Η τέταρτη προσφυγή στις κάλπες μέσα σε τέσσερα χρόνια (η προηγούμενη ήταν μόλις πριν 7 μήνες) αντί να απαλύνει τον πονοκέφαλο του ισπανικού κράτους, τον δυνάμωσε κι άλλο. Η χρόνια πλέον αστάθεια του ισπανικού πολιτικού συστήματος συνεχίζεται, αφού το εκλογικό αποτέλεσμα έκανε το παζλ των πιθανών συνεργασιών ακόμη πιο περίπλοκο. Το βασικό «τεχνικό» πρόβλημα της Μαδρίτης είναι ότι τα διάφορα αυτονομιστικά κόμματα αύξησαν κι άλλο τα ποσοστά και τις έδρες τους – ακριβώς τόσο όσο χρειαζόταν για να παγιωθεί η αδυναμία οποιουδήποτε από τα δύο μεγάλα ισπανικά μπλοκ (είτε του κεντροαριστερού είτε του δεξιού) να αποκτήσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Εξάλλου η περαιτέρω πτώση των Podemos και η ραγδαία κατάρρευση των Ciudadanos –δηλαδή των δύο μικρότερων κομμάτων που θα μπορούσαν να συμμαχήσουν με τους Σοσιαλιστές του υπηρεσιακού πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ– τώρα καθιστά αναγκαία μια ακόμη πιο ευρεία, και γι’ αυτό πιο δύσκολη, συνεργασία.
Μ’ αυτήν την έννοια, είναι μάλλον πρόωροι οι πανηγυρισμοί διαφόρων κεντροαριστερών (περιλαμβανομένων των «δικών μας») για τη μετεκλογική ανακοίνωση του Σάντσεθ και του Ιγκλέσιας ότι τα βρήκαν και θα συγκυβερνήσουν. Μπορεί η μείωση των εδρών και των δύο να τους ανάγκασε να βιαστούν να συμφωνήσουν την επομένη των εκλογών, αλλά τους λείπουν 21 έδρες για να φτάσουν τον περιπόθητο αριθμό 176: μαζί έχουν τώρα 155 έδρες, έναντι των 165 που είχαν αποσπάσει τον Απρίλιο. Ακόμη κι αν αθροιστούν οι 3 έδρες του νέου κόμματος που ίδρυσε ο Ινίγο Ερεχόν, πρώην υπαρχηγός του Ιγκλέσιας, το κενό έχει μεγαλώσει… Όσον αφορά τον ίδιο τον Σάντσεθ, βγαίνει κι αυτός ελαφρά τσαλακωμένος, αφού δεν απέδωσε ο εκβιασμός της απόσπασης περισσότερων ψήφων επισείοντας τον κίνδυνο παράτασης της αστάθειας: οι Σοσιαλιστές απώλεσαν 760.000 ψήφους σε σχέση με τον Απρίλιο, κυρίως λόγω της αύξησης της αποχής. Και διασώθηκαν, χάνοντας μόλις 3 βουλευτές, χάρη στον εκλογικό νόμο που πριμοδοτεί τα δύο πρώτα κόμματα (με 28% στις κάλπες απέσπασαν το 34% των εδρών).
Ταυτόχρονα, μετά τις βαρύτατες ποινές που επέβαλε το Ειδικό Δικαστήριο της Μαδρίτης στους ηγέτες του καταλανικού κινήματος ανεξαρτησίας, έχει μειωθεί δραματικά η πιθανότητα παροχής κοινοβουλευτικής ανοχής σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας Σοσιαλιστών-Podemos από τους Καταλανούς και Βάσκους αυτονομιστές. Αυτή ήταν μια «λύση ανάγκης» που συζητούνταν μέχρι πριν λίγο καιρό, αλλά σήμερα οι επικεφαλής της καταλανικής Ρεπουμπλικανικής Αριστεράς και της βασκικής Πατριωτικής Αριστεράς αδυνατούν να πείσουν την οργισμένη βάση τους για την ανάγκη να στηριχθεί η ισπανική Κεντροαριστερά ως «μικρότερο κακό» απέναντι σε μια ισπανική Δεξιά που παίρνει όλο και πιο ακραίες θέσεις. Όσον αφορά τους υπόλοιπους αυτονομιστές, το μετριοπαθέστερο καταλανικό κόμμα του Πουτζδεμόν έχει αποκλείσει οποιαδήποτε στήριξη των Σοσιαλιστών, όπως και το «ακροαριστερό» καταλανικό CUP που για πρώτη φορά συμμετείχε σε ισπανικές εκλογές και –παρά την πρόσφατη διάσπασή του– εξέλεξε 2 βουλευτές. Απομένουν το Βασκικό Εθνικιστικό Κόμμα και η Συμμαχία Καναρίων, αλλά οι βουλευτές τους δεν αρκούν για να καλύψουν το κενό.
Ανακατατάξεις στην τριχοτομημένη Δεξιά
Το δεύτερο σημαντικό γεγονός που έβγαλε η κάλπη ήταν οι μεγάλες εσωτερικές ανακατατάξεις στο στρατόπεδο της τριχοτομημένης πλέον ισπανικής Δεξιάς: τα οφέλη από την απότομη κατρακύλα των ακραίων νεοφιλελεύθερων Ciudadanos, που έχασαν το 60% των ψηφοφόρων τους και (λόγω εκλογικού συστήματος) πάνω από το 80% των εδρών τους, μοιράστηκαν στο κόμμα της παραδοσιακής ισπανικής Δεξιάς και στην Ακροδεξιά. Έτσι το Λαϊκό Κόμμα εδραιώνεται στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης με ένα 20% των ψήφων και 25% των εδρών. Όσο για το ακροδεξιό Vox, εκτινάσσεται στην τρίτη θέση, έχοντας αφαιμάξει την παραδοσιακή Δεξιά από όλους τους νοσταλγούς του φρανκισμού που επί δεκαετίες «κρύβονταν» στο Λαϊκό Κόμμα. Η εξωφρενική διαφθορά δεκάδων ηγετικών στελεχών του Λαϊκού Κόμματος έχει παίξει επίσης ρόλο στην ενίσχυση της Ακροδεξιάς. Υπ’ αυτήν την έννοια, η άνοδος των ποσοστών του Λαϊκού Κόμματος σε σχέση με τον Απρίλιο είναι περιορισμένη και οφείλεται στην αποδρομή των Ciudadanos: το σχεδόν 21% φαντάζει ισχνό μπροστά στο συν-πλην 40% που αποσπούσε μέχρι πριν λίγα χρόνια.
Σε κάθε περίπτωση, το κοινοβουλευτικό άθροισμα των τριών δεξιών σχηματισμών είναι ελάχιστα αυξημένο (151 έδρες έναντι 147 τον Απρίλιο), και πάντως μικρότερο της ισπανικής Κεντροαριστεράς. Δηλαδή ακόμη κι αν το Λαϊκό Κόμμα και οι Ciudadanos έσπαγαν το ταμπού της απομόνωσης του Vox, θα εξακολουθούσαν να περιορίζονται στο ρόλο του παρατηρητή και σχολιαστή των προσπαθειών σχηματισμού κυβέρνησης από τον Σάντσεθ. Οι μόνοι δεξιοί που ακόμη προσπαθούν να πιέσουν στην κατεύθυνση μιας «ισπανικής σταθεροποίησης» είναι οι Ciudadanos, που καλούν Σοσιαλιστές και Λαϊκό Κόμμα να συνεργαστούν σε έναν μεγάλο ισπανικό συνασπισμό – με τη συμμετοχή και των ίδιων βέβαια. Οι Ciudadanos δεν έχουν να χάσουν τίποτα πια προτείνοντας μια λύση αντιδημοφιλή τόσο στην Κεντροαριστερά όσο και στη Δεξιά, αλλά αρεστή στο «βαθύ κράτος» της Μαδρίτης. Κανείς άλλος όμως δεν είναι τόσο απελπισμένος όσο αυτοί –τουλάχιστον για την ώρα– ώστε να εξετάσει σοβαρά μια τέτοια ακραία λύση. Μεταξύ άλλων, το κόστος που πληρώνουν οι συνιστώσες του αντίστοιχου γερμανικού κυβερνητικού συνασπισμού λειτουργεί ως παράδειγμα προς αποφυγή τόσο για τους Σοσιαλιστές όσο και για το Λαϊκό Κόμμα, και αποτρέπει μέχρι στιγμής κάθε σκέψη… αυτοθυσίας και των δύο «για το καλό του Βασιλείου της Ισπανίας».
Βαθιές οι ρίζες της κρίσης
Άσχετα από το αν και με ποια σύνθεση θα βρεθεί τελικά τρόπος στοιχειωδώς σταθερής διακυβέρνησης, οι αλλεπάλληλες και ατελέσφορες εκλογικές αναμετρήσεις καταδεικνύουν τις βαθιές ρίζες της δομικής πλέον κρίσης του ισπανικού κράτους. Μιας κρίσης με διττό πρόσημο, αφού η οξύτητα του «εθνικού» ζητήματος προστίθεται στη βασανιστική για τα λαϊκά στρώματα παράταση της οικονομικής στασιμότητας. Ενώ τα παζάρια δίνουν και παίρνουν στους διαδρόμους του ισπανικού κοινοβουλίου, η διαρκής αλαζονεία των από πάνω και η περιφρόνησή τους για τις ανάγκες των πολλών, σε συνδυασμό με τον μονόδρομο της καταστολής προς τους απείθαρχους υπηκόους των Βουρβώνων, δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα που δυναμιτίζει κάθε επιδίωξη «κυβερνησιμότητας». Έτσι το πολιτικό σκηνικό πολυδιασπάται, η αστάθεια παρατείνεται, και οι κεντρόφυγες δυνάμεις παραμένουν ισχυρές στις «επαρχίες» της Μαδρίτης – παρά τη διάψευση των ελπίδων τους για επίλυση του εθνικού ζητήματος με διάλογο. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, τελικά το ισπανικό πρόβλημα συμβάλλει κι αυτό όσο του… αναλογεί στην επιδείνωση της ευρωπαϊκής ασθένειας.