Η κυβερνητική επιχείρηση πολιτικής ανάκαμψης, μέσω της προεδρίας και της πολυπόθητης εξόδου στις αγορές, προσκρούει στην απάθεια και ακαμψία των δανειστών. Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Ενώ η επιχειρηματολογία υπέρ της επιστροφής του Grexit ενισχύεται ακόμη και με θετικό τρόπο σε ευρωπαϊκούς κύκλους (η Ευρωζώνη είναι πια επαρκώς οχυρωμένη, τα ελληνικά ελλείμματα μειώνονται ή και μηδενίζονται, άρα η ελληνική οικονομία έχει την ευκαιρία ανάκαμψης με ένα υποτιμημένο εθνικό νόμισμα, έστω και προσωρινά), η κυβέρνηση τα δίνει όλα για να διασωθεί πολιτικά και να αποφύγει μια πανωλεθρία στις εκλογές του Μαΐου. Σε πείσμα της ζοφερής πραγματικότητας εκατομμυρίων νοικοκυριών, φιλοτεχνεί μια παράλληλη εικονική πραγματικότητα, στηριγμένη στους αριθμούς της δημοσιονομικής προσαρμογής που, μαζί με τα μέτρα του 2014, φτάνει αισίως το ιλιγγιώδες ποσό των 63 δισ. ευρώ, βάσει του απολογισμού που παρουσίασε ο ίδιος ο Γιάννης Στουρνάρας.
Ο απολογισμός αυτός, με τον οποίο υποτίθεται ότι προσπαθεί να χτίσει μια γραμμή «αντίστασης» σε νέες απαιτήσεις της τρόικας, στην πραγματικότητα είναι μια ομολογία παταγώδους αποτυχίας της προσαρμογής, ακόμη και με τα κυνικά κριτήρια της τρόικας. Τα 63 δισ. ευρώ πρόσθετων φόρων και περικοπών στα έσοδα που επιβλήθηκαν από το 2010 απέφεραν μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος μόνον κατά 32 δισ. ευρώ. Πράγμα που σημαίνει ότι τα μισά τα «κατάπιε» η ύφεση που προκάλεσε η πρωτοφανής λιτότητα. Είναι απίθανο η επιχειρηματολογία αυτή να πείσει την τρόικα που αναμένεται στην Αθήνα από την ερχόμενη εβδομάδα, με στόχο τη νέα αξιολόγηση από την οποία εξαρτάται η έγκριση δόσεων του δανείου που εκκρεμούν από το 2013, ύψους 4,9 δισ. Οι ευκαιρίες μιας συμφωνίας και έγκρισης των δανειακών δόσεων είναι συγκεκριμένες. Η πρώτη είναι το προγραμματισμένο για τις 27 του μηνός Eurogroup, κι ακολουθούν τρεις συνεδριάσεις του μέχρι τον Μάιο, οπότε η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει λήξεις ομολόγων ύψους 9 δισ., αλλά και τις εκλογές.
Όπως φάνηκε και από την ακατάσχετη μπουρδολογία που ακούστηκε στις φιέστες για την ανάληψη της προεδρίας, η κυβέρνηση επενδύει σε τρία πεδία προκειμένου να αναστρέψει το κλίμα πολιτικής κατάρρευσης: στο χάπενινγκ της προεδρίας, στην έξοδο στις αγορές εντός του έτους και σε μια απόφαση για νέα αναδιάρθρωση του χρέους μέχρι τον Μάιο.
Τζόγος
Αρχίζοντας από το τελευταίο, το μείζον επιχείρημα εν ονόματι του οποίου ο Γ. Στουρνάρας τολμά να… αντιμιλάει στην Κομισιόν και στους Γερμανούς αξιωματούχους, που αποκλείουν έξοδο της Ελλάδας στις αγορές πριν από το 2015, είναι η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ιρλανδίας στήθηκε πάρτι, τα spreads των ομολόγων όλης της ευρωπαϊκής περιφέρειας έπεσαν σε επίπεδα 2010, αμερικανικά hedge funds κάνουν συστηματικό «λόμπινγκ» υπέρ της εξόδου και της Ελλάδας στις αγορές δανεισμού και ανάλογες είναι οι κινήσεις στο ελληνικό χρηματιστήριο, όπου επενδυτικοί ιέρακες κάνουν τζόγο. Τοποθετήσεις των Bank of America, JP Morgan, Citi, Deutsche Bank, Merill Lynch και άλλων, ιδιαίτερα στις τραπεζικές μετοχές, προδίδουν ότι κερδοσκοπικά κεφάλαια «επενδύουν» στο αισιόδοξο σενάριο της κυβέρνησης και προσπαθούν να αντισταθμίσουν το μείζον πολιτικό ρίσκο που έχει μπροστά της. Αυτή τη συγκυρία η κυβέρνηση προσπαθεί να μετατρέψει σε πλεονέκτημα και γιατί γνωρίζει ότι ενδεχομένως θα βρεθεί μπροστά σε μεγάλο χρηματοδοτικό κενό εντός του 2014, αν οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα ακολουθήσουν τον συνήθη ρυθμό καθυστέρησης.
Μαζί με τη δοκιμαστική έξοδο στις αγορές, το οικονομικό επιτελείο φιλοδοξεί να αποσπάσει την έγκριση της τρόικας ώστε να χρησιμοποιήσει τα περίπου 10 δισ. ευρώ που δεν έχουν απορροφηθεί από τον κουμπαρά της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Αν και οι τράπεζες, μετά τα stress tests της Black Rock και αυτά που θα ακολουθήσουν υπό την αιγίδα της ΕΚΤ, θα χρειαστούν σίγουρα αυτά τα κεφάλαια, ιδιαίτερα αν επηρεαστούν από τον ζόφο των επισφαλών και παράνομων δανείων που αναδύουν οι αποκαλύψεις για το ΤΤ, η κυβέρνηση φιλοδοξεί να τα πάρει με θεσμικά τρικ. Θα ζητήσει από την τρόικα να μειωθεί ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας από το 9% στο 8%, αλλά και να επιτραπεί στις τράπεζες να υπολογίζουν ως ίδια κεφάλαια τις επιστροφές φόρου που δικαιούνται λόγω ζημιών από το PSI. Εν ολίγοις, μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Και δεν θα πληρώνουν φόρο οι τράπεζες και θα βαφτίσουν τις ζημιές ίδια κεφάλαια και η κυβέρνηση θα ισχυριστεί ότι δεν έχει ανάγκη νέου δανεισμού.
Πάγος
Ωστόσο, αυτός ο σχεδιασμός γίνεται υπό το πρίσμα της πολιτικής ανοχής που υποτίθεται ότι θα δείξουν οι εταίροι λόγω προεδρίας και υπό τον όρο ότι και η τρόικα θα συγχρονιστεί με αυτό το κλίμα. Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη γι’ αυτό. Οι προσπάθειες της κυβέρνησης να αυτονομηθεί από την τρόικα προσκρούουν στην ψυχρή αντίδραση των εταίρων. Πολύ χαρακτηριστικά, ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Φρανκ Σταϊνμάγερ «πάγωσε» τον ομόλογό του Ευάγγελο Βενιζέλο δηλώνοντας ότι η τρόικα έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε όλα, κατεδαφίζοντας το υπεραισιόδοξο κυβερνητικό αφήγημα περί ανάκαμψης. Στο ίδιο μήκος κύματος ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού μηχανισμού ESM Κλάους Ρέγκλινγκ «γείωσε» τις ελληνικές εκκλήσεις για νέα αναδιάρθρωση του χρέους: «καμιά αναδιάρθρωση, ούτε επιμήκυνση, ούτε μείωση επιτοκίων, υπάρχει ένα μικρό περιθώριο ρυθμίσεων στα διμερή δάνεια του πρώτου μνημονίου», δήλωσε. Ακόμη κι ο Μπαρόζο, που ήρθε στην Αθήνα για να αβαντάρει το κυβερνητικό χάπενινγκ, δεν άφησε το παραμικρό περιθώριο χαλάρωσης της λιτότητας ή αμφισβήτησης της κυριαρχίας της τρόικας.
Επομένως, το κυβερνητικό εγχείρημα αποτροπής της εκλογικής πανωλεθρίας είναι στον αέρα. Οι δανειστές δεν σκοπεύουν να δώσουν πολύ «αέρα» στην κυβέρνηση, ακόμη κι αν η Eurostat επικυρώσει τον Απρίλιο το πρόσχημα του πρωτογενούς πλεονάσματος. Γιατί άραγε; Οι λόγοι πιθανότατα είναι δύο. Πρώτον, θεωρούν ότι το χρέος είναι και πρέπει να παραμείνει εργαλείο πίεσης και βίαιου κοινωνικού και οικονομικού μετασχηματισμού της χώρας. Το πιστοποιούν τα σενάρια που εκπόνησε το Ινστιτούτο Γερμανικής Οικονομίας (IW) που, σε μελέτη κατά παραγγελία Σόιμπλε, τάσσεται υπέρ μιας «μακροπρόθεσμης στρατηγικής μείωσης» του χρέους ώστε να διασφαλίζεται η προώθηση των «μεταρρυθμίσεων». Δεύτερον, οι δανειστές προφανώς θεωρούν ότι η πολιτική χρεοκοπία της παρούσας κυβέρνησης είναι μη αναστρέψιμη. Κι επομένως, δεν έχουν λόγους να είναι «γενναιόδωροι» μαζί της με τρόπο που να ανοίγουν την όρεξη σ’ αυτήν που θα την διαδεχθεί…