Η απολαυστική αμερικάνικη μαύρη κωμωδία «Τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι» (2017), του ιρλανδικής καταγωγής Βρετανού σκηνοθέτη και σεναριογράφου Μάρτιν ΜακΝτόνα («Αποστολή στην Μπριζ»/2008), βραβεύτηκε με 4 Χρυσές Σφαίρες και 2 Όσκαρ, Α΄ Γυναικείου και Β΄ Αντρικού ρόλου, την περίοδο που μεσουρανούσαν τα νέο-φεμινιστικά και συνδικαλιστικά κινήματα «me too» και «50-50», χαρίζοντας ξανά στο Χόλυγουντ τον χαμένο προοδευτισμό του. Δεν είναι μόνο το σπιρτόζικο πρωτότυπο σενάριο, στο πνεύμα του άλλοτε ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά, που υιοθέτησε ο ΜακΝτόνα, με αιχμηρούς διαλόγους στα χνάρια του Ντέιβιντ Μάμετ, πασπαλισμένους με την καταιγιστική αθυρόστομη τόλμη ενός Σκορτσέζε και τον κυνισμό της βίας ενός Ταραντίνο, αλλά κυρίως ο χαρακτήρας τής οργισμένης πρωταγωνίστριας, που διεκδικεί το δίκιο της με μια κίνηση ρουά-ματ. Στο συναρπαστικό αποτέλεσμα, που πιστοποιεί πως το ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά παραμένει ζωντανό με τη συμβολή του φλεγματικού βρετανικού χιούμορ, συνέβαλε μοναδικά η συγκλονιστική ερμηνεία της 60χρονης τότε, Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, συζύγου ενός εκ των δύο αδερφών Κοέν, σε έναν από τους πλέον δυναμικούς γυναικείους ρόλους.
Στη φανταστική πόλη Έμπινγκ, κάπου στο Μιζούρι, η δυναμική Μίλντρεντ νοικιάζει τρεις διαφημιστικές πινακίδες κατά μήκος ενός επαρχιακού δρόμου, για να αφισοκολλήσει διαδοχικά σε κατακόκκινο φόντο με μαύρα γράμματα, τρείς μόνο φράσεις «Την βίαζαν ενώ πέθαινε», «Και ακόμα καμία σύλληψη;», «Πώς και έτσι σερίφη Ουίλομπι;», στιγματίζοντας δημόσια την κωλυσιεργία των τοπικών αρχών στη διαλεύκανση της άγριας δολοφονίας της έφηβης κόρης της, που εφτά μήνες πριν, βιάστηκε και βρέθηκε απανθρακωμένη στο σημείο όπου βρίσκονται αυτές οι τρεις πινακίδες, που καθημερινά η Μίλρεντ αγναντεύει από το σπίτι της. Το περιεχόμενο των πινακίδων ταράζει και διχάζει τη φιλήσυχη κοινότητα, στοχοποιώντας την Μίλντρεντ, καθώς είναι κοινό μυστικό, πως ο συμπαθητικός σερίφης Μπιλ Ουίλομπι (Γούντι Χάρελσον) είναι καρκινοπαθής. Η Μίλντρεντ τα βάζει με όλους και με όλα, έχοντας λίγους υποστηρικτές, αλλά πολλούς ορκισμένους εχθρούς, ανάμεσά τους τον ανεγκέφαλο ρατσιστή αστυνομικό Τζέισον Ντίξον (Σαμ Ρόκγουελ).
Το πρωτότυπο σενάριο του ΜακΝτόνα, βασισμένο σε πραγματικό γεγονός, υιοθετεί τη θεμελιώδη αρχή δράσης-αντίδρασης και αναπτύσσει τις αθέατες εσώτερες πτυχές των αντιθετικών πρωταγωνιστών, δημιουργώντας ανάγλυφους χαρακτήρες, προσαρμοσμένους εξαρχής στο συγκεκριμένο πρωταγωνιστικό ζευγάρι.
«Σκληρό καρύδι», η αγέρωχη Μίλρεντ δεν μασάει τα λόγια της, ταγμένη στον αγώνα της για δικαίωση και δικαιοσύνη. Το αντισυμβατικό παρουσιαστικό, με ολόσωμη μπλε φόρμα εργασίας και μαλλιά πιασμένα κοτσίδα, πάνω από τον ξυρισμένο σβέρκο της, συμπληρώνει το δυναμισμό της. Το πείσμα της συνδιαλέγεται με την ενοχή και τον πόνο της χαροκαμένης μάνας, αλλά και της επί χρόνια κακοποιημένης γυναίκας, που παράτησε ο βάναυσος σύζυγος, για μια 19χρονη. Τα συχνά βλέμματα της συνοφρυωμένης Μίλρεντ, μέσα από καθρέφτη, αναδύουν ανασφάλεια και πόνο, πίσω από το αλύγιστο προσωπείο της, αίσθηση που σμιλεύεται αριστοτεχνικά στα λιγοστά φλασμπάκ, όταν ανακαλεί μετανιωμένη την τελευταία λογομαχία με την κόρη της, αλλά και στο διάλογο που σκαρώνει με τις ζωόμορφες παντόφλες της, για να συγκρατήσει θλίψη και δάκρυα. Οι γλάστρες με πολύχρωμα λουλούδια που φροντίζει κάτω από τις πινακίδες, σαν να υπήρχε τάφος και η συμβολική παρουσία ενός ελαφιού υποδηλώνουν το νωπό ακόμα πένθος. Η μακάβρια λεπτομέρεια πως η κόρη της βρέθηκε απανθρακωμένη παραπέμπει και στα αποτρόπαια ατιμώρητα λιντσαρίσματα της Κου-Κλουξ-Κλαν, σε μια περιοχή με ιστορικό ρατσιστικών περιστατικών. Η δράση της Μίλρεντ δεν ενοχλεί μόνο γιατί ταράζει τα νερά, αλλά γιατί ουσιαστικά αψηφά την επιβεβλημένη τακτική του νόμου της σιωπής, πιέζοντας ασφυκτικά τις αρχές να διεξαγάγουν έρευνα.
Στο πρόσωπο του μικρονοϊκού μισογύνη και σωβινιστή Ντίξον, που συγκεντρώνει ρατσιστικά και πατριαρχικά κατάλοιπα του επαρχιώτη θιασώτη της Λευκής Υπεροχής, αποθεώνεται η βλακεία, το ισχυρότερο κατά Μπρεχτ συστατικό του φασισμού. Στα όρια σαρκαστικού εξευτελισμού και παλιμπαιδισμού, ο Ντίξον διαμένει με την λούμπεν αλκοολική μητέρα του, χαζεύει παιδικά κόμικς και εκτονώνεται με ασυγκράτητη βία. Ο γυναικείος χαρακτήρας της Μίλντρεντ διαθέτει αρρενωπές αρετές δυναμικών πρωταγωνιστών από αμερικάνικα γουέστερν, με την πρωταγωνίστρια να δηλώνει πως εμπνεύστηκε από τον μάτσο Τζον Γουέιν, στο θρυλικό «Ο Άνθρωπος που σκότωσε τον Λίμπερτυ Βάλανς» (1962/Τζον Φορντ), ενώ ο Ρόκγουελ επηρεάστηκε αντίστοιχα από το ρόλο του Λι Μάρβιν.
Η αμφίεση της Μίλρεντ, με το μαντήλι στο κεφάλι όταν ριζοσπαστικοποιεί τη δράση της παραπέμπει, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, στον «Ελαφοκυνηγό» (1978/Μάικλ Τσιμίνο), ενώ γίνεται εκτεταμένη αναφορά και στο ψυχολογικό θρίλερ «Μετά τα μεσάνυχτα» (1973/Νίκολας Ρεγκ), που παρακολουθεί στην τηλεόραση η μητέρα του Ντίξον. Καθόλου τυχαία επιλέγεται Αφροαμερικάνος αντικαταστάτης του Ουίλομπι, ανακαλώντας την αστυνομική ταινία «Η ιστορία ενός εγκλήματος» (1967/Νόρμαν Τζούισον), όπου δυο επιθεωρητές (Ροντ Στάιγκερ και Σίντνεϊ Πουατιέ) αφήνουν στην άκρη ρατσιστικές προκαταλήψεις, για να διαλευκάνουν ένα έγκλημα.
Το σινεμά του ΜακΝτόνα κρατάει ζηλευτή ισορροπία στις δόσεις νοσταλγικής μελαγχολίας, μαύρου χιούμορ και υπαρξιακού σαρκασμού. Σ’ αυτή την ταινία η φωτιά λειτουργεί εξαγνιστικά, οδηγώντας τους ήρωες στην κάθαρση, σε μια κωμικοτραγική ιστορία για τη λαχτάρα της δικαίωσης, τη μανία της εκδίκησης και την προσέγγιση δυο αντιθετικών χαρακτήρων.
Το ρυθμικό δυναμικό μουσικό θέμα με κιθάρα, μαντολίνο και πιάνο, της πρωτότυπης μουσικής του Κάρτερ Μπούργουελ, στενού συνεργάτη των αδελφών Κοέν, συμπληρώνεται από κρουστά, ήχους καμπάνας και παλαμάκια, φέρνοντας στο νου το κάντρι-μπλουζ «Sleeping on the blacktop» (Κόλτερ Γουόλ), που είχε χαρακτηρίσει το ανεξάρτητο αμερικάνικο νέο-γουέστερν «Πάση Θυσία» (2016) του Σκοτσέζου Ντέιβιντ Μακένζι. Στην τρίτη του συνεργασία με τον ΜακΝτόνα, ο Μπούργουελ αναδεικνύει τις ευάλωτες πτυχές των χαρακτήρων μέσα από θλιμμένες συνθέσεις για πιάνο, κιθάρα ή κλαρινέτο, συνοδεία ορχήστρας εγχόρδων.
Η ατμόσφαιρα της ταινίας και οι δυο πρωταγωνιστές χαρακτηρίζονται από την ταιριαστή επιλογή ανεξάρτητων τραγουδιών. Η φωνή της σοπράνο Ρενέ Φλέμινγκ στο λυρικό «The last rose of summer» (όπερα «Μάρθα»/ Φρίντριχ Φον Φλότοου), ανοίγει την ταινία με το μελοποιημένο ποίημα του Τόμας Μουρ, συνοδεύοντας στην εισαγωγή την εναλλαγή κοφτών μακρινών και κοντινών πλάνων, στις περίφημες τρεις πινακίδες. Το κομμάτι αυτό, που ανακαλεί αντίστοιχα πατριωτικά συναισθήματα με τα γουέστερν εποχής αμερικάνικου εμφύλιου, μεταφέρει την ασάλευτη γαλήνη της φιλήσυχης κοινότητας, μέχρι μια πράξη που φέρνει τα πάνω-κάτω, υπενθυμίζει ένα φονικό που όλοι προτιμούν να λησμονήσουν, αποκαλύπτοντας υποκρισία, απάθεια, συντηρητισμό και ρατσισμό. Η διάχυτη αρμονία του ίδιου αυτού κομματιού σηματοδοτεί την απροσδόκητη μετάλλαξη του Ντίξον, καθώς διαβάζει το γράμμα του Ουίλομπι, υπογραμμίζοντας τη χριστιανική έννοια της αγάπης ενάντια στο μίσος. Στην έκρηξη διαστροφικής βίας του Ντίξον, εξαιρετικά εύστοχη αποδεικνύεται η επιλογή της εναλλακτικής ροκ μπαλάντας «Ηis master’s voice» (2009) των Monsters of folk, στη σκηνή-μονοπλάνο άγριου ξυλοδαρμού, που ο Ντίξον μεταξύ σπαρακτικού πένθους για το χαμό του αγαπημένου του αφεντικού και άκρατου σαδισμού, πετάει απ’ το παράθυρο το θύμα του. Ο εμπρησμός του αστυνομικού τμήματος συνοδεύεται από το διάσημο φολκ-ροκ «The night they drove old Dixie down» (1969/Ρόμπι Ρόμπερτσον), με την Τζόαν Μπαέζ, για τους ηττημένους φτωχούς αγρότες του Νότου, στον αμερικάνικο εμφύλιο. Υπό τους ήχους του ίδιου τραγουδιού, κινηματογραφείται σε επιβραδυμένη κίνηση και η ηρωική πράξη του Ντίξον, που αψηφώντας τις φλόγες διέσωσε πολύτιμα αρχεία. Η παραμόρφωση από εγκαύματα στο πρόσωπό του σηματοδοτεί έκτοτε την εσωτερική του μεταμόρφωση. Βασικό μοτίβο της ταινίας η κάντρι μπαλάντα «Buckskin stallion blues», του Τεξανού τραγουδοποιού Τόουνς Βαν Ζαντ, που εισάγει την πρωταγωνίστρια τη στιγμή της φαεινής ιδέας, ενώ ακούγεται από την μελιστάλαχτη Έιμι Ανέλ και στο κλείσιμο της ταινίας, όπου η χρήση νοσταλγικού κιθαριστικού σλάιντ δημιουργεί αντίστοιχη αίσθηση λύτρωσης με το τέλος της ταινίας «Θέλμα και Λουίζ» (1991/Ρίντλεϊ Σκοτ), σφραγίζοντας στην ταινία του ΜακΝτόνα την αναπάντεχη συμφιλίωση δυο άσπονδων εχθρών.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]