Η ευρωπαϊκή εκστρατεία Παπανδρέου, η εκτόξευση των spreads και ο έσχατος άξονας της πολιτικής συναίνεσης.
Τη χειρότερη δυνατή υποδοχή είχε από τις αγορές η κορύφωση της κυβερνητικής προσπάθειας να τροποποιήσει το χρονοδιάγραμμα της «ελεγχόμενης» (και, πιθανώς, σύντομα, ανεξέλεγκτης) χρεοκοπίας της χώρας, προβάλλοντας ως λύση το ευρωομόλογο.
Ενώ ο Γ. Παπανδρέου ολοκλήρωνε τη μίνι περιοδεία του υπέρ της υιοθέτησης του ευρωομολόγου ως βασικού εργαλείου διαχείρισης της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη, το spread των ελληνικών ομολόγων εκτοξευόταν κοντά στην περιοχή των 1.000 μονάδων βάσης (για την ακρίβεια, στις 990 μονάδες, επίδοση που αντιστοιχεί σε πραγματικό επιτόκιο σχεδόν 13%!). Πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και ερμηνεύεται με διπλό τρόπο: Θεωρείται, αφενός, αντίδραση των αγορών στα επίμονα σενάρια αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, παρά τις αλλεπάλληλες κυβερνητικές διαψεύσεις τους. Και, αφετέρου, αποτελεί ηχηρή αποδοκιμασία των αγορών στις πολιτικές διεργασίες υπέρ του ευρωομολόγου. Το περιβάλλον εντός του οποίου η κυβέρνηση -συνεπικουρούμενη, παραδόξως, από ευρύτατο φάσμα πολιτικών δυνάμεων- επιχειρεί τη φυγή προς τα μπρος διά του ευρωομολόγου είναι το χειρότερο δυνατό: ενώ τις προσεχείς εβδομάδες το υπουργείο Οικονομικών θα αποτολμήσει έξοδο στις αγορές για δανεικά σε έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου, δύο οίκοι αξιολόγησης (Moody’s και S&P) έχουν προαναγγείλει νέα «βαριά» υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα «κατέκτησε» την πρώτη θέση στη λίστα των υποψηφίων προς χρεοκοπία χωρών, ακολουθούμενη από τους λοιπούς εταίρους των PIGS, με το Βέλγιο να κλείνει την πρώτη «μαύρη» πεντάδα. Προηγήθηκε ένας καταιγισμός παρεμβάσεων και αναλύσεων, όπως του πρώην επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ, Κένεθ Ρογκόφ, αλλά και της μεγαλύτερης επενδυτικής εταιρίας του κόσμου, PIMCO, που προεξόφλησαν αναγκαστική αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας και άλλων «ασθενών» της Ευρωζώνης και μάλιστα στον ορατό χρονικό ορίζοντα.
Πάντως, με τον ίδιο περίπου τρόπο οι αγορές και ποικίλα κερδοσκοπικά συμφέροντα έχουν ήδη απαξιώσει και το νέο Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας γαλλογερμανικών προδιαγραφών, που έχουν υιοθετήσει οι 27 της Ε.Ε., ώστε να ισχύσει από το 2013, προβλέποντας διαδικασίες ελεγχόμενης χρεοκοπίας με όρους των πιστωτών για τις υπερχρεωμένες χώρες. Γεγονός που καταδεικνύει, αφενός, τις βαθύτερες διεργασίες αποσύνθεσης της Ευρωζώνης και, αφετέρου, ένα «συνωστισμό» συμφερόντων –κυρίως του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου- που ρισκάρουν ακόμη και διάλυση της ΟΝΕ, προκειμένου να επιβάλουν τους πιο αντιδραστικούς και ευνοϊκούς για τα ίδια αυτά συμφέροντα όρους διάσωσής της.
Κατ’ αναλογία, πάντως, κάποια αντίστοιχα εγχώρια συμφέροντα φαίνεται ότι έχουν παίξει το ρόλο τους, ώστε να αναδειχθεί η περίφημη εναλλακτική λύση του ευρωομολόγου σε άξονα μιας ελάχιστης πολιτικής συναίνεσης με ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων. Στη φημολογία που εδώ και ένα μήνα σέρνεται, ότι η κυβέρνηση επεξεργάζεται ένα σενάριο αναδιάρθρωσης του χρέους, με γενναίο «κούρεμα» ιδιαίτερα του μέρους του που βρίσκεται εντός της Ελλάδας, αντέδρασαν δριμύτατα οι εγχώριες τράπεζες, που αυτό το διάστημα είναι αφοσιωμένες στη νομή της νέας λείας τους, των 25 δισ. κρατικών εγγυήσεων που τους έχουν διατεθεί.
Οι ελληνικές τράπεζες είχαν κάθε λόγο να «κάψουν» μια ώρα αρχύτερα το σενάριο αναδιάρθρωσης του χρέους και να πριμοδοτήσουν την εναλλακτική του ευρωομολόγου. Το ίδιο ισχύει, φυσικά, και για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, που απεχθάνονται την ιδέα της συμμετοχής των ιδιωτών στο «κούρεμα» του χρέους, σύμφωνα με το γερμανικό σχέδιο. Έτσι, φαίνεται ότι ρίχνουν πρόθυμα το βάρος τους υπέρ της εκστρατείας Παπανδρέου για το ευρωομόλογο, που ωστόσο, πέραν της ασάφειας για τις προδιαγραφές του, δεν υπόσχεται απεμπλοκή από την παγίδα του χρέους και δεν αμφισβητεί ούτε στο ελάχιστο το νεοφιλελεύθερο «μονόδρομο» της λιτότητας για τον κόσμο της εργασίας. Αντιθέτως, μάλλον κατατείνει σε παγιοποίηση και ενοποίηση αυτής της πολιτικής, στο όνομα της ενιαίας δημοσιονομικής και οικονομικής διακυβέρνησης, ενώ εμπεριέχει και τον κίνδυνο να επεκτείνει το πρόβλημα του υψηλού κόστους δανεισμού ακόμη και στις χώρες-ηγεμόνες της Ε.Ε.
Το πολιτικά κρίσιμο, ωστόσο, είναι ότι, σε μια περίοδο που επιπτώσεις της μνημονιακής ύφεσης διογκώνονται σαν τσουνάμι και η κυβέρνηση κινείται ως μαθητευόμενος μάγος, το ευρωομόλογο σερβιρίστηκε ως άξονας συναίνεσης. Το ερώτημα είναι γιατί τόσο πολλοί -και πέραν του μνημονιακού μπλοκ- έσπευσαν να πιαστούν από τον άξονα αυτόν, προσφέροντας ευρωπαϊκό άλλοθι στην κατά τα λοιπά πανικόβλητη κυβέρνηση…