Ο ινδικής καταγωγής Αμερικάνος σκηνοθέτης Νάιτ Σιάμαλαν (Έκτη Αίσθηση/1999) εμπλουτίζει τα πρωταρχικά συστατικά του ψυχαγωγικού σινεμά, με στοιχεία από τον κόσμο της ψυχολογίας, της εθνολογίας, της παραφιλολογίας, της τέχνης και της λαϊκής αμερικάνικης υποκουλτούρας, για να δημιουργήσει αντισυμβατικά νεανικά θρίλερ μεταφυσικών προεκτάσεων, γεμάτα ανατροπές και αντιρατσιστικά αντανακλαστικά, δίχως διαβολικά πνεύματα, αλλά με βαθιά πληγωμένες υπάρξεις. Στον αντίποδα χολιγουντιανών υπερπαραγωγών, οι υπερήρωες στις ταινίες του δεν αντιπροσωπεύουν εξιδανικευμένα πρότυπα εθνοσωτήρων, αλλά καταπιεσμένα θύματα, «τους σπασμένους», που σφυρηλατούνται από πόνο, φόβο και σιωπή για να εξελιχθούν στους «Εκλεκτούς», που διεκδικούν ηθική δικαίωση. Επικεντρώνοντας σε αυτούς που έχουν υποστεί σε παιδική ηλικία ενδοοικογενειακή κακοποίηση είτε σχολικό εκφοβισμό, αναδεικνύει την τεράστια δυσκολία τους να αποκαλύψουν δημόσια το ανεξίτηλο τραύμα τους, αλλά και να ενστερνιστούν το στίγμα του θύματος.

Σύμφωνα με την εκλαϊκευμένη διάσταση ψυχολογίας στο σινεμά του Χιτσκοκ, ο Σιάμαλαν δημιουργεί στον «Διχασμένο» ένα καλοδουλεμένο ψυχολογικό θρίλερ, με μεταφορικούς συσχετισμούς που συνδέουν σεξουαλική κακοποίηση, κυριαρχικά ένστικτα επιβίωσης από το ζωικό βασίλειο, ψυχαναλυτικούς συμβολισμούς του αρπακτικού, εξαίρετα έργα τέχνης, παιδικούς φόβους σε μορφή μπαμπούλα με υπερφυσικές προεκτάσεις, που παίρνουν σάρκα και οστά, ανανεώνοντας τον γκόθικ μύθο του λυκάνθρωπου, την τρομακτική σχιζοφρενική φιγούρα του «Δρ. Τζέκυλ και Κύριου Χάιντ» του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, μια διαφορετική εκδοχή της «Πεντάμορφης και του Τέρατος», αλλά και του σύμπαντος των υπερηρώων των κόμικς. Κομβικό στοιχείο του ιδιαίτερου πρωταγωνιστικού χαρακτήρα όμως στον «Διχασμένο» αναδεικνύεται ο τρόπος αντίδρασης του ανθρώπινου μυαλού, υπό το βάρος ανεπούλωτων ψυχικών πληγών, που στα χέρια ενός ικανού σκηνοθέτη σμιλεύεται δεξιοτεχνικά, συνδυάζοντας σε μια ταινία για υπόθεση απαγωγής την ακραία ψυχιατρική περίπτωση διασχιστικής διαταραχής ταυτότητας, έναν ισχυρό μηχανισμό αντιμετώπισης απωθημένων τραυματικών εμπειριών.

Η αγέλαστη Κέισι (Άνια Τέιλορ-Τζόι), με φήμη απροσάρμοστης έφηβης στο σχολείο, επιστρέφοντας από μια γιορτή γενεθλίων με τις συμμαθήτριές της Κλερ και Μάρσια, που αναφέρουν πως την κάλεσαν από οίκτο, απάγονται από έναν περίεργο νέο άντρα (Τζέιμς ΜακAβόι), που τις νάρκωσε με αναισθητικό σπρέι και τις κλειδαμπάρωσε σε ένα υπόγειο δωμάτιο. Όταν συνέρχονται, η εξωστρεφής ξανθιά Κλερ προτείνει να δράσουν άμεσα ενωμένες, ενώ η λιγομίλητη μελαχρινή Κέισι, εξαιρετικά επιφυλακτική, επιμένει πως διακινδυνεύουν, μη γνωρίζοντας τι αντιμετωπίζουν. Προς μεγάλη τους έκπληξη, ο απαγωγέας τους εμφανίζεται πότε ντυμένος γυναίκα, άλλοτε ψευδίζει και συμπεριφέρεται σαν μικρό ντροπαλό αγόρι. Αντιλαμβανόμενες πως πρόκειται για παθολογική περίπτωση, οι κοπέλες επιχειρούν να δραπετεύσουν. Πράγματι, αυτός ο περίεργος άντρας πάσχει από σοβαρή διασχιστική διαταραχή ταυτότητας, στριμώχνοντας είκοσι τρεις διαφορετικούς εαυτούς, ενώ μιλάει για μια νέα προσωπικότητα, αυτή ενός τρομακτικού Κτήνους.

Η αγωνία συντηρείται με κατακερματισμένη αφήγηση, που εξελίσσει σταδιακά την πλοκή σε τρία επίπεδα: στο βασικό πεδίο του παρόντος της απαγωγής, με τα αιχμάλωτα κορίτσια στο υπόγειο, όπου η κλειστοφοβική προοπτική μακρόστενου διαδρόμου εντείνεται με τράβελινγκ προς το βάθος, στις παράλληλες συνεδρίες τού πρωταγωνιστή με την ψυχίατρό του, την δρα Φλέτσερ (Μπέτι Μπάκλεϊ), όπου φωτίζονται πτυχές της διαταραχής του, αλλά και στα εμβόλιμα πλάνα από την παιδική ηλικία της Κέισι, που αποκαλύπτεται η δική της δραματική ιστορία.

Η έννοια αποδοχής και ένταξης σε ομάδα, βασικό χαρακτηριστικό της σχολικής ρουτίνας, θίγεται στη υποτιμητική παρατήρηση της γεμάτης αυτοπεποίθησης Κλερ προς την Κέισι «Γιατί συμπεριφέρεσαι σαν να μην είσαι μια από εμάς;», φράση-αναφορά στα «Τέρατα» (1932/Τοντ Μπράουνινγκ).

Η διασχιστική διαταραχή ταυτότητας, επεξηγείται από την Φλέτσερ, στη βόλτα με συνάδελφό της. Οι επινοημένες ξεχωριστές ταυτότητες διαφέρουν σε φύλο, ηλικία, επίπεδο νοημοσύνης, ενώ ενδέχεται να αναπτύσσουν και διαφορετικές φυσικές αντοχές, καθώς αυτά τα άτομα έχουν τη μοναδική ικανότητα να προσαρμόζουν στις φάσεις του μυαλού τους και τη χημεία του σώματος. Στη συζήτηση εισβάλλουν εμβόλιμα πλάνα, με την Φλέτσερ μπροστά από κάποιο πίνακα σε μουσείο, που μέσω «ιδεολογικού μοντάζ» δημιουργούν διαφορετική εννοιολογική προσέγγιση. Ανακαλώντας τον «Δεσμώτη του Ιλίγγου» (1958 /Χίτσκοκ), η σκηνή αυτή αναφέρεται στον πίνακα του Μουσείου Τέχνης της Φιλαδέλφειας «Οι λουόμενες» του Πολ Σεζάν (1839-1906), που μετέθεσε το κέντρο βάρους από τα ίδια τα αντικείμενα, στο συσχετισμό μορφών και χρωμάτων στο χώρο, υλοποιώντας τη μετάβαση από τον ιμπρεσιονισμό στον κυβισμό.

Στις εμβόλιμες σκηνές του παρελθόντος της Κέισι, αναδύεται και το κεντρικό θέμα της οικογενειακής παράδοσης του κυνηγιού, με την εκπαίδευσή της από μικρή ηλικία στη μεθοδική παρατήρηση του θηράματος, για την αποτελεσματική εξόντωσή του, γνώση που αξιοποιεί στη μελέτη συμπεριφοράς του απαγωγέα. Μάλιστα, στη σκηνή που το σοκ της απαγωγής μοιάζει να την βοηθά να διαχειριστεί το δικό της ανείπωτο τραύμα, διαφαίνεται σε δεύτερο πλάνο το εμβληματικό μπρούτζινο άγαλμα «Η θνήσκουσα λέαινα», του Βίλχελμ Φράντς Αλεξάντερ Φρίντριχ Βολφ (1816-1887), που δεσπόζει στην είσοδο του ζωολογικού κήπου της Φιλαδέλφειας, συμβολικό μοτίβο βασισμένο στο αρχαίο ομότιτλο ασσυριακό ανάγλυφο (ca. 645-635 π.Χ.), που στιγματίζει δραματικά τη στιγμή μετάβασης της ηρωίδας από τη σιωπή στη δράση.

Σε ρεσιτάλ ερμηνείας, ο Τζέιμς ΜακΑβόι καταφέρνει να διαφοροποιήσει φωνή, κινήσεις και εκφράσεις στους καταπιεσμένους χαρακτήρες που υποδύεται, από έναν βλοσυρό ψυχαναγκαστικό χαρακτήρα με γυαλιά, τον Ντένις, σε έναν εξωστρεφή γκέι σχεδιαστή μόδας, και από μια καταπιεσμένη τρανσέξουαλ, στον 9χρονο Χέντγουικ, που σε μετωπικό στατικό πλάνο, θυμίζοντας ερασιτεχνικά εφηβικά βίντεο στο διαδίκτυο, χορεύει μπρος στην Κέισι, στον ήχο του ξέφρενου electro dubstep «frogbass», των Snails, σε μια απίθανη χορογραφία, όπου χτυπιέται με τρεμάμενες κινήσεις, ανακαλώντας τις κρεμασμένες στον τοίχο παιδικές ζωγραφιές του μπαμπούλα. Το λεγόμενο «Κτήνος», που εικάζεται πως κατασπαράζει «μιαρά» κορίτσια, αναρριχάται κατακόρυφα και έχει σκληρό δέρμα, σαν τομάρι ρινόκερου, αναπαριστά την ύψιστη μορφή της ανθρώπινης εξέλιξης, για να προστατεύει όσους υποφέρουν.

Με αναφορές στις ταινίες με λυκάνθρωπους, αλλά και στον υπερήρωα Hulk, ο Ντένις σκυφτός στο μισοσκόταδο μεταμορφώνεται σε Κτήνος, ιδωμένος από πίσω, σε αντίθεση με τις παλιότερες ταινίες του «Δρ. Τζέκυλ, κύριου Χάιντ. Η γυμνή μυώδης πλάτη αναδεικνύει τον κτηνώδη χαρακτήρα, σκηνή που κορυφώνει το σασπένς σε παράλληλο μοντάζ με τις προσπάθειες των κοριτσιών να δραπετεύσουν. Το Κτήνος απεικονίζεται από μακριά να τρέχει ημίγυμνο σαν αιλουροειδές, θυμίζοντας την προσωποποίηση των ζωικών ενστίκτων στην ερωτική ταινία τρόμου «Αγριόγατα» (1982/Πολ Σρέιντερ). Κινείται ανάποδα στο ταβάνι του διαδρόμου και σπάει μία-μία τις λάμπες, πλησιάζοντας από το βάθος προς την οθόνη, σπέρνοντας μαζί με το σκοτάδι τον τρόμο, ενώ ουρλιάζει «είμαστε ένδοξοι». Η μετωπική σκηνή που απεικονίζεται να λυγίζει σιδερένια κάγκελα, σφίγγοντας τα δόντια τόσο που ματώνουν, ανακαλεί τον Κινγκ Κόνγκ, αλλά και το παρανοϊκό προσωπείο του πρωταγωνιστή στη «Λάμψη» (1980/Κιούμπρικ). Διάσπαρτος στην ταινία ο ζωικός χαρακτήρας των ενστίκτων της ανθρώπινης φύσης, μεταφέρεται ως αίσθηση από την κάμερα, που εντάσσει φευγαλέα στο κάδρο ζωόμορφα γλυπτά, ενώ η αναφορά στον ζωολογικό κήπο με τα αιχμάλωτα ζώα στα κελιά, όπως και τα κορίτσια, αποτελεί άλλη μια μεταφορά.

Η μουσική του Γουέστ Θόρντσον πριμοδοτεί ενορχήστρωση με άρπα, πιάνο και κουδουνιστούς ήχους, σε θλιμμένες μελωδίες δραματικών στιγμών και ρυθμικές συνθέσεις σάμπλερ και κρουστών, σαν να σε κυνηγάει λιοντάρι. Σε σκηνές κινδύνου ή κατά την εμφάνιση του Κτήνους, χρησιμοποιείται επαναλαμβανόμενος θόρυβος, ενώ κρουστά και έγχορδα μιμούνται βρυχηθμούς ζώων, λιονταριών ή ελεφάντων, συμπληρώνοντας τη ζωική υπόσταση.

Οι φανταστικοί κόσμοι που ο Σιάμαλαν έπλασε τόσο στον «Διχασμένο» (2016), όσο και προηγουμένως στον «Άφθαρτο» (2000), συναντήθηκαν στην ταινία «Glass» (2019), με τους ίδιους πρωταγωνιστές, ολοκληρώνοντας την τριλογία.

 * Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!