του Γιώργου Κυριακού*

Απεργώ. Δεν είναι πράξη αντίστασης η συμμετοχή μου. «Θρησκευτικοί» οι λόγοι. Η απεργία, είναι η πράξη που εξιστορεί γενναίες-ιδανικές στιγμές. Το κόμμα, το σωματείο, η επανάσταση… Όλα όμως κρίνονται στον τόπο και στο χρόνο που διαδραματίζονται. Πρακτική που δεν επιβεβαιώνεται σήμερα δεν της επιτρέπεται ούτε να προβάρει με το κουστούμι του παρελθόντος. Διότι γίνεται καρικατούρα του.
Συνιστώσες που οδηγούν στην παρακμή αυτή έχουν θίξει αξιόλογοι συγγραφείς όπως π.χ. ο Γ. Κουκουλές, αιτίες που σχετίζονται με τη βαθμιαία ένταξη των συνδικάτων στην εποπτεία του κράτους. Αν εξαιρεθεί η πρώτη τετραετία της δεύτερης «επταετίας» 1974-81 η οποία είχε κυρίως νίκες εργαζομένων (πολλές από τις οποίες με πληρωμή δεδουλευμένων για τις ημέρες απεργίας από την εργοδοσία), η συνέχεια είναι απογοητευτική. Πολλά και σοβαρά γεγονότα υπήρξαν σε όλη την 45ετία, από τον αγώνα για την απομάκρυνση των χουντικών μέχρι και τα πρόσφατα συνέδρια που αποτυπώνουν την ανυπαρξία της συμμετοχής των εργαζομένων. Από τον 330/76 στον 1264/82 κι από εκεί στο σήμερα.
Πρόχειρες σκέψεις για το σημερινό αδιέξοδο:

Ο πρώτος λόγος αφορά στο γεγονός ότι η συνδικαλιστική δράση έχει απεμπολήσει το ενδιαφέρον για το περιεχόμενο της εργασίας στους κλάδους. Το αποτέλεσμα της ίδιας της λειτουργίας φέρει λειτουργούς και χρήστες αντιμέτωπους. Συνήθως.

Ο δεύτερος το ότι ο συνδικαλισμός, πέρα από γενικόλογες διακηρύξεις, έρχεται σε ρήξη με το ίδιο το κοινωνικό σώμα αφού ακολουθά την υπεράσπιση διαφορετικών συμφερόντων σε διαφορετικούς κλάδους.

Αυτά είναι δομικά χαρακτηριστικά που απομακρύνουν την ιδέα υπεράσπισης των κοινών συμφερόντων όπως και την ιδέα επαναστατικών διεργασιών. Εξαιρέσεις, όπως η «τάδε απεργία» υπάρχουν χωρίς προοπτική, κάποιες φορές γίνονται «αδειανό πουκάμισο» και μια «Ελένη», σημαίες ευκαιρίας.
Δομικά ζητήματα που περιστρέφονται γύρω από το «εργασία-αγώνες» έχουν την τιμητική τους σε αυτήν την κατηφόρα. Δυο από αυτά:

α) Η καταστροφή του όποιου παραγωγικού εκτοπίσματος της χώρας χωρίς σοβαρές αντιστάσεις επέφερε την κινητικότητα-διάσπαση των εργατικών στρωμάτων, την ώθηση στην παρασιτοποίηση, την ανεργία, την κοινωνική παρακμή και τη μετανάστευση οπουδήποτε. Για να γίνονται εργατικοί αγώνες πρέπει να υπάρχουν εργάτες ριζωμένοι. Ο αναρχικός Μάρει Μπούκτσιν μελετώντας για την ισπανική επανάσταση του 1936 εξηγούσε ότι το συνδικάτο ήταν μια προέκταση των barrios, της γειτονιάς δηλαδή των ξεριζωμένων συγχωριανών που έφτιαχναν ρίζα σε μια περιοχή με αναφορά τους τη δουλειά στο εργοστάσιο. Ρίζα η κοινή καταγωγή και οι αγροτικές εξεγέρσεις.

β) Η επαγγελία της δικαιοσύνης από κόμματα και οργανώσεις, συλλογικότητες κ.λπ. είναι πεδίο ανταγωνισμού. Προτροπή από την καθεμιά συλλογικότητα που επιθυμεί να απορροφήσει τις «άλλες» για την ίδρυση του εργατικού κόμματος που θα φέρει την αλλαγή. Οι ελάχιστες υπερβάσεις, χωρίς προοπτική σε ένα τοπίο ανταγωνιστικό. Το τοπίο περιορίζεται σε λίγους αυτοαναφορικούς «αξιωματικούς και στρατιώτες». Πολλές φορές η καταγγελία για τους «άλλους» εξαφανίζει την κριτική στην ίδια την πηγή της αδικίας. Οι χαρακτηρισμοί δίνουν και παίρνουν συγκρατώντας τις απαραίτητες αποστάσεις που με τη σειρά τους συγκρατούν την ύπαρξης της καθεμιάς «μεγάλης αλήθειας». Κάπως έτσι. «Θρησκευτικοί» οι λόγοι.

* Ο Γιώργος Κυριακού είναι δάσκαλος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!