Του Θανάση Αυγερινού [email protected]

Μοιάζει ο Ντόκου Ουμάροφ με τον Τσε Γκεβάρα; Μπορεί να χρειάζεται αρρωστημένη φαντασία για να το πιστέψεις, όμως δεν έλειψαν φωνές στο δυτικό Τύπο, με τελευταία τη γερμανική «Sueddeutsche Zeitung», που αποτόλμησαν τη σύγκριση.

 

Δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η μόνη φορά, που το τσετσενικό αντάρτικο, παρά το βαθιά και αποδεδειγμένα αντιδραστικό χαρακτήρα του, παρουσιάζεται από κορυφαία διεθνή ΜΜΕ ως αγνός και άσπιλος αγώνας για την ανεξαρτησία και την ιδέα της ελευθερίας. Όπως προφανώς την αντιλαμβάνεται και ο γνωστός και μη εξαιρετέος Ζίμπγκνιου Μπρζεζίνσκι, επιφανής παράγοντας της αμερικανικής Επιτροπής αλληλεγγύης στην Τσετσενία.

Ακόμη κι αν στην αφετηρία του έμοιαζε με απελευθερωτικό αγώνα, το σημερινό, λεγόμενο τσετσενικό, αυτονομιστικό κίνημα δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με το φαινόμενο που εμφανίστηκε δυναμικά λίγο πριν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης συνεχίζοντας μια πολεμική παράδοση αιώνων κατά του αυτοκρατορικού Κέντρου.

Η διπλή επίθεση αυτοκτονίας στο μετρό της Μόσχας με 40 πολίτες νεκρούς και περισσότερους από 100 τραυματίες είναι άλλη μια απόδειξη ότι οι σημερινοί ηγέτες και καθοδηγητές του, που παρήγγειλαν και οργάνωσαν την επιχείρηση, δεν έχουν πλέον τίποτε κοινό με τους ιδεολόγους της ανεξάρτητης από τη Ρωσία Ιτσκέριας. Απομακρύνονται ταχύτατα από αυτούς, βυθιζόμενοι στις πιο τυφλές πρακτικές ισλαμιστικής βίας και τρομοκρατίας άνευ σπουδαίας προοπτικής. Οι «παλιοί» είχαν ξεκάθαρους στόχους και διεκδικήσεις από τη Ρωσία, με την ηγεσία της οποίας επεδίωκαν διαπραγματεύσεις και ανταλλαγές, εντέλει έμμεση αναγνώριση και μια μορφή συμβίωσης με καθεστώς ημιαυτονομίας, όπως αυτό που δοκιμάστηκε στην περίοδο της «ανακωχής» μετά τις συμφωνίες στο Χασαβγιούρτ (1996-1999) και τον εγκληματικό πόλεμο της εποχής Γέλτσιν (1994-1996).

Οι «νέοι» απλώς σκοτώνουν αμάχους, στην καλύτερη περίπτωση συντοπίτες τους «συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων» και εκδικούνται κατά παραγγελία, διατυπώνοντας υπερφίαλες και προφανώς απραγματοποίητες επιδιώξεις, όπως η συγκρότηση ενός «Εμιράτου του Καυκάσου», που υποτίθεται ότι θα ενώσει όλες τις ρωσικές Δημοκρατίες με μουσουλμανικό πληθυσμό και μελλοντικά θα ενωθεί με τα αντίστοιχα Εμιράτα του Ταταρστάν και της Κεντρικής Ασίας.

Ειδικά μετά την τραγική εμπειρία της σοβιετικής διάλυσης, το Κρεμλίνο δεν θα μπορούσε να αντέξει μια ακόμη απόσχιση, ρισκάροντας την αλυσιδωτή αποσύνθεση της Ρωσικής Ομοσπονδίας κι αυτή παραμένει η γενική γραμμή του στον Καύκασο, όπου ζουν κοντά δυο εκατοντάδες εθνότητες, δρουν όλες οι μυστικές υπηρεσίες του κόσμου και η Μόσχα ασκεί επί τρεις αιώνες πολιτική «σιδερένιας πυγμής». Μοιάζει αντιφατικό, ωστόσο από πολλές απόψεις το Κρεμλίνο πληρώνει με αίμα στην καρδιά της πρωτεύουσάς του και με «ισλαμιστικές μεταστάσεις» σε ολόκληρο το Βόρειο Καύκασο το τίμημα των υπαρκτών και διαδοχικών επιτυχιών του. Το απολύτως αυταρχικό και ταυτοχρόνως 100 % τσετσενικό καθεστώς του άλλοτε οπλαρχηγού Καντίροφ στην ίδια την Τσετσενία εξανάγκασε τις ένοπλες ομάδες να επιλέγουν πλέον ως πεδίο δράσης τους γειτονικές Δημοκρατίες, όπως την Ινγκουσετία και το Νταγεκστάν, αλλά και να προσδεθούν την ίδια στιγμή ακόμη πιο στενά με τους ουαχαβίτες ιδεολόγους και χρηματοδότες από τη Μέση Ανατολή ή ακόμη μακρύτερα.Αρχίζοντας πιο συστηματικά μετά την κατάληψη του σχολείου στο Μπεσλάν (2004) οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες κατόρθωσαν με επιχειρήσεις ειδικών δυνάμεων να πετύχουν τον αποκεφαλισμό όλων σχεδόν των ανταρτικών ομάδων εξοντώνοντας επιφανείς οπλαρ-χηγούς.

Ο διαβόητος Ντόκου Ουμάροφ, που ανέλαβε ηγέτης των Τσετσένων αυτονομιστών το 2006 και αυτοανακηρύχθηκε εμίρης του Καυκάσου το 2007, είναι ο τελευταίος στη λίστα προγραφών, με αμέσως προηγούμενο τον Σαΐντ Μπουριάτσκι, έναν εξισλαμισμένο Ρώσο ιδεολόγο του ουαχαβιτισμού, ονόματι Αλεξάντρ Τιχομίροφ, που σκοτώθηκε στις 31 Δεκεμβρίου του 2009. «Μαθήτριες» του Μπουριάτσκι θεωρούνται οι «μαύρες χήρες», που ανατινάχθηκαν στη Μόσχα, ακολουθούμενες από συντρόφους τους στο Νταγκεστάν και την Ινγκουσετία, χωρίς ωστόσο να πετυχαίνουν το «ντόμινο της αποσταθεροποίησης», που προφανώς επεδίωκαν οι αόρατοι παραγγελιοδότες των επιχειρήσεων.

Ο Ουμάροφ ανέλαβε με σχετική καθυστέρηση την ευθύνη για τις επιθέσεις, όμως λίγο νωρίτερα το ιδιότυπο «καθοδηγητικό κέντρο» του τσετσενικού αγώνα, που φροντίζει το κατά δύναμη «ανθρώπινο» ίματζ των αρχηγών του, διέδιδε μέσω Γεωργίας ότι ο οπλαρχηγός δεν έχει ουδεμία σχέση και ότι «σκοτώνουν τους Ρώσους πολίτες ο Πούτιν και η Ρωσική υπηρεσία εθνικής ασφάλειας (FSB) για να παραμείνουν στην εξουσία». Μόνο σενάρια επιστημονικής φαντασίας θα μπορούσαν να θεωρούν κλονισμένη ή παραπαίουσα την εξουσία Πούτιν και της ομάδας του, η οποία δεν έχασε την ευκαιρία να κατονομάσει τη Γεωργία, να υπενθυμίσει κύκλους στην Τουρκία και να δείξει τα σύνορα Πακιστάν – Αφγανιστάν, δηλαδή την Αλ-Κάιντα και τους δημιουργούς της, ως μέλη τού ευρύτερου «δικτύου υποστήριξης» των τρομοκρατών σε ρωσικό έδαφος.

Είναι δυσάρεστο να σκέφτεσαι ότι μια κρίσιμη μάζα των διεθνών εξελίξεων είναι τελικά έργο όχι των λαών και των αποφάσεών τους, ούτε καν των κινημάτων και των κυβερνήσεων, αλλά ύποπτων δικτύων και ακόμη πιο ύποπτων μηχανισμών και υπηρεσιών, αλλά μοιάζει να είναι η αλήθεια…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!