57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Ανταπόκριση: Ιφιγένεια Καλαντζή
Με πλούσιο πρόγραμμα και εξαιρετικά ενδιαφέροντα αφιερώματα διεξάχθηκε το φετινό ΦΚΘ, υπό νέα Διοίκηση, με Διευθυντή τον Ορέστη Ανδρεάδακη, και Πρόεδρο της Κριτικής Επιτροπής τον Ιρανό σκηνοθέτη Αμίρ Ναντερί.
Ανάμεσα στις 17 ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού, από Αλγερία, Ισλανδία, Χιλή μέχρι και Ιαπωνία, με έμφαση στους νέους και κυρίως στους πρωτοεμφανιζόμενους σκηνοθέτες, συμπεριλαμβάνονται και τρεις ελληνικές: οι Άφτερλωβ, Πλατεία Αμερικής και Park. Παρά την πολιτισμική ποικιλία των χωρών προέλευσης, η θεματική στις περισσότερες ταινίες στρέφεται σχεδόν εμμονικά στις δυσκολίες της προεφηβικής και μετεφηβικής ενηλικίωσης και κυρίως στην ολοένα αυξανόμενη νεανική, τυφλή βία. Αυτό το διαδεδομένο σε πλανητικό επίπεδο φαινόμενο, που εντάσσει τους νέους σε μια κοινωνική ομάδα με ίδια «φυλετικά» χαρακτηριστικά, είναι συνέπεια της παγκόσμιας ισοπεδωτικής επίθεσης στα κοινωνικά κεκτημένα, που αφήνει τους νέους χωρίς προοπτική. Παράλληλα, η επιλογή αντίστοιχων σκηνοθετικών λύσεων, δίχως πρωτοτυπία και πολιτική διάσταση, με κυρίαρχο έναν «αφτιασίδοτο» ρεαλισμό με κάμερα στο χέρι, κατά τα πρότυπα του σινεμά βεριτέ ή και του Δανέζικου Δόγματος που το διαδέχτηκε εδώ και μια 20ετία, με συγκλονιστικές, συχνά, ερμηνείες, αποτελεί ενδεχομένως ενδόμυχη συμμόρφωση των νέων σκηνοθετών προς κάποια υποδεικνυόμενα από τα διεθνή φεστιβάλ πρότυπα σεναριακών συνταγών, που διεκδικούν το χρίσμα μιας «ανεξάρτητης» αισθητικής, ενώ σχετίζεται και με την υποταγή του κινηματογραφικού προϊόντος στην παγκοσμιοποιημένη αισθητική της εικόνας, όπως επιβάλλεται μέσω της παντοκρατορίας του ίντερνετ. Ανάλογες κατευθυντήριες γραμμές επιβάλλονται άλλωστε και από τα αναγκαία, για τους πρωτοεμφανιζόμενους σκηνοθέτες, προγράμματα οικονομικής ενίσχυσης.
Η πειραματική ταινία Νήμα
Από τις 13 ελληνικές πρεμιέρες, με τις περισσότερες στα παραπάνω πρότυπα, ξεχώρισε αναμφισβήτητα σε πρωτοτυπία μορφής και περιεχόμενου η πειραματική ταινία Νήμα, του Αλέξανδρου Βούλγαρη (The Boy). Ο εμπνευσμένος μουσικός και ταλαντούχος σκηνοθέτης ξαναπιάνει το «πολιτικό νήμα» από την πατρική γενιά σκηνοθετών και αναφέρεται στη δικτατορία και τα βασανιστήρια, θεματικές που επιμελώς αποφεύγουν οι σύγχρονοί του, προτιμώντας να αναμασούν πρότυπα μιας γερασμένης πλέον νουβέλ βαγκ, σε μια αόριστη, α-πολιτική κοινωνική διάσταση. Ο νεαρός Βούλγαρης, αντιθέτως, τολμά να δημιουργήσει πολιτικό στοχασμό. Το αιμορραγικό κόκκινο στην ταινία του συνταιριάζεται με τα μαλλιά της Νίκης, της παθιασμένης ηρωίδας, που φοράει κατακόκκινο φουστάνι και την ερμηνεύει η φυσική κοκκινομάλλα Σοφία Κόκκαλη, σε διπλό ρόλο μάνας και έφηβου γιου. Η κατακόκκινη Νίκη, που είχε πιαστεί και βασανιστεί άγρια, προσπαθεί να διαχειριστεί μεταδικτατορικά τον μητρικό της ρόλο, μεγαλώνοντας τον γιο της Λευτέρη, που θα αναζητήσει τη δική του λευτεριά. Μέσα από υστερικά ξεσπάσματα ψυχαναλυτικής βιογραφικής διάστασης, η ταινία τοποθετείται φαντασιακά σε μια (ξε)περασμένη εποχή, με τους κυβερνητικούς «Οραματιστές» που πρόδωσαν και τα «Πρόσωπα», την ομάδα αντιστασιακών που υπογράφουν παράνομες προκηρύξεις με σύνθημα «Τα πρόσωπα τις νύχτες σας θα κάψουν», οργισμένη ποιητική με στίχους από τα πρωτότυπα τραγούδια του The Boy, μαζί με την ηλεκτρονική ποπ μουσική του Φελιζόλ. Μετά το Ροζ (2006), οι φορμαλιστικές αναζητήσεις του συναντάνε έναν γκονταρικού τύπου πρωτοποριακό αντιστασιακό οργασμό που ξεχειλίζει από πολλαπλές στιλιστικές επιρροές, ενώ οι πειραματικές σκηνοθετικές ονειρώξεις της προηγούμενης ταινίας του Χιγκίτα (2012) αναμειγνύονται με έναν νοσταλγικό ποπ φετιχισμό στο Νήμα, που ξεχειλίζει από κοντινά και ανετάριστα πλάνα, κυοφορώντας σπέρματα Νικολαΐδη και Ντέιβιντ Λιντς. Σε μια ταινία με τίτλο που παραπέμπει στο «Αμήν» -γκονταρικής έμπνευσης αναγραμματισμός- τα σπλάτερ κοκκινωπά βασανιστήρια εδράζουν στη φετιχιστική αισθητική των Ντε Πάλμα και Κρόνενμπεργκ, ενώ πλάνα, όπου το κεφάλι του καθοδηγητή της Νίκης παραμένει εκτός κάδρου, αναφέρονται στη χουντική τηλεοπτική αισθητική. Το τράβελινγκ κάτοψης, υπό τους ήχους ισπανόφωνων λόγων για οικονομική ανεξαρτησία μέσα από τη λαϊκή εξουσία, παραπέμπει και στον Ταξιτζή του Σκορτσέζε, ενώ η πρωτοχρονιάτικη αναγγελία -αγγελοπουλικό χρονολογικό στίγμα- μπλέκει τη νοσταλγία με την πολιτική διάσταση, με τα τραγούδια του χουντικού κιτς να συναντούν τη μεγαλειώδη ερμηνεία της Μαρίας Δημητριάδη στον Αλέξη, όπου στο βάθος ακούγεται η μελοποιημένη από τον Θάνο Μικρούτσικο ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Η συνθηματική, τέλος, λέξη «κυκλάμινο» παραπέμπει στα μελοποιημένα από τον Μίκη Λιανοτράγουδα του Ρίτσου, πολιτικό σημαινόμενο του αντιδικτατορικού αγώνα για «Ψωμί-παιδεία-ελευθερία».
Αυτή η πυκνή σε νοήματα και αισθήματα ταινία, με τραγούδια σε στίχους και ερμηνεία του ίδιου του σκηνοθέτη, αφιερώνεται στη μνήμη του Νίκου Τριανταφυλλίδη και στο κύκνειο άσμα του, την ταινία Αισθηματίες, όπου σε έναν μικρό ρόλο εμφανίζεται και ο ίδιος.
Κοινός τόπος της Πέννυ Μπούσκα
Εξαιρετικά αξιόλογη και αισθητικά άρτια ήταν και η ταινία Κοινός τόπος, πρώτη μεγάλου μήκους της Θεσσαλονικιάς Πέννυ Μπούσκα. Μετουσιώνοντας τα διδάγματα του φιλοσοφικού υπαρξιακού σινεμά του Ούγγρου Μπέλα Ταρ, με καταπληκτική ασπρόμαυρη φωτογραφία, με γκρι ποιότητες που φιλτράρουν το χειμωνιάτικο φως και μια σκηνοθετική φόρμα με επίμονα σταθερά πλάνα, αλλά και αργές, σχεδόν υπνωτιστικές, μεγάλης διάρκειας λήψεις, τοποθετεί ξανά στο κινηματογραφικό κάδρο το μπουλούκι, ως δυναμική μορφή συλλογικότητας. Μακριά από μια συμβατική σεναριακή μορφή με πρωταγωνιστές, σε έναν ά-χρονο τόπο, διαχρονικής αισθητικής, που επιτρέπει στη δράση να εξελίσσεται τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον, το κινηματογραφικό κάδρο καταγράφει τη χρονική διάρκεια σταδιακής εξέλιξης αυτού που βλέπουμε αρχικά, ως απροσδιόριστη κουκίδα στο βάθος, σε μια μάζα ανθρώπων που βαδίζουν προς τα μπρος, ντυμένοι με πανωφόρια αλλοτινής εποχής και μια βαλίτσα στο χέρι, ενώ ο έντονος ήχος των βημάτων που πλησιάζουν παραπέμπει στα πογκρόμ των Ναζί, στα μπουλούκια προσφύγων του ’22, αλλά και στους σημερινούς πρόσφυγες. Τα οριζόντια αργόσυρτα και μακροσκελή τράβελινγκ, ανάμεσα στα τοιχώματα του τρένου και τις ανοιχτές πόρτες των βαγονιών, αποκαλύπτουν σταδιακά τους στοιβαγμένους και ταλαιπωρημένους πρόσφυγες, εικόνες στοιχειωμένες άλλων εποχών, ενώ τα κάθετα στοιχεία στο επίπεδο της λιμνοθάλασσας, που κυριαρχεί στο φόντο, θυμίζουν χαρακτικά της Βάσως Κατράκη. Η θλιμμένη μουσική του Ισίδωρου Παπαδάκη λειτουργεί αντίστοιχα με τη μινιμαλιστική δημιουργία του Μίχαλυ Βιγκ στον Ταρ. Στη σεκάνς της επαρχιακής ταβέρνας, με τα στερεοτυπικά κοινωνικά πρότυπα -τον σταθμάρχη, τον ταβερνιάρη, έναν μεθύστακα- οι λιγοστοί διάλογοι προμηνύουν ξέσπασμα, με το κοιμισμένο πλήθος να σηκώνεται και μέσα από χορικά όπως «στο όνειρο η επιθυμία μοιάζει με καμουφλαρισμένο ερπετό», να χτίζεται η αλληγορική αίσθηση μιας παραβολής.