα από το εύρημα της ερωτικής ιστορίας ενός Γάλλου φοιτητή, του Αντουάν, με μια Ελληνίδα φοιτήτρια της φιλολογίας, τη Φωτεινή, που με το ξέσπασμα της δικτατορίας θα χάσει τα ίχνη της.

Θα καταφέρει να γίνει μέλος της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού που εξετάζει τις συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων και θα βρεθεί στη Λέρο, όπου συναντά τον αγαπημένο ποιητή της Φωτεινής, τον Γιάννη Ρίτσο, και θα εντυπωσιαστεί από τη θαρραλέα στάση του.

Για όσους έχουμε ασχοληθεί με το έργο και τη ζωή του ποιητή, το μυθιστόρημα μάς προσφέρει μια νέα ενδιαφέρουσα ανάγνωση, αλλά και για όλους είναι ένα βιβλίο που μας φέρνει πιο κοντά στον κόσμο του. Εκεί που η έμπνευση και το ταλέντο συναντούν τη γενναία προσωπική στάση.

«Αν το έργο του Γιάννη Ρίτσου δεν με βοηθούσε να ζήσω, δεν θα είχα κάνει τον κόπο να αφιερώσω αρκετά χρόνια από τη δική μου ύπαρξη στην ιστορία του»

Τι σας ώθησε σήμερα να γράψετε ένα μυθιστόρημα για τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών και τον Γιάννη Ρίτσο;

Ήμουν μόλις έξι χρονών όταν επιβλήθηκε η Δικτατορία των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα, αλλά το θυμάμαι. Τα νέα που άκουγαν οι γονείς μου στο ραδιόφωνο, οι συζητήσεις τους στα γεύματα, μετά η υπόσχεση που έδωσε λίγο βιαστικά ο πατέρας μου: «Όταν η δημοκρατία επιστρέψει στην Ελλάδα, θα πάμε διακοπές εκεί!». Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, η πρώτη πετρελαϊκή κρίση και η εύθραυστη οικονομία μιας οικογένειας τεσσάρων παιδιών νίκησαν αυτή την υπόσχεση: δεν πήγαμε στην Ελλάδα για διακοπές, αλλά ο νεαρός έφηβος που είχα γίνει ήξερε ότι αυτή η χώρα μια μέρα θα προσφερόταν στον θαυμασμό μου.

Αυτή η συνάντηση προέκυψε αρχικά μέσα από τη λογοτεχνία. Ο Όμηρος φυσικά, μετά πολύ γρήγορα οι ποιητές του 20ού αιώνα: ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, και ιδιαίτερα ο Γιάννης Ρίτσος. Όλα άλλαξαν για μένα το 2012, τη χρονιά που ανακάλυψα την Κρήτη και όταν εξέδωσα δύο συλλογές του ποιητή σε δίγλωσσες εκδόσεις: «Εαρινή Συμφωνία» και «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας». Σύντομα θα ακολουθήσει «Το Τραγούδι της Αδελφής μου», «Το εμβατήριο του Ωκεανού», «Ρωμιοσύνη». Στη συνέχεια αφιέρωσα πολλά ποιήματα στον Γιάννη Ρίτσο και άρχισα να κρατάω σημειώσεις για ένα έργο αντίστασης μέσω της τέχνης και της ποίησης στα στρατόπεδα, είτε ήταν η Μακρόνησος στον Εμφύλιο πόλεμο, είτε η Γιάρος και η Λέρος στη Δικτατορία των Συνταγματαρχών. Στα χρόνια που ακολούθησαν, αφιέρωσα πολλά μυθιστορήματα, για ενήλικες ή νέους, σε ποιητές που καταπιέστηκαν, φυλακίστηκαν και τελικά εκτελέστηκαν: Victor Jara, Federico Garcia Lorca, Pablo Neruda, Marianne Cohn, Max Jacob, Lounès Matoub… Το βιβλίο που θα πει τον αγώνα του Γιάννη Ρίτσου στη Δικτατορία θα κλείσει μια σειρά από επτά μυθιστορήματα: είναι ο μόνος από τους χαρακτήρες μου που έχει βγει ζωντανός από τον εγκλεισμό. Η ποίησή του ήταν πιο δυνατή από το μαδέρι και τα όπλα.

Γιατί επιλέξατε τη μυθοπλασία ως μορφή έκφρασης;

Το μυθιστόρημα ξεχώρισε αμέσως ως η μόνη δυνατή φόρμα. Ήθελα να διηγηθώ, να περιγράψω, να εξηγήσω, να σκηνοθετήσω την καθημερινή αντίσταση ενός ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με ανελέητες συνθήκες κράτησης. Η ιστορία του Γιάννη Ρίτσου δεν είναι μόνο συγκινητική: είναι και υποδειγματική. Και στον κόσμο που γνωρίζουμε σήμερα, γεμάτο πολέμους, απειλούμενο από εθνικισμό, από νέα αυταρχικά καθεστώτα, μαστιζόμενο από ξενοφοβία και καταστρατηγήσεις ταυτότητας, μια ιστορία σαν αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει χρήσιμη στους συγχρόνους μου.

Οι ιστορίες που λέτε για τον Ρίτσο στην εξορία βασίζονται σε μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων ή σε άλλες πηγές;

Βασίστηκα πρώτα σε αυστηρή τεκμηρίωση: τις εκδόσεις Athènes Presse libre, μια επιθεώρηση στη Γαλλία από Έλληνες διανοούμενους στην εξορία, τη «Μαύρη Βίβλο της Δικτατορίας στην Ελλάδα» που επιμελήθηκαν οι Κλεμάν Λεπίδης, Ριχάρδος Σωμερίτης, Άρης Φακίνος, και εκδόθηκε το 1969 στη συλλογή «Combat», Éditions du Seuil. Τα κείμενα των ίδιων των ποιητών, ιδιαίτερα αυτών που συνάντησε ο Γιάννης Ρίτσος στο στρατόπεδο της Μακρονήσου, όπου είχε ανοίξει κρυφό σχολείο ποίησης. Στη συνέχεια ήρθαν κάποιες μαρτυρίες, ιδιαίτερα αυτή της Έρης Ρίτσου, της κόρης του ποιητή, η οποία μου εμπιστεύτηκε πολλά επεισόδια, κυρίως για τη νύχτα της σύλληψης του ποιητή μετά το πραξικόπημα ή κατά την επιστροφή του στη Σάμο, με τα χέρια του φορτωμένα με βότσαλα που ζωγράφιζε, ή για τα χρόνια του κατ’ οίκον περιορισμού που τον ακολούθησαν.

Τι σημαίνει για εσάς ο Γιάννης Ρίτσος και ποιους άλλους Έλληνες ποιητές θα βάζατε δίπλα του;

Αν το έργο του Γιάννη Ρίτσου δεν με βοηθούσε να ζήσω, δεν θα είχα κάνει τον κόπο να αφιερώσω αρκετά χρόνια από τη δική μου ύπαρξη στην ιστορία του. Θαυμάζω την ικανότητά του να αντιστέκεται, την αλληλεγγύη του για τους πιο ευάλωτους, την πίστη του στην ελευθερία και, πάνω απ’ όλα, αυτή την ικανότητα να μην δίνει, ούτε στο ελάχιστο, χώρο στην απόγνωση. Το παράπονο, η θυματοποίηση, η απελπισία δεν έχουν θέση στην ποίησή του – ούτε το μίσος. Ο Γιάννης Ρίτσος με καλεί να διαβάσω και τους συγκρατούμενούς του: τον Άρη Αλεξάνδρου, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Τίτο Πατρίκιο, τη Βικτώρια Θεοδώρου, για παράδειγμα.

Έχετε επισκεφθεί ένα από αυτά τα μέρη, όπως η Λέρος; Πώς συνδέετε τους πρόσφυγες του σήμερα με τους εξόριστους της εποχής και τους έγκλειστους σε ψυχιατρείο;

Το ξέρουμε καλά, οι σπίθες του μίσους δεν σβήνουν ποτέ οριστικά και η φωτιά μπορεί να ξαναρχίσει. Η δημοκρατία είναι εύθραυστη, ειδικά αφού φιλοξενεί μέσα της δυνάμεις που φιλοδοξούν να την καταστρέψουν. Η απόρριψη των άλλων, ο πειρασμός να κλείσουμε τα σύνορά μας, ο στιγματισμός των ξένων ανακτούν δύναμη, πόσο μάλλον που ο πόλεμος είναι προ των πυλών της Ευρώπης. Το παρελθόν μάς βοηθά να κατανοήσουμε το παρόν, να φανταστούμε ένα άλλο πιθανό μέλλον. Το να πούμε τι έγινε στη Λέρο κατά τη Δικτατορίας, τόσο στο στρατόπεδο του Παρθενίου όσο και στο ψυχιατρείο, μπορεί να μας βοηθήσει, πρέπει να μας βοηθήσει, να μην κάνουμε ξανά τα λάθη του παρελθόντος. Από αυτή την άποψη, το έργο και ο αγώνας του Γιάννη Ρίτσου είναι ένας φάρος στη νύχτα: η ταραχώδης πλοήγηση της εποχής μας το χρειάζεται περισσότερο από ποτέ.

* Η φωτογραφία είναι της Murielle Szac

Σχόλια

Exit mobile version