Του Κωνσταντίνου Πουλή
Έστω ότι μια κριτική επιτροπή δεν απαρτίζεται από ηλίθιους και ότι αυτός που βραβεύεται δεν είναι ανάξιος. Τι εξυπηρετεί ένα βραβείο; Η λογική του βραβείου είναι η επιδοκιμασία ενός έργου. Είτε στη βάση της κρίσης των πολλών είτε στη βάση της κρίσης των ειδικών, βραβεύεται η αριστεία, το εξέχον κατόρθωμα.
Υπό ποίαν έννοια όμως συνιστά επιβράβευση για έναν πνευματικό άνθρωπο κάτι τέτοιο; Φαντάζομαι ότι επιβράβευση συνιστά είτε η γνώμη των ελαχίστων ανθρώπων που μπορούν να πουν κάτι καίριο είτε η υποδοχή του κοινού. Το κοινό δεν βαραίνει με τη γνώμη του, αλλά αριθμητικά, με την παρουσία ή την απουσία του στις παραστάσεις, με την αγορά ή την απόρριψη ενός βιβλίου.
Πρόκειται για μία από τις περιπτώσεις που η αναδρομή στην αρχαιότητα φοβάμαι ότι μπορεί να είναι παραπλανητική. Ο αρχαίος πολιτισμός αγαπούσε τον ανταγωνισμό με μανία. Από την εκπαίδευση και την ποίηση μέχρι τον πόλεμο και τον αθλητισμό, ενδιέφερε πρωτίστως η επιτυχία. Ο Μακ Ιντάιρ υποσημείωνε πως η αρχαία αριστεία έχει περιεχόμενο, δεν είναι κυριαρχία ανεξαρτήτως αρετής, αλλά τα δεδομένα είναι αποκαλυπτικά. O Κλεομήδης στην Αστυπάλαια έχασε το έπαθλο των αγώνων γιατί σκότωσε τον αντίπαλό του. Τρελάθηκε, μπήκε σε ένα σχολείο με εξήντα παιδιά, έριξε την κολώνα και σκοτώθηκαν όλα. Όταν τον κυνήγησαν για να τον λιθοβολήσουν, εκείνος αναζήτησε καταφύγιο στον ναό της Αθηνάς. Δεν τον βρήκαν όμως εκεί, ρώτησαν τον Απόλλωνα και τους είπε να τον τιμούν γιατί είναι ο τελευταίος των ηρώων. Αυτός που γκρεμίζει ένα σχολείο με εξήντα παιδιά και λατρεύεται ως ήρωας μας δείχνει πως και στην αρχαιότητα ο θαυμασμός μπορούσε να μεταφερθεί στο κατόρθωμα, όχι στο περιεχόμενο. Μεταφέρομαι λοιπόν στα σημερινά. Το λογοτεχνικό βραβείο δεν σε κάνει λογοτεχνικότερο, σε κάνει ανταγωνιστικότερο. Η λύσσα της επικράτησης κυριαρχεί επί των περιεχομένων αργά ή γρήγορα. Αυτή είναι η λογική του ανταγωνισμού, γι’ αυτό είναι φυσιολογικό να βραβεύονται παντού διάσημοι τραγουδιστές. Το ότι η Χάρις Αλεξίου βραβεύεται ως μεταφράστρια και ο Σάκης Ρουβάς ως ηθοποιός είναι λογική προέκταση της κουλτούρας της ιεραρχίας. Αναφέρεται μερικές φορές πως «η ιδιοφυΐα των αρχαίων ποιητών είναι αξεχώριστη από την ιδιοφυΐα του κοινού που τους ανέδειξε», όπως είχε πει ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Όμως πώς αποδεικνύεται ότι οι αρχαίοι παρήγαγαν αριστουργήματα επειδή ήταν εκτεθειμένα στην κρίση του κοινού για να αξιολογηθούν;
Γίνεται μια συζήτηση για την αριστεία αυτές τις μέρες. Το κλειδί της σχετικής παρανόησης είναι πως το αντίθετο της αριστείας δεν είναι η αναξιοκρατία, αλλά η αδιαφορία για τις τιμές και τα αξιώματα. Αν πρόκειται για το δίλημμα αν προτιμούμε να καταλαμβάνουν θέσεις άξιοι ή ανάξιοι, μάλλον δεν πρόκειται για δίλημμα. Ακόμη και συνταξιδιώτη στο τραίνο να διαλέγαμε, προφανώς θα προτιμούσαμε άνθρωπο που να μας ενδιαφέρει από κάποιον που μας κάνει να πλήττουμε. Όμως την ώρα που διδάσκουμε λογοτεχνία είναι δυνατόν η μέριμνά μας να είναι ποιος κατάλαβε καλύτερα, βαθύτερα, μονιμότερα και ουσιαστικότερα, για να τον παινέψουμε και να τον βραβεύσουμε; Τίποτα από όσα αξίζουν στην επικοινωνία με ένα έργο ή έναν μαθητή δεν μετριέται. Προφανώς υπάρχουν στιγμές που απαιτείται να αξιολογήσουμε, να επιλέξουμε έναν καθηγητή ή έναν υπότροφο ανάμεσα σε πολλούς υποψήφιους. Αλλά δεν είναι όλες οι στιγμές τέτοιες και πάντως δεν είναι δουλειά της διδασκαλίας να διαμορφώνει (και αυτή) συνείδηση ιεραρχίας. Η σκάλα που οδηγεί από το στουρνάρι στον ατσίδα είναι ο βασικός τρόπος με τον οποίον βιώνεται από τους μαθητές η σχολική εκπαίδευση. Η φυσική της συνέχεια είναι οι σπουδές στο εξωτερικό και η πολιτική σταδιοδρομία στο Ποτάμι. Δεν έχουμε λόγο να συνδράμουμε σε αυτό το κλίμα.
Εξάλλου δεν έχουμε πάντοτε και την αγωνία να περάσει μόνο ένας την εξέταση. Το ουσιαστικότερο μέρος της εκπαίδευσης είναι να μάθουν οι μαθητές αυτό που κανείς δεν λέει: πως αξία συνιστά ό,τι δεν ποσοτικοποιείται. Δεν ενδιαφέρει αν αγαπάμε τη μάνα μας πιο πολύ από ό,τι οι άλλοι, δεν υποφέρω ποτέ που δεν ερμηνεύω Μπετόβεν στο μπουζούκι, και δεν είναι ο αγαπημένος μου λογοτέχνης κάποιος γίγαντας, που κάνει τους άλλους να μοιάζουν τσόλια και ξέφτια της λογοτεχνικής ιστορίας. Είναι απλώς οι αγαπημένοι μας, όπως ο γάτος μας ή το φθαρμένο μπουφάν μας. Το κλασικό παράδειγμα είναι οι πηγές του Καβάφη, που έγραψε ό,τι έγραψε με πηγές κατά γενική ομολογία δεύτερης ή τρίτης ποιότητας. Έγραψε μετριότατα ποιήματα εμπνευσμένος από τον Σαίξπηρ και τον Όμηρο, και σπουδαία ποιήματα εμπνευσμένος από συγγραφείς που ξέρουν ελάχιστοι.
Το γεγονός ότι υπάρχει αναξιοκρατία δεν αλλοιώνει το γεγονός ότι όλη η παιδεία μας και όλη η αντίληψη της κοινωνίας εδράζεται σε μια αντιμετώπιση της παιδείας αυστηρώς ιεραρχική. Δεν χορταίνουμε να συζητούμε για τους καλούς και τους κακούς μαθητές, τις ταινίες που πήραν όσκαρ, τους «Έλληνες που διαπρέπουν στο εξωτερικό» και άλλες κοινοτοπίες, αφήνοντας κατά μέρος την πρώτη αποστολή της παιδείας, που είναι η γοητεία. Κάτι από όλα αυτά που λέμε να μείνει στο μυαλό εκείνου που ακούει.
Το πρόβλημα είναι ότι η κουλτούρα της υποτιθέμενης αριστείας λαμβάνει ως δεδομένο πως υπάρχουν θέσεις για λίγους, και μετά αγωνίζεται να μας πείσει ότι θα βρει την καλύτερη διαδικασία για να κρίνει ποιοι θα αποκλειστούν. Δεν έχω καμία αμφιβολία, νομίζω κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν έχει, ότι στην παιδεία και στα γράμματα υπάρχουν κορυφές, ότι δεν θα γράψουμε όλοι λογοτεχνία σαν τον Ντοστογιέφσκι. Η δημιουργία έχει χαρακτήρα αριστοκρατικό με την απλή έννοια ότι δεν παράγουν όλοι οι άνθρωποι έργα του πνεύματος, και δεν παράγουν όλοι έργα ίδιας ποιότητας. Αυτό όμως που διακυβεύεται ουσιαστικά είναι ότι η ιδεολογία της αξιοκρατίας αποσιωπά πως το ερώτημα δεν είναι αν θα καταλαμβάνουν θέσεις ή υποτροφίες άξιοι ή ανάξιοι, αλλά το αν η παιδεία μας θα έχει ως προσανατολισμό τον άνθρωπο-λύκο.
Η παιδεία που εγώ καταλαβαίνω και σέβομαι είναι παιδεία που μεταδίδει τα έργα του πνεύματος, για να μοιραστούν και άλλοι τη χαρά που νιώσαμε όσοι (και όσο) τα γνωρίσαμε. Η μανία της αγοράς να μας βάλει στη σειρά για να δούμε ποιος θα περάσει την πόρτα πρώτος, ποιος τελευταίος, και ποιος θα μείνει απ’ έξω, είναι ριζικά αλλουνού παπά ευαγγέλιο.