Επηρεασμένος από ταινίες με δημοπρασίες και ληστείες έργων τέχνης, ο Άγγλος σκηνοθέτης Ντάνι Μπόιλ (1996/Trainspotting) συνδυάζει στο γοητευτικό νεο-νουάρ ερωτικό θρίλερ «Trance» (2013) ληστεία πίνακα, μαφία και εξαιρετικά έργα τέχνης, αναδεικνύοντας πώς η τέχνη διαμόρφωσε την αισθητική τού ερωτισμού, ενώ μέσα από τη διαχείριση της αμνησίας θέτει το ερώτημα: αν ο έρωτας λειτουργεί ως άλλη μια μεταβίβαση, μήπως αποτελεί απλά άλλη μια εμμονή; Η λέξη έκσταση στον τίτλο υποδηλώνει την κατάσταση ύπνωσης του πρωταγωνιστή. Αντικείμενο επιστημονικής μελέτης και έρευνας, η ύπνωση εφαρμόστηκε μεταπολεμικά ως μέθοδος αποφόρτισης και θεραπεία ψυχοσωματικών διαταραχών, μέθοδο που είχε χρησιμοποιήσει πριν κατασταλλάξει στη ψυχανάλυση και ο Φρόυντ, για την επίτευξη ηλικιακής αναδρομής και αναβίωσης τραυματικών αναμνήσεων. Το γεγονός ότι η ύπνωση καθιστά το υποκείμενο δεκτικό στους χειρισμούς του υπνωτιστή ενεργοποίησε τη φαντασία των σκηνοθετών στις κατασκοπευτικές ταινίες, όπως στον «Άνθρωπο της Μαντζουρίας» (1962/Τζον Φρανκεχάιμερ), αλλά και στην «Κατάρα του πράσινου σκορπιού» (2001/Γούντι Άλλεν).
Στο «Trance», ο Σάιμον (Τζέιμς ΜακΑβόι), εκτιμητής έργων τέχνης σε οίκο δημοπρασιών, κλέβει για λογαριασμό μιας συμμορίας ένα σπάνιο πίνακα του Γκόγια, αλλά μετά από χτύπημα στο κεφάλι, δεν θυμάται πού τον έκρυψε. Τότε, ο αρχηγός της συμμορίας Φράνκ (Βενσάν Κασέλ), τον εξαναγκάζει να κάνει υπνοθεραπεία. Η αισθησιακή υπνοθεραπεύτρια Ελίζαμπεθ (Ροζάριο Ντόσον), εξωτική φιγούρα από πίνακες του Γκωγκέν, αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για τον κλεμμένο πίνακα και απαιτεί μερτικό, ενώ καταφέρνει να σαγηνεύσει τον Φράνκ και μέσω ύπνωσης κάνει τον Σάιμον να την ερωτευτεί. Όσο η Ελίζαμπεθ εισχωρεί στο υποσεινήδητό του, τόσο αναδύονται καταχωνιασμένες μνήμες, αποκαλύπτοντας μια συνομωσία, ένα φόνο και έναν παθιασμένο έρωτα, στο μεταίχμιο πραγματικού-φανταστικού.
Επαναφέροντας τη φιλμική αναπαράσταση του υποσυνείδητου στο σινεμά, ο Μπόιλ δημιουργεί μια πολύ εντυπωσιακή ταινία γεμάτη ανατροπές, πιάνοντας το νήμα από τον Χίτσκοκ. Με επίκεντρο ένα ερωτικό τρίγωνο, ξετυλίγεται σταδιακά το κουβάρι μιας καλογραμμένης πλοκής, γύρω από μυστικά και ψέματα, ενώ διερευνάται πώς ο έρωτας, η ολοκληρωτική μεταβίβαση του Εγώ στον Άλλον, μετατρέπεται σε εμμονή, στο φάσμα της μετάλλαξης απ’ τον ερωτικό πόθο στη ζήλεια, στην κτητικότητα, στο μίσος και στη βία.
Στην κατακερματισμένη αφήγηση, σκηνές αποθημένων αναμνήσεων σε εμβόλιμα πλάνα συνυπάρχουν με αναπαραστάσεις φαντασιώσεων, εμφανίζοντας συγγένειες με την πολυεπίπεδη αφήγηση εγκιβωτισμένων ονείρων στο «Inception» (2010/ Κρίστοφερ Νόλαν). Ο ρυθμός δράσης συμπαρασύρει την ταχύτητα αλληλουχίας πλάνων, σε ρυθμικό συγχρονισμό με την ηλεκτρονική μουσική, όπως στη ληστεία στην εισαγωγή, με καταιγιστικό κοφτό μοντάζ που παραθέτει παράλληλα τη δράση των ληστών, του πρωταγωνιστή και τον γενικότερο πανικό. Εντυπωσιακές είναι και οι οπτικοποιήσεις των ονειρικών φαντασιώσεων στην υπνοθεραπεία. Η χαμένη μνήμη του Σάιμον εσωκλείεται σε ένα πακέτο, που όσο το ξετυλίγει ανακαλύπτει και ένα μικρότερο κουτί, που ανοίγει. Ενίοτε, η εικόνα της μνήμης του αναπαράγεται σε βίντεο που ο ίδιος βλεπει μέσα από τάμπλετ. Αυτές οι εικονικές αποτυπώσεις μπλέκονται με τις αναπαραστάσεις των αναμνήσεων που σταδιακά επανέρχονται, δημιουργώντας αφηγηματική παλινδρόμηση μεταξύ παρόντος, παρελθόντος και φαντασίωσης. Η μεταφορική διάσταση αποκάλυψης/απόκρυψης υποστηρίζεται με το παιχνίδι αντανακλάσεων ή σκιάσεων των πρωταγωνιστών, στις γυάλινες επιφάνειες. Οι σκιασμένες φιγούρες της συμμορίας, κατά την επίσκεψη του Σάιμον στο σπίτι του Φρανκ, εκφράζουν νοητική σύγχυση. Αντίστοιχα λειτουργεί και η τεμαχισμένη εικόνα της αντανάκλασης των πρωταγωνιστών, μέσα από τα πολλαπλασιασμένα τους είδωλα. Βίαιες αντιδράσεις του Σάιμον καταγράφονται μέσα από πολλαπλά στρογγυλά καθρεφτάκια στον τοίχο, ενώ η απόγνωση της Ελίζαμπεθ για τον φλογερό έρωτα, που κατέληξε σε εμμονικό κυνηγητό, μεταφράζεται με την κατακερματισμένη εικόνα της, μέσα από καθρεφτίζοντα πλακάκια.
Η σκηνοθετική μαεστρία του Μπόιλ πλαισιώνεται από εκρηκτική χρήση χρωματιστών φωτισμών ποπ αισθητικής, που παραπέμπουν στις γκονταρικές ανατρεπτικές ιδέες και τον πειραματικό εστετισμό του Γουόρχωλ. Συχνά τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών λούζονται στους πολύχρωμους φωτισμούς, όπως όταν το πρόσωπο τού στοιχειωμένου από αναμνήσεις Σάιμον, καθώς ανακτά τη μνήμη του, καλύπτεται από κόκκινους και μπλε φωτισμούς. Στα χνάρια του Γκρίναγουέι, ο Μπόιλ υιοθετεί σύστημα αναγνώρισης χώρων μέσω χρωμάτων. Έντονες γυαλιστερές προτοκαλί και κίτρινες επιφάνειες καλύπτουν το διαμέρισμα της Ελίζαμπεθ, ενώ κόκκινοι φωτισμοί υποδεικνύουν το σκοτεινό χώρο των συνεδριών ύπνωσης. Στο σύγχρονης αισθητικής διαμέρισμα του Φρανκ, έντονα τυρκουάζ σηματοδοτούν την πισίνα και τοίχοι μωβ-ροζ αποχρώσεων το υπνοδωμάτιο. Το ανάκατο μετά από διάρρηξη διαμέρισμα του Σάιμον εκφράζει μεταφορικά το χάος στο μυαλό του, ενώ αίσθηση νεο-νουάρ αναδύεται από εξπρεσιονιστικής αισθητικής κεκλιμένα πλάνα.
Στον πυρήνα αυτής της επιμελημένης εικαστικά ταινίας του Μπόιλ βρίσκεται ο Ισπανός ζωγράφος Φρανσίσκο Γκόγια, «πατέρας της μοντέρνας τέχνης και πρώτος μεγάλος ζωγράφος του ανθρώπινου νου», που πραγματοποίησε τη μετάβαση από τον ακαδημαϊσμό του 18ου αιώνα, προς τον ρομαντισμό του 19ου, αγγίζοντας εντάσεις πρώιμου εξπρεσιονισμού. Ο υποτιθέμενος κλεμμένος πίνακας του Γκόγια, οι περίφημες «Ιπτάμενες Μάγισσες» (1797-1798/Μουσείο Πράδο), μέρος της σειράς πινάκων «Μαγεία» -παραγγελία της Δούκισσας του Οσούνα- αποτέλεσε αιρετικό σχόλιο για την άγνοια και τη δεισιδαιμονία στην εποχή της βάναυσης Ισπανικής Ιεράς Εξέτασης. Εμμονικός με τις «Ιπτάμενες Μάγισσες», ο πρωταγωνιστής παίζοντας παντομίμα σκεπάζει το κεφάλι του, όπως η φιγούρα του πίνακα.
Ο Σάιμον στιγματίζει την εξέλιξη της ζωγραφικής από την εξιδανίκευση προς τα ρεύματα της σύγχρονης τέχνης, μέσα από τον πίνακα-σταθμό του Γκόγια «Γυμνή Μάγια» (1800/Πράδο), επαναστατικό έργο που στην εποχή του θεωρήθηκε «άσεμνο», δημεύτηκε από την Ιερά Εξέταση και παρέμεινε κρυμμένο μέχρι το 1900. Στην ταινία αναφέρεται ως ένα από τα πρώτα γυναικεία γυμνά της δυτικής ζωγραφικής, που απεικονίζει «ρεαλιστικά» το γυναικείο εφηβαίο, «ως υπενθύμιση της βιολογίας και της καταγωγής μας», με τον πρωταγωνιστή να ισχυρίζεται πως «από λάθος του Γκόγια» ακυρώθηκε η προηγούμενη «ακηλίδωτη τελειότητα». Εντυπωσιασμένη η σύντροφός του από αυτή την άποψη, υιοθετεί αντίστοιχο φετιχιστικό καλωπισμό, που επικράτησε να θεωρείται άκρατος ερωτισμός, φήμη που αναπαράγεται μέσα από το σινεμά.
Από ένα βιβλίο στην ταινία διακρίνεται η «Λουόμενη που χτενίζεται» (1893/ Ρενουάρ), ενώ η Ελίζαμπεθ βυθίζει τον Σάιμον σε μια φανταστική περιήγηση σε κλεμμένους πίνακες ζωγραφικής, που υποτίθεται πως βρίσκονται στο Παρεκκλήσι-γλυπτό της Νοτρ-Νταμ-ντυ-Ο (1950-1954/Λε Κορμπυζιέ), στο Ρόνσαμ της Γαλλίας. Εκεί, ο Μπόιλ στεγάζει το φανταστικό του μουσείο κλεμμένων σημαντικών πινάκων διάσημων ζωγράφων, που παραμένουν άφαντοι. Εξέχουσα θέση κατέχει ο περίφημος πίνακας του Ρέμπραντ «Ο Χριστός στη θύελλα της θάλασσας της Γαλιλαίας» (1633), που ανοίγει την ταινία, κατά τη σύντομη αναφορά τού πρωταγωνιστή στις κλοπές έργων τέχνης, ενώ κοιτά το φακό, σχολιάζοντας πως «ο Ρέμπραντ είχε βάλει τον εαυτό του μέσα στον πίνακα, κοιτάζοντας κατάματα τον θεατή». Ο πίνακας αυτός κλάπηκε το 1990 από Μουσείο της Βοστώνης, μαζί με μια ντουζίνα σημαντικών έργων τέχνης, ανάμεσά τους «Το κοντσέρτο» (1665-66) του Βερμέερ, που επίσης απεικονίζεται στην ταινία, όπως και άλλοι χαμένοι πίνακες των Βαν Γκογκ, Μοντιλιάνι, Σεζάν.
Τέλος, η πρωτότυπη ηλεκτρονική μουσική του Ρικ Σμιθ των Underworld, με γρήγορους ρυθμούς τέκνο και άμπιεντ ατμοσφαιρικές μελωδίες, συγχρονίζεται άψογα με τη δράση και τις ερωτικές εντάσεις, όμως ο Μπόιλ χρησιμοποιεί και επιλεγμένα κομμάτια. Το «Hold my hand» (2007/Unkle) δίνει ρυθμό στην εναρκτήρια σκηνή της ληστείας, το «Chanson d’ amour» (1958/Art & Dotty Todd) ακούγεται ως ξεχασμένο τραγούδι από ραδιοφωνο αυτοκινήτου, το εξαιρετικό θλιμμένο τζαζέ «Sandman» (2008/Κίρστυ ΜακΓκί) συνοδεύει διακριτικά τον ερωτικό απόηχο της συνεύρεσης Φρανκ-Ελίζαμπεθ, όπου η Ελίζαμπεθ απεικονίζεται σε αισθησιακή πόζα αντίστοιχα με την Μπαρντό στην «Περιφρόνηση» (1963/Γκοντάρ). Το ηλεκτρονικό ποπ «The Day» (2011/Moby) επικρατεί με φόντο τις πορτοκαλί αντανακλάσεις, εντείνοντας τον ερωτισμό, στη σκηνή αναβίωσης της σεξουαλικής φαντασίωσης του πρωταγωνιστή. Η ταινία κλείνει με το «Here it comes» του Ρικ Σμιθ, με την Εμελί Σαντέ, σφραγίζοντας ευχάριστα το δίλημμα μνήμης ή λήθης που παραπέμπει και στο «Matrix» (1999/αδερφοί Γουατσόφσκι).
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]