Μέσα από ένα καθεστώς πλήρους αδιαφάνειας, με την κινηματογραφική κοινότητα να έχει αγνοηθεί κατάφορα, παρουσιάστηκε απ’ το υπουργείο Πολιτισμού το σχέδιο νόμου για τον κινηματογράφο. Μπήκε στο Διαδίκτυο για δημόσια διαβούλευση μόλις 9 ημερών, γεγονός που αποτέλεσε άλλη μια παρωδία της πολυδιαφημισμένης απ’ τον πρωθυπουργό «ανοιχτής διακυβέρνησης».
Τα τεράστια προβλήματα που δημιουργεί το σ.ν. εντοπίζουν με ανακοινώσεις τους και σχόλιά τους στη διαδικτυακή διαβούλευση οι περισσότεροι φορείς και ειδήμονες του κινηματογράφου. Ως βασικότερο από αυτά φαίνεται να είναι ότι ενισχύει και προωθεί μονοπωλιακές καταστάσεις παραγωγών, διανομέων και πολυκινηματογράφων με πιθανότερο, ως αποτέλεσμα μιας τέτοιας πολιτικής, την εξαφάνιση του ανεξάρτητου ελληνικού κινηματογράφου. Είναι ένα τεχνοκρατικό νομοσχέδιο που αγνοεί, τελείως, την πολιτιστική διάσταση του σινεμά. Ασχολείται μονομερώς και στηρίζει τον παραγωγό, παραμερίζοντας τους δημιουργούς, τον σκηνοθέτη και τον σεναριογράφο. Απουσιάζει, προφανώς όχι τυχαία, κάθε αναφορά στο ποιος έχει τον τελικό λόγο σε μια ταινία (final cut), κάτι που απ’ όλα τα νομικά πλαίσια των ευρωπαϊκών χωρών αποδίδεται ξεκάθαρα στον σκηνοθέτη μιας ταινίας. Το σ.ν. μετατρέπει το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ) σε μονοπρόσωπη εταιρία, αφού δίνει υπερεξουσίες σε ένα πρόσωπο και αναγορεύει τον διοριζόμενο Γενικό Διευθυντή και, κατά συνέπεια, το υπουργείο Πολιτισμού σε υπέρτατο κριτή και διαμορφωτή της κινηματογραφικής τέχνης. Για τις αμοιβές του γενικού διευθυντή και των άλλων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου δεν προβλέπεται κάτι συγκεκριμένο, πέρα από το ότι θα ορισθούν με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού και Τουρισμού, κάτι που προέβλεπε και το πρόσφατο σχέδιο νόμου για τα όργανα διοίκησης της ΕΡΤ και που δείχνει, για άλλη μια φορά, ότι το Μνημόνιο δεν ακουμπά τα κυβερνητικά στελέχη.
Με το παρόν σχέδιο νόμου καταργούνται οι Γενικές Συνελεύσεις στο ΕΚΚ και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για κάθε διοικητικό και οικονομικό έλεγχο, καθώς και η εκπροσώπηση των αιρετών σε κάθε διοικητικό συμβούλιο και επιτροπή. Η ελληνική ταινία παύει να προβάλλεται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αφού παύει να υφίσταται το «ελληνικό τμήμα», δηλαδή καταργείται ένας ιστορικός θεσμός που αποτέλεσε, ανέκαθεν, το σημαντικότερο βήμα των Ελλήνων δημιουργών. Απομένουν, πλέον, μόνο 2 εγχώριες ταινίες πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών που θα πηγαίνουν στο διεθνές φεστιβάλ.
Είναι εντυπωσιακό ότι ενώ επεκτείνεται και για τα συνδρομητικά κανάλια η υποτιθέμενη υπάρχουσα υποχρέωση των τηλεοπτικών καναλιών πανελλαδικής εμβέλειας, να διαθέτουν το 1,5%, των ετήσιων διαφημιστικών εσόδων τους για την παραγωγή ελληνικών ταινιών, καμία μνεία δεν υπάρχει για ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις, καμιά ποινή δεν προβλέπεται για τους παραβάτες και καμιά εγγύηση δεν παρέχεται για την εφαρμογή του μέτρου η οποία παραπέμπεται σε μελλοντική υπουργική απόφαση.
Ως αποτέλεσμα, φυσικά, μιας τέτοιας πολιτικής, θα έχουμε αυτό που ισχύει και σήμερα για την υπάρχουσα υποχρέωση για το 1,5%, που δεν έχει ποτέ εκπληρωθεί από κάποιο κανάλι!
Δεν υπάρχει καμία αναφορά στην ανάπτυξη του κινηματογράφου, του ντοκιμαντέρ, του σεναρίου, της ταινίας μικρού μήκους, του Εθνικού Φεστιβάλ Ταινιών μικρού μήκους της Δράμας. Απουσιάζει κάθε αναφορά στην κινηματογραφική παιδεία, κάθε αναφορά και πρόβλεψη για τα νέα κινηματογραφικά μέσα, αγνοείται η ιστορική Ταινιοθήκη της Ελλάδας που κινδυνεύει να κλείσει. Από τα παραπάνω αλλά και από τα πολλά άλλα προβλήματα που δημιουργούνται, όπως μπορεί κανείς να διαβάσει σε ενυπόγραφα σχόλια ανθρώπων του χώρου στην ηλεκτρονική σελίδα της «διαβούλευσης», μπορούμε να συμπεράνουμε ότι πρόκειται για ένα σχέδιο νόμου που φτιάχτηκε για να καλύψει τις αγορές, δίνοντας εμπορική και μόνο διάσταση στον κινηματογράφο σε βάρος της πολιτιστικής του διάστασης. Επιχειρεί να υποτάξει την καλλιτεχνική δημιουργία στις ανάγκες μιας επιχειρούμενης κινηματογραφικής βιομηχανίας και, τελικά, καταπατά την επιταγή του Συντάγματος (άρθρο 16) που αναφέρει ότι η Τέχνη είναι ελεύθερη, επιταγή που εντοπίζει και εξειδικεύει ρητά ο ισχύων Ν.1597/1986 για τον κινηματογράφο.