του Νικήτα Αλιπράντη
Σχετικά με τον εκτενέστατο εργασιακό νόμο που περιλαμβάνει προς θετικό εντυπωσιασμό κύρωση σημαντικών διεθνών συμβάσεων, θα περιορισθώ σε μερικά σχόλια καίριων διατάξεων.
1. Στο ατομικό εργατικό δίκαιο το άρθρο 66, με τον παραπλανητικό τίτλο «προστασία από τις απολύσεις», ορίζει ότι η απόλυση είναι άκυρη αποκλειστικά και μόνο για τους 16 λόγους που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου, δηλαδή αποκλείει την ακυρότητα για κάθε άλλο λόγο. Μία απόλυση όμως μπορούσε μέχρι σήμερα ως παράνομη να είναι άκυρη για πλείστους άλλους λόγους και εν πρώτοις αν είναι καταχρηστική, δηλαδή όταν προσβάλλει την καλή πίστη ή τον κοινωνικό ή τον οικονομικό σκοπό ενός δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ). Επιπλέον, με τους ισχύοντες νόμους η απόλυση έχει καταστεί αιτιώδης πράξη, δηλαδή απαιτείται να έχει βάσιμο λόγο, αλλοιώς δεν είναι έγκυρη (ν. 4359/2016, άρθρο 24, που κύρωσε τον Αναθεωρημένο Ευρωλαϊκό Κοινωνικό Χάρτη (ΑΕΚΧ) και πρόσφατα ο ν. 4611/2019, άρθρο 48).
Είναι δυνατόν νόμος να αποκλείει την ακυρότητα της απόλυσης που βασίζεται στους αναφερθέντες κανόνες; Και όμως αυτό επιδιώκει ο νόμος (άρθρο 66, παραγρ.2) προβλέποντας, σε νομικά αδόκιμη νεωτεριστική έκφραση, ότι εάν η απόλυση πάσχει (!) για λόγο διαφορετικό από τους λόγους της παρ.1, το δικαστήριο επιδικάζει μια προσδιοριζόμενη κατώτατη ή ανώτατη αποζημίωση στον εργαζόμενο χωρίς να έχει τη δυνατότητα άλλης κρίσης ή πράξης!
Ας σημειωθεί εν παρόδω ότι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων σε συλλογική προσφυγή έχει αποφανθεί ότι η πρόβλεψη ανωτάτου ορίου αποζημίωσης σε περίπτωση παράνομης απόλυσης αντίκειται στο άρθρο 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (Απόφαση 31/1/2017 στην υπ’αριθμό 106/2014 προσφυγή κατά της Φινλανδίας, ΕΕργ. 2017, σελ. 989 επ.)
Δεν είναι νοητό σε κράτος δικαίου να παραθεωρούνται κατά τρόπο ωμό ισχύουσες διατάξεις μεγάλης εργασιακής εμβέλειας. Το ελληνικό Σύνταγμα ορίζει ότι “η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος…” (άρθρο 22). Παρά τη διακοσμητική επικεφαλίδα του, το άρθρο 66 μόνο αυθαίρετη και καίρια αφαίρεση της προστασίας από την απόλυση εισάγει και υπ’ αυτήν την έννοια αντίκειται στο Σύνταγμα.
Στο συλλογικό εργατικό δίκαιο οι διατάξεις του εργασιακού νόμου που αντιστρατεύονται το Σύνταγμα (άρθρο 23) στην εξασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και στο δικαίωμα απεργίας είναι πολλαπλές, ξεπερνούν κάθε προηγούμενη νομοθετική επέμβαση στη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων και στις δράσεις τους και θίγουν κατάφωρα τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αυτονομία τους
2. Στο συλλογικό εργατικό δίκαιο οι διατάξεις που αντιστρατεύονται το Σύνταγμα (άρθρο 23) στην εξασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και στο δικαίωμα απεργίας είναι πολλαπλές, ξεπερνούν κάθε προηγούμενη νομοθετική επέμβαση στη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων και στις δράσεις τους και θίγουν κατάφωρα τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αυτονομία τους.
Εν πρώτοις η ύπαρξη και η όποια λειτουργία των συνδικάτων εξαρτάται όχι από την καταχώρησή τους στην δικαστική αρχή, αλλά από την εγγραφή τους σε ένα ειδικό μητρώο συνδικαλιστικών οργανώσεων (ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε.) –υπό τη διαχείριση του υπουργείο Εργασίας– και από την ανάρτηση σε ψηφιακή μορφή, εκτός του καταστατικού, του αριθμού των μελών και των μελών της διοίκησης! Η μη τήρηση των υποχρεώσεων αυτών στερεί τις συνδικαλιστικές οργανώσεις του καίριου δικαιώματός τους να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας, η δε αναγνώριση της αντιπροσωπευτικότητά τους εξαρτάται από το ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε. με αποκλειστική βάση τον πίνακα των ψηφισάντων μελών στις τελευταίες αρχαιρεσίες! (άρθρ.96). Επί πλέον, προστίθεται η υποχρέωση των συνδικάτων να τηρούν ψηφιακά βιβλία, την μορφή των οποίων καθορίζουν όχι αυτά, αλλά το υπουργείο Εργασίας και στα οποία περιλαμβάνεται εκτός του μητρώου μελών, πρακτικά συνεδριάσεων των οργάνων, το ταμείο με αναλυτικά στοιχεία κ.ά. και στα οποία έχει πρόσβαση κάθε πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον, δηλαδή και ο εργοδότης! (άρθρο 84).
Είναι προφανές ότι με τις διατάξεις αυτές αναιρείται η συνταγματικά επιβαλλόμενη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, καταργείται η αυτονομία της λειτουργίας των συνδικάτων. Ακόμη και η ειδική προστασία των συνδικαλιστών από την απόλυση που και αυτή συμβάλλει στη διασφάλιση της ελευθερίας τους καταργείται και επιτρέπεται η απόλυσή τους για οποιοδήποτε σπουδαίο λόγο θεωρεί ο εργοδότης.
Τέλος, το δικαίωμα της απεργίας προσβάλλεται με αντισυνταγματικούς περιορισμούς ως δικαίωμα από διπλή άποψη: αφενός, επιβάλλεται να λειτουργεί κατά την απεργία το 1/3 της συνήθως παρεχομένης υπηρεσίας κάθε επιχείρησης (άρθρο 95), υποχρέωση που πλήττει εξ ορισμού την αποτελεσματικότητα της απεργίας και επομένως το δικαίωμα της απεργίας καθεαυτό· αφετέρου, το απεργούν σωματείο καθίσταται υπεύθυνο για την άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας από μέλη του σε βάρος απεργοσπαστών, με συνέπεια η απεργία να κηρύσσεται παράνομη με αγωγή του εργοδότη! (άρθρο 93). Σε αντίθεση με την πρωτοφανή αυτή συνέπεια θα σημειωθεί ότι στην πορτογαλική, όπως και στην γαλλική, ρύθμιση της απεργίας προβλέπεται οργάνωση ομάδας περιφρούρησης της απεργίας με ειρηνικά μέσα (piquet de grève) με (αυτονόητο) σεβασμό της ελευθερίας της εργασίας, χωρίς να πλήττεται κατάφωρα το δικαίωμα της απεργίας (άρθρο 533 του σχετικού νόμου), όπως συμβαίνει με τον ελληνικό νόμο που και γι’ αυτόν τον λόγο είναι αντισυνταγματικός.
* Ο Νικήτας Αλιπράντης είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Στρασβούργου και πρ. καθηγητής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης