του Αλέξανδρου Τσίγγου

Υπάρχουν κοινωνίες που θέλουν να θυμούνται και κοινωνίες που θέλουν να ξεχάσουν. Οι τελευταίες είναι καταδικασμένες να ξαναζήσουν τα του παρελθόντος τους.

Δράμα 2024. Η Αθανασία, έξι χρονών υιοθετημένο παιδί καταφθάνει με τον πατέρα της στο σπίτι που θα μάθαινε πιάνο. Μένουν η δασκάλα του πιάνου και η υπέργηρη μητέρα της, επίσης Αθανασία στο όνομα. Το κοριτσάκι με το που μπαίνει στο σπίτι, βλέπει την υπερήλικη Αθανασία να κάθεται στο σαλόνι. Το ματάκια του παιδιού ανοίγουν διάπλατα και φωνάζει όλο χαρά: Μπαμπά, μπαμπά… κοίτα, μια γιαγιά!

Βέροια 2024. Μια βρεφονηπιοκόμος συζητά την ιδέα της. Τα παιδιά που έχει στην επίβλεψη της κάθε μέρα, παρόλο που ζουν σε μια επαρχιακή πόλη, η μόνη εικόνα που έχουν για τη λέξη γιαγιά, είναι στις ζωγραφιές και τις φωτογραφίες του παρελθόντος. Σκέφτεται να φέρει μια γιαγιά στον σταθμό για να δούνε τα παιδάκια αυτό το μυθικό πλάσμα του παρελθόντος, που χάθηκε από τον παρόντα ορίζοντα των παιδικών ματιών και να τους πει παραμύθια. Να ποια φιγούρα αντικατέστησε η πλουμιστή καρικατούρα της ντραγκ-κουήν, όταν σε παιδικό σταθμό πέρσι αποφάσισαν να τη βάλουν να πει παραμύθια στα παιδιά.

Θα πείτε ότι και τα δύο είναι μια ψευδής μεταφορά γεγονότων ποντάροντας στον συγκινησιακό συναισθηματισμό του αναγνώστη. Όμως καθόλου. Είναι και τα δύο εντελώς πραγματικά.

Τι έγιναν οι γιαγιάδες λοιπόν; Πώς σε μια χώρα που η δημογραφική κατάρρευση αποτελεί γεγονός και ο αριθμός των ηλικιωμένων ολοένα αυξάνεται, πώς γίνεται να μην υπάρχουν γιαγιάδες; Τις αντικατέστησαν οι πλουμιστές καρικατούρες ανδρών που νιώθουν γυναίκες;

ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ και τους Έλληνες μιας κάποια ηλικίας, εκείνο το συνήθως μαυροντυμένο ρυτιδιασμένο πλάσμα, (επιβεβαίωση του γεγονότος ότι οι γυναίκες ζουν περισσότερο από τους άνδρες και της φράσης, τουλάχιστον ο μακαρίτης της άφησε μια σύνταξη) που ήταν τόσο οικείο στα πατρικά μας σπίτια, αποτελεί φιγούρα του παρελθόντος. Η γιαγιά είτε σαν παρουσία που υπήρχε είτε σαν παρουσία που φθίνει η που μεταλλάσσεται, φέρνει στη μνήμη, τουλάχιστον των παλαιοτέρων, αυτή τη μορφή που μας είχε μεγαλώσει, μας είχε νουθετήσει, μας είχε μαλώσει, και μας είχε, υπέρμετρα αγαπήσει γιατί ως γνωστόν (για τις γιαγιάδες ειπώθηκε αυτό): του παιδιού μου το παιδί είναι δύο φορές παιδί μου.

Εξαφανίστηκε μάλλον μαζί με όλα εκείνα τα παραδοσιακά επαγγέλματα που χάθηκαν στην διαδικασία της αστικοποίησης μας. Της μετατροπής των πόλεων από γειτονιές με τα σπίτια με τις χαμηλές στέγες και τις μικρές αυλές, σε τσιμεντουπόλεις απλωμένες στο γκρίζο χρώμα της απομόνωσης και αλλοτρίωσης. Τα σπίτια είναι χαμηλά μας, τραγουδά η μακαρίτισσα εδώ και χρόνια Σωτηρία Μπέλλου στο τραγούδι του Ηλία Ανδρεούπουλου «Μην Κλαίς». Μια απεικόνιση της φτωχομάνας Ελλάδας πριν την παράδοση της στην ισοπέδωση της έγγειας προσόδου.

Η Ελλάδα που δεν θέλει να θυμάται, που εξευρωπαΐσθηκε μέσα από έναν αδιέξοδο μιμητισμό, σαν οι φιγούρες του Καραγκιόζη να φορέσανε όλες φράγκικα κουστούμια, χάθηκαν μετά τα χαμηλά σπίτια, στο πολύβουο του γκρίζου και οι γιαγιάδες της. Τελευταίο θύμα μιας εποχής που υστερικά θέλει να αποδιώξει την μνήμη του θανάτου και ο μεταμοντερνισμός την έννοια της οικογένειας

ΠΡΙΝ ΑΡΚΕΤΟ καιρό, είχα παρακολουθήσει μια παράσταση στο θέατρο Λεωφορείο. Το θεατρικό δρώμενο που κύρια εκτυλίσσετο εντός του λεωφορείου, έφερνε τους θεατές σε ξεχασμένους καιρούς και δρόμους, σε εξαφανισμένα κτήρια και μνήμες της ηρωίδας του έργου. Εβδομήντα (70) χρόνια πριν, μια γυναίκα επιστρέφει από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην μετακατοχική Ελλάδα, που έχει αποφασίσει να αφήσει το πρόσφατο οδυνηρό αιματοβαμμένο παρελθόν των δεινών της κατοχής πίσω. Η εξοντωμένη εβραϊκή κοινότητα φτιάχνει τεχνητές οικογένειες με ανθρώπους που ταιριάζουν στις λέξεις θείες και θείοι, παππούς γιαγιά, από τα περισσεύματα των όσων διασώθηκαν, για να παίξουν τον ρόλο. Οι ηθοποιοί μοιράζουν παλιές φωτογραφίες, στο πως ήταν τότε οι γειτονιά και τα σπίτια που διέμενε η ηρωίδα, για να ενώσουν το σήμερα με το χθες της αφήγησης με τον θεατή. Τίποτα δεν υπάρχει από τον οδό των εξοχών πλέον και τους όμορους δρόμους του. Ελάχιστες στίξεις. Αν κάποτε αυτά τα σημαδάκια πάνω από τα φωνήεντα των λέξεων, η οξεία, η περισπωμένη, η υπογεγραμμένη, δήλωναν τη χαμένη μουσικότητα της ελληνικής γλώσσας και ξωπετάχθηκαν ως άχρηστη μνήμη, έτσι και οι πόλεις μας άλλαξαν με την αντιπαροχή, που αφαίρεσε έτσι την ιστορική μνήμη σε μια προσπάθεια όχι συμφιλίωσης με το ταραγμένο μας παρελθόν αλλά εξαφάνισης του. Και έγινε με το πρόσχημα της μοντέρνας πόλης. Πρόσχημα! Αν επισκεφτείς τις πόλεις του εξωτερικού θα διαπιστώσεις ότι φρόντισαν να διασώσουν, ή να ξαναχτίσουν τα ιστορικά τους κέντρα. Εδώ η ιστορία μας έχει νεκρούς σε κάθε γειτονιά που κηλίδωναν τα πεπραγμένα μας. Οι εργολάβοι που ξεπήδησαν μετά την Κατοχή, έσβησαν με συνέπεια τα σημεία μνήμης στα πολεοδομικά μας τετράγωνα. Χάσαμε το τραίνο του εξωραϊσμού και καλλωπισμού, του αστικού μας περιβάλλοντος. Αντίστοιχα όπως η Ελλάδα δεν πέρασε ποτέ το σημείο της αστικής της ολοκλήρωσης, έτσι και οι πόλεις της ακρωτηρίασαν τις μνήμες τους.

Η Ελλάδα που δεν θέλει να θυμάται, που εξευρωπαΐσθηκε μέσα από έναν αδιέξοδο μιμητισμό, σαν οι φιγούρες του Καραγκιόζη να φορέσανε όλες φράγκικα κουστούμια, χάθηκαν μετά τα χαμηλά σπίτια, στο πολύβουο του γκρίζου και οι γιαγιάδες της. Τελευταίο θύμα μιας εποχής που υστερικά θέλει να αποδιώξει την μνήμη του θανάτου και ο μεταμοντερνισμός την έννοια της οικογένειας.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΥΡΑΝΝΙΑ του να ζούμε πολλοί μαζί, στην τυραννία του να ζω μόνος μου. Αν σπάσαμε την μητριαρχική – πατριαρχική οικογένεια στον δρόμο της απελευθέρωσης μας, μήπως τελικά σπάσαμε και την αλυσίδα της ιστορικής αφήγησης, την ικανότητα του να δεθούμε με την ιστορική μας μνήμη; Αυτή δεν διδάσκεται ούτε στα σχολεία ούτε στις κομματικές κόβες. Διδασκόταν στα σπίτια μας. Εκεί που δεν ορθώνεται το συλλογικό αλλά η διαμόρφωση του χαρακτήρα μας. Εκεί στους ψίθυρους των παραμυθιών που μας έλεγαν οι γιαγιάδες μας και εκεί δίπλα στη χαμηλή φωνή των όσων βασανιστηρίων περάσανε και από την προσφυγιά που διέσωσε τη ζωή τους. Εκεί που ακουγόταν επί δικτατορίας η φωνή του παππού να λέει στον πατέρα μου συνωμοτικά: «Θοδωράκη, έλα να ακούσουμε Ντόυτσε Βέλλε». Εκεί και εκείνες τις ώρες που το μικρό παιδί διώχνει τον φόβο για το σκοτάδι με το φως από τα παραμύθια.

Από την ευρεία οικογένεια, το σόι που λέγαμε παλιά, περάσαμε στην πυρηνική οικογένεια και μετά στην μονογονεϊκή και με αυτήν στο σήμερα και στο αύριο στη μοναχική φιγούρα της μοναξιάς μας.

Δεν έχουμε και πολύ όρεξη να κάνουμε παιδιά και από την άλλη η νέα Τεχνοκρατική Θεότητα μας υπόσχεται αιώνια νεότητα και αιώνια ζωή.

Οι σημερινές γιαγιάδες, οι περισσότερες συνταξιούχοι, συναγωνίζονται τις νεότερες γενιές στον ρυθμό μιας παλιμπαιδιστικής νεότητα. Όπως και οι μοντέρνες μητέρες τις κόρες τους. Συνθλιβόμενοι μέσα στην Τυραννία της Νεότητας. Οι γιαγιάδες σήμερα μπορεί να βρίσκονται σε κάποια δερματολόγο για μπότοξ, σε κάποια νυχού, σε κάποιο κομμωτήριο και να βάφουν τα μαλλιά τους λιλά σε νέες κουπ. Την ίδια ώρα τα δεκάχρονα κορίτσια προωθούν στο τικ-τοκ κρέμες αντιγήρανσης. Sephorakids. Η πυραμίδα των πραγμάτων ανάποδη. Σύμφωνα με την Daily Mail το 2023, οι χρήστες έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον φέτος για το «ώριμο» περιεχόμενο, με αναζητήσεις όπως «σέξι γιαγιά», «MILF», «DILF» και «cougar» να βρίσκονται στις κορυφαίες θέσεις. Η «Superfit Grandma» Andrea Sunshine, μια γιαγιά από την Βραζιλία, βρέθηκε στο επίκεντρο αφού καυχήθηκε ότι μετά το διαζύγιό της κοιμήθηκε με περισσότερα από 800 εραστές. Η πιο σέξι γιαγιά του κόσμου ποζάρει ολόγυμνη και το 58χρονο μοντέλο Πολίνα Πορίζκοβα γιόρτασε τα γενέθλιά της γυμνή στο κρεβάτι.

ΣΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ του 1971, Soylent Green, μια φουτουριστική ταινία που εξηγεί ακριβώς τι πραγματικά σημαίνει κυκλική οικονομία με την ανακύκλωση και κομποστοποίηση των ανθρώπων όταν γεράσουν δείχνει τον δρόμο του δυστοπικού μας σήμερα. Οι ρυτίδες απαγορεύονται και τα ξεπερασμένα μοντέλα των ηλικιωμένων, όταν τελειώσουν με την εξαπάτηση του βιολογικού χρόνου, τα παιδιά τους τούς στέλνουν στα γηροκομία. Εκεί βρίσκονται παρκαρισμένες οι γιαγιάδες. Εκεί βρίσκεται και χάνεται η μνήμη του τόπου μας. Η βιωματική εμπειρία των λαθών και των σωστών που έπραξαν οι προηγούμενες γενιές. Σίγουρα αποκλεισμένες από το σπίτι του Νεοέλληνα και Νεοελληνίδας. Τα μικρά παιδιά δε χρειάζονται παραμύθια. Έχουν τα τάμπλετ, τα κινητά, και τις ντραγκ-κουήν. Δεν χρειάζονται να εξοικειωθούν με τον θάνατο και την απώλεια του παππού και της γιαγιάς. Την οδύνη της απουσίας. Έχουν εμπρός τους άλλες οδύνες κατακερματισμού, αποπροσανατολισμού, έμφυλης ρευστότητας και απροσδιοριστίας σαν να είναι οι γάτες φυλακισμένες για πάντα στο κουτί του Χάιζενμπεργκ. Άλλωστε είπαμε, η κρυογονική και το singularity, η τεχνητή νοημοσύνη υπόσχονται την αιωνιότητα.

Μπαμπά… κοίτα! Μια γιαγιά!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!