Βενετία Αποστολίδου, Τραύμα και μνήμη Η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων, Πόλις 2010, σελ. 164

Η πρόσφατη βράβευση της καθηγήτριας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του ΑΠΘ Βενετίας Αποστολίδου με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου-Κριτικής για τη μελέτη της Τραύμα και μνήμη: η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων (από κοινού με τη Γεωργία Γκότση για το βιβλίο Η διεθνοποίησις της φαντασίας: Σχέσεις της ελληνικής με τις ξένες λογοτεχνίες τον 19ο αιώνα, Gutenberg 2010) φέρνει εκ νέου στην επιφάνεια ένα ζήτημα της λογοτεχνίας μας που δεν έχει επαρκώς διερευνηθεί: τους πολιτικούς πρόσφυγες, τόσο την ίδια την πεζογραφική παραγωγή των συγγραφέων που βρέθηκαν μετά τον Eμφύλιο στην υπερορία όσο και τον τρόπο με τον οποίο εντάσσονται στη μεταγενέστερη πεζογραφία, έως και τις μέρες μας και αποτελούν αντικείμενο λογοτεχνικής πραγμάτευσης.
Έχοντας ασχοληθεί και στο παρελθόν με το θέμα της λογοτεχνίας των πολιτικών προσφύγων (στη μελέτη της Λογοτεχνία και Ιστορία στη μεταπολεμική Αριστερά: Η παρέμβαση του Δ. Χατζή, Πόλις 2003), η συγγραφέας επιχειρεί στη βραβευμένη μελέτη της μια συνολικότερη επισκόπηση του θέματος.
Η Β. Αποστολίδου χρησιμοποιεί δύο κομβικές έννοιες: του τραύματος και της μνήμης. Οι πολιτικοί πρόσφυγες αποτελούν μια ιδιαίτερα συγκροτημένη «κοινότητα μνήμης», που επεξεργάζεται, μέσα από επώδυνες διαδικασίες (καθώς βρίσκεται υπό τον ασφυκτικό έλεγχο του κομματικού αλλά και του εκάστοτε κρατικού μηχανισμού στις χώρες υποδοχής), τις τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος, επιχειρώντας να τις «χωνέψει», να τις ερμηνεύσει και να τις κατανοήσει – κάποτε και να τις υπερβεί, αναγνωρίζοντας και κατανοώντας το τραύμα του «άλλου». Θεωρώντας ότι η λογοτεχνία των προσφύγων εντάσσεται σε αυτό που ονομάζεται «λογοτεχνία του τραύματος», την εξετάζει συγκριτικά με λογοτεχνικές αποτυπώσεις που προέκυψαν από ανάλογες ευρωπαϊκές εμπειρίες, όπως, π.χ., των προσφύγων του ισπανικού εμφυλίου.
Στη συνέχεια, εξετάζεται η λογοτεχνική παραγωγή στην υπερορία, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες προέκυψε -κυρίως ο ρόλος των μηχανισμών του κόμματος, χωρίς την έγκριση των οποίων κανένα έργο δεν μπορούσε να εκδοθεί- αλλά και τα ελληνικά αναγνώσματα μέσα από τα οποία οι συγγραφείς διατηρούσαν την επαφή τους με την ελληνική πραγματικότητα και γλώσσα.
Τα έργα που εξετάζονται είτε αναφέρονται στην Αντίσταση και τον Εμφύλιο (η εστίαση στη μία ή την άλλη περίοδο συναρτάται με τις κάθε φορά «στροφές» της πολιτικής του ΚΚΕ) είτε, λιγότερο, στις συνθήκες ζωής στις ανατολικές χώρες και στο ζήτημα του επαναπατρισμού. Έργα νεότερων πεζογράφων, χωρίς την εμπειρία της προσφυγιάς, που καταπιάνονται με το θέμα αποτελούν αντικείμενο πραγμάτευσης σε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, ενώ η σύγκριση που επιχειρεί, καταλήγοντας, η συγγραφέας με τη συνολικότερη λογοτεχνική παραγωγή για τον Εμφύλιο δείχνει ότι η περίοδος αυτή αποτελεί σταθερό ερέθισμα για νεότερους συγγραφείς, που βρίσκονται πολύ μακριά πλέον -τόσο χρονικά όσο και κοινωνικά- από τα τραυματικά γεγονότα…
Η μελέτη της Β. Αποστολίδου, χρησιμοποιώντας μεθοδολογικά εργαλεία όχι μονάχα από τις λογοτεχνικές σπουδές αλλά και από την ιστορία και την κοινωνική ανθρωπολογία, «εντάσσεται σε σύγχρονες θεματικές και γραμματολογικές κατευθύνσεις στο πεδίο της έρευνας των φιλολογικών σπουδών και συμπληρώνει λογοτεχνικά κενά στην πολυσχιδή νεότερη έρευνα της ελληνικής εμπειρίας του Εμφυλίου», όπως σημειώνεται και στο σκεπτικό της κριτικής επιτροπής.

Στρατής Αρτεμισιώτης

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!