«Ως πρόεδρος του Συνδέσμου Εκδοτών συνεργάστηκα καλά με τον Τζαβάρα. Του Μιχάλη Σιάχου
Όταν ξήλωσε τη Διοίκηση του ΕΚΕΒΙ του είπα συγχαρητήρια που, επιτέλους, έβαλε χέρι σε έναν σάπιο θεσμό που εξυπηρετούσε ελάχιστους, σε βάρος των πολλών. Τo έμαθε και με κάλεσε (σ.σ. για τον κινηματογράφο): Θα σας δώσουμε τη στήριξή μας, του είπα, με έναν όρο: πως οι εκδότες θα έχουμε τον πρώτο λόγο σε ό,τι γίνει από δω και πέρα. Και έχουμε (έκτοτε) μια άψογη συνεργασία… Όλοι ξέρουμε πως στο στόχαστρο είναι 252 οργανισμοί του Δημοσίου. Ανάμεσά τους είναι μέχρι και το Εθνικό Θέατρο. Άλλους θα τους κλείσουν, άλλους θα τους συγχωνεύσουν…».
Μπορεί αυτά που με έπαρση δήλωνε πριν από λίγες μέρες ο Γιάννης Σολδάτος (…άτυπος σύμβουλος του αναπληρωτή υπουργού Πολιτισμού) στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, προαναγγέλλοντας το σφράγισμα (και) του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου να έχουν ελαφρώς ανασκευαστεί λόγω του θορύβου που προκάλεσαν. Το πρόβλημα, όμως, παραμένει και μαζί μ’ αυτό και η αντίφασή του. Εξηγούμαστε: Όλοι σχεδόν οι πολιτιστικοί οργανισμοί που φέρουν τον επιθετικό προσδιορισμό «εθνικός» είναι αντιμέτωποι με το λουκέτο.
Η χρεοκοπία της χώρας και η «αμαρτωλή» πορεία κάποιων εξ αυτών θεωρούνται ισχυρά κίνητρα αλλά και κριτήρια για να πείσουν τη ζαλισμένη από την τηλε-«δημοκρατία» κοινή γνώμη να αποδεχθεί αδιαμαρτύρητα -αν όχι και με ανακούφιση- το αυτονόητο του τέλους τους. Πεταμένα λεφτά λοιπόν; Τηρουμένων κάποιων αναλογιών, ίσως «ναι», αφού όλα σ’ αυτόν τον τόπο και τη δαιμόνια φυλή που τον κατοικεί, αποδείχτηκε ότι πήγαιναν κατά διαβόλου! Το οξύμωρο του πράγματος είναι ότι τα κόμματα που εξέθρεψαν και γιγάντωσαν την «καθολική» αρρώστια, αφού καρπώθηκαν τα οφέλη από τους θεσμούς αυτούς, εμφανίζονται ξανά, ως (προ)άγγελοι της ελπίδας αναμασώντας εννοείται το βολικό απόφθεγμα «όλοι μαζί τα φάγαμε» του… «χοντρομπάσταρδου» Πάγκαλου – όπως σοφά τον αποκάλεσε στον Γκάρντιαν ο Άγγλος δημοσιογράφος Γκρεγκ Πάλαστ.
Να κλείσουν, λοιπόν, το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, η Εθνική Βιβλιοθήκη, η Εθνική Λυρική Σκηνή, το Εθνικό Θέατρο, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και ό,τι άλλο φέρει εθνικό η δημόσιο προσδιορισμό, καθώς αποδείχτηκαν ανίκανα να συντάξουν και να διαχειριστούν μια οραματική πολιτική πολιτισμού, αντάξια του ονόματός τους;
Ας είμαστε τουλάχιστον επιφυλακτικοί, καθώς τα πράγματα είναι πιο πονηρά και πιο κρίσιμα απ’ όσο δείχνουν.
Οι εύκολες απαντήσεις προσιδιάζουν σε αδιάφορους είτε σε παραπλανημένους πολίτες. Ο μύθος του ιδιώτη που καιροφυλακτεί για να αντικαταστήσει το Δημόσιο και τη μέριμνά του, ο οποίος κατά κόρον εκθειάζεται από τη συγκυβέρνηση και την προπαγάνδα των Μέσων «Ενημέρωσης» θα αποδειχθεί σύντομα ένα εφιαλτικό όνειρο. Όσα προβλήματα διαχείρισης και χάραξης πολιτικής κι αν είχαν οι θεσμοί αυτοί, όσα πρόσωπα κι αν βόλεψαν οι εγκάθετοι διευθυντές τους, όσα χρήματα κι αν κατασπατάλησαν για δημόσιες φιέστες και σχέσεις, καμιά λογική δεν πρέπει να καταλήγει στο συμπέρασμα της εξαφάνισής τους.
Η οργή αλλά και το αίτημα της κοινωνίας, άλλωστε, είναι να ξεριζωθούν οριστικά οι νοοτροπίες που υπονόμευσαν το κύρος και τη βιωσιμότητά τους και όχι να κλείσουν οι οργανισμοί.