Η χώρα δεν είναι πια απλά εξαρτημένη, είναι υπό κατοχή από τους πιστωτές της, τις διεθνείς αγορές. Όχημα για την κατοχή της δεν είναι μόνο το ΔΝΤ, αλλά πρώτα και κύρια η Ε.Ε. Εργαλείο για τη λεηλασία της και την πτώχευση του λαού της, το ευρώ και η πολιτική των απελευθερώσεων αγορών κι επαγγελμάτων. Η τρόικα υπαγορεύει καθημερινά κι ένα αντιλαϊκό μέτρο, εποπτεύει ακόμα και τα Πρωτοδικεία, παρουσιάζεται στο υπουργείο Εργασίας κι απαιτεί εδώ και τώρα την κατάργηση της ΕΓΣΕΕ. Και το ντόπιο πολιτικό της προσωπικό σπεύδει αμέσως να τα νομοθετήσει.Δεν υπάρχει συνταγματικό δικαίωμα που να μην καταστρατηγείται από τα μνημόνια που υπέγραψε η δωσίλογη κυβέρνηση. Η γη, το νερό, ο ήλιος, ολόκληρος ο εθνικός πλούτος εκποιείται. Οι εργαζόμενοι οδηγούνται στην ένδεια, την εξαθλίωση και τη μετανάστευση. Τα χαράτσια, οι εφεδροαπολύσεις, το ενιαίο μισθολόγιο θα αποτελειώσουν τα μικρομάγαζα και τους μικρομεσαίους, ακόμα κι εργοστασιακές μονάδες. Το «νέο» όραμα όπου μας οδηγούν «οι αιματηρές αλλά αναγκαίες θυσίες» είναι χειρότερο κι απ’ το παλιό της Ψωροκώσταινας. Η Πελοπόννησος είναι η πρώτη Ειδική Οικονομική Ζώνη, όπως συνομολογήθηκε από τον περιφερειάρχη της Ν.Δ. και Γερμανούς επιχειρηματίες. Στην Ξάνθη προβλέπεται εγκατάσταση μονάδας κατεργασίας πυρηνικών αποβλήτων. Και η οικονομία θα στηρίξει την ανάπτυξή της στη «βαριά βιομηχανία του τουρισμού», ακριβώς δηλ. όπως η Εσθονία κι η Ταϊλάνδη… Το ξεπέρασμα της πρωτοφανούς παγκόσμιας κρίσης σε όφελος του κεφαλαίου απαιτεί, όπως όλα δείχνουν, αποικίες και τριτοκοσμικές χώρες μέσα στην ίδια την Ε.Ε.
Εθνική Ανεξαρτησία και Λαϊκή Κυριαρχία
Μπροστά στην ολοκληρωτική καταστροφή που απειλεί τη χώρα και το λαό μας, όσοι θέλουν να εκφράσουν πολιτικά την πρωτοπόρα τάξη της επαναστατικής ανατροπής, την εργατική τάξη, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίζουν την επείγουσα αναγκαιότητα και τις τεράστιες δυνατότητες κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών που ανοίγονται σήμερα.
Δεν υποτιμούμε τα όπλα του αντιπάλου: την ύπαρξη και συνεχή καλλιέργεια μιας διαμορφωμένης λογικής στη βάση του διαίρει και βασίλευε. Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι «πολλοί», «κηφήνες», «εργατική αριστοκρατία»… Ούτε λίγο, ούτε πολύ μας λένε ότι αυτοί είναι η «πλουτοκρατία» του τόπου! Οι μικρομεσαίοι κι οι αυτοαπασχολούμενοι, εκ γενετής φοροφυγάδες που κατακλέβουν το κράτος. Οι συνταξιούχοι επιμένουν να ζουν και ν’ αρρωσταίνουν απομυζώντας τα ταμεία σε βάρος των εργαζομένων. Όμως κάθε τμήμα των εργαζομένων και του λαού νιώθει καθημερινά στο πετσί του την αλήθεια. Νιώθει ότι αποστερείται κάθε έννοια κυριαρχικού και κοινωνικού δικαιώματος. Ότι δεν του ανήκει πια το εισόδημά του, ο μισθός, η σύνταξη, ακόμα κι η ιδιοκτησία του. Έχει μόνο «υποχρεώσεις» προς τους ξένους και ντόπιους τραπεζίτες, στους κερδοσκόπους των αγορών κι εργοδότες των οίκων αξιολόγησης. Νιώθει ότι δεν του ανήκει ούτε η χώρα του και τον εκβιάζουν ή να παραμείνει με όρους διαβίωσης προσφύγων, ή να γίνει πρόσφυγας στα ξένα.
Γι’ αυτό σήμερα μόνο το αίτημα για Εθνική Ανεξαρτησία και Λαϊκή Κυριαρχία μπορεί να απαντήσει στις ανάγκες και στις αγωνίες και να συσπειρώσει τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού, ενώ αποκτά, ίσως για πρώτη φορά, τόσο βαθιά ταξικό κι επαναστατικό περιεχόμενο. Γιατί σήμερα η εθνική ανεξαρτησία περνά υποχρεωτικά μέσα από την άρνηση πληρωμής του χρέους με έξοδο από το ευρώ και την Ε.Ε. Χωρίς αυτά δεν υφίσταται και δεν διασφαλίζεται η λαϊκή κυριαρχία: το δικαίωμα του λαού να αποφασίσει κυρίαρχα για το δρόμο ανάπτυξης σε όφελος του ίδιου και του τόπου του.
Να πάρει ο λαός την εξουσία στα χέρια του συνιστά de facto επαναστατική αλλαγή και η απόφασή του ως κυρίαρχου, επίσης δεν μπορεί παρά να κινηθεί σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Όχι μόνο γιατί με τη σημερινή διάρθρωση του καπιταλισμού για να αποκτήσει μια χώρα όπως η Ελλάδα την ανεξαρτησία της πρέπει να αποδεσμευτεί από κάθε ιμπεριαλιστικό οργανισμό, αλλά απλούστατα γιατί συμφέρον από μια Ελλάδα ανεξάρτητη έχουν αποκλειστικά και μόνο η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα, οι σύμμαχοί της – αυτοί που ζουν από τη δουλειά τους. Η ελληνική αστική τάξη σήμερα ούτε είναι, ούτε θέλει, ούτε μπορεί να γίνει εθνική, αν ποτέ υπήρξε τέτοια.
Ο παρασιτισμός της κι η σύμφυσή της με τους «στρατηγικούς της εταίρους» είναι τόσο βαθιά, που δεν διστάζει να μιλά ωμά για την προοπτική της χώρας διά στόματος του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας: «η ανάπτυξη κι η εθνική οικονομία δεν θα στηρίζεται στην εσωτερική αγορά».
Δηλαδή η κερδοφορία τους δεν θα επηρεάζεται πια από την αγοραστική ικανότητα του ελληνικού λαού, το εισόδημα του εργαζόμενου. Δεν τους ενδιαφέρει ούτε η χώρα, ούτε η οικονομία της, ούτε ο πληθυσμός της παρά ως πειθήνια κι εξαθλιωμένη εργατική δύναμη.
Όρος επιβίωσης
Η άρνηση πληρωμής του χρέους με έξοδο από το ευρώ και καθιέρωση εθνικού νομίσματος δεν είναι αριστερό αίτημα που προκύπτει από κάποια ιδεολογικοπολιτική θεώρηση. Είναι ο στοιχειώδης σήμερα όρος για να επιβιώσει η χώρα και ο λαός της. Αποτελεί τη μόνη πραγματική διέξοδο και άρα μπορεί να αποτελέσει πραγματικά παλλαϊκό αίτημα. Γι’ αυτό και ευρύτατα τμήματα του λαού –ακόμα κι αυτά που αποτέλεσαν προνομιακό χώρο επιρροής των αστικών κομμάτων– απελευθερώνονται, προσεγγίζουν και ανιχνεύουν αυτήν την προοπτική. Γι’ αυτό κι ο αντίπαλος τρομοκρατεί με τα τέρατα της αποκάλυψης αν βγούμε από την Ε.Ε. Το υλικό είναι εύφλεκτο και το γνωρίζουν καλά. Η πρόταξη αυτού του αιτήματος από την Αριστερά, η συγκρότηση μετώπου με όσο το δυνατόν ευρύτερες, από άποψη πολιτικών καταβολών, λαϊκές δυνάμεις, μπορεί σήμερα να γίνει η σπίθα για την αναγέννηση και την ανάπτυξη ενός πραγματικά μαζικού λαϊκού κινήματος, ικανού να διεκδικήσει την εξουσία. Κάθε λαϊκός άνθρωπος προσεγγίζει το κίνημα και την πολιτική πρόταση μέσα από τις δικές του ανάγκες, τη δική του εμπειρία και τη δική του διαμορφωμένη αντίληψη.
Όσοι θέλουν να εκφράσουν πολιτικά την πρωτοπόρα τάξη δεν μπορεί παρά να ξεκινήσουν απ’ τις πιο άμεσες κι επιτακτικές ανάγκες του λαού, δεν μπορεί παρά να ψάξουν να βρουν «αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος σ’ όλες τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη». Γιατί ακριβώς όπως έλεγε ο Μαρξ (στην Κριτική της χεγκελιανής φιλοσοφίας του δικαίου): «Οι ανάγκες των λαών είναι οι ίδιες αποφασιστικός λόγος για την ικανοποίησή τους». Ούτε μπορεί να ζητούν ως προαπαιτούμενο την αποκήρυξη μετά βδελυγμίας του καπιταλισμού ή αλλιώς, της πρωτινής συνείδησης του εργαζόμενου. Όποιος περιμένει οι λαϊκές μάζες να γίνουν πρώτα αριστερές και μετά να προσεγγίσουν το κίνημα, μάταια θα περιμένει. Αν η Αριστερά δεν κατορθώσει να εκφράσει τον αναπτυσσόμενο λαϊκό ριζοσπαστισμό, το κενό θα καλυφθεί από δεξιά. Και ο δεξιός ριζοσπαστισμός οδηγεί στο φασισμό.
Η πολιτική πρωτοπορία επιτελεί τον ηγετικό της ρόλο όταν κατορθώνει όχι μόνο να διδάσκει αλλά και να διδάσκεται από το λαό. Η Αριστερά διαθέτει πλούσια εμπειρία, και θετική και αρνητική, απ’ την ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος. Με πρώτη αυτή του ΕΑΜ. Παρότι η ιδρυτική του διακήρυξη δεν περιείχε τον όρο Λαοκρατία, η πρωτοπορία του ΕΑΜικού κινήματος, το ΚΚΕ, πέτυχε τόσο καλά να αναδείξει τη Λαοκρατία ως λαϊκή ανάγκη, που χρειάστηκαν ένας εμφύλιος, μια δικτατορία και 30 χρόνια τρομοκρατίας για να υποταχθεί το κίνημα. Το οποίο πάλι ξεπήδησε όταν βρήκε πρόσφορο έδαφος τη δεκαετία του ’70. Το αίτημα για Εθνική Ενότητα, η διαμόρφωση δηλαδή μιας νέου τύπου εθνικής ενότητας υπό την ηγεσία της εργατικής τάξης, ήταν που έφερε το ΕΑΜ στην εξουσία. Την οποία μετά παρέδωσε, με ευθύνη κυρίως της πρωτοπορίας του. Γιατί πάντα τα κινήματα είναι πολύ περισσότερα πράγματα από τις διακηρύξεις τους. Άλλωστε χαρακτηριστικό είναι, στην ίδια εποχή, το παράδειγμα του Ζέρβα που στη διακήρυξή του απέκλειε τον βασιλιά και μιλούσε μάλιστα ως και για σοσιαλισμό.
Το ΕΑΜ απέτυχε γιατί δεν εκπλήρωσε το βασικό όρο της διακήρυξής του: να μην καταθέσει τα όπλα μέχρι ο λαός να αποφασίσει με δημοκρατικές διαδικασίες και να επιβάλλει την κυρίαρχη θέλησή του. Η ιστορία και οι λαϊκές ανάγκες ξαναβάζουν σήμερα μπροστά μας την εκπλήρωση ακριβώς αυτού του καθήκοντος. Όσοι θέλουν να εκφράσουν πολιτικά την εργατική τάξη δεν έχουν παρά να εμπιστευτούν το λαό, για να τους εμπιστευτεί κι εκείνος.
Αναγκαίος ο ρεαλιστικός δρόμος
Και ο ελληνικός λαός, όπως κάθε λαός, έχει πολιτικό κριτήριο. Δεν αγνοεί το συμφέρον του. Σήμερα δεν υπάρχει κάτοικος της χώρας που να μην κατανοεί ότι η ανεξαρτησία και η εθνική κυριαρχία προϋποθέτουν την έξοδο από το ευρώ και την Ε.Ε. Άλλο είναι το ερώτημα που θέτει. Μπορούμε να ζήσουμε ανεξάρτητοι; Υπάρχει ζωή έξω από την Ε.Ε.; Σ’ αυτό το εξαιρετικά κρίσιμο και βάσιμο ερώτημα, η Αριστερά δεν αρκεί να απαντήσει καταφατικά και αντικαπιταλιστικά. Χρειάζεται πρώτα απ’ όλα να εμπνεύσει το λαό, να του δείξει τη δύναμή του. Να του δώσει ουσιαστική και επιστημονικά τεκμηριωμένη απάντηση, ένα χειροπιαστό κι όσο είναι δυνατόν συγκεκριμένο πρόγραμμα διεξόδου. Δεν αρκεί σήμερα μόνο να επισημαίνουμε στο λαό πόσο άσχημα είναι τα πράγματα και πόσο πιο μαύρα θα γίνουν. Το βλέπει κάθε μέρα στη δουλειά, στο σπίτι, στο σχολείο, στο νοσοκομείο. Χρειάζεται να δει ότι υπάρχει προοπτική, συγκροτημένη και τεκμηριωμένη, ώστε να παίρνει αισιοδοξία και να πείθεται ότι ο άλλος δρόμος είναι ρεαλιστικός.
Ειδικά αν πιστέψουμε τις συνέπειες της εξόδου απ’ το ευρώ που περιγράφουν σύσσωμα τα εντεταλμένα ΜΜΕ, πρέπει να πανηγυρίζουμε.
Για παράδειγμα, δείτε τι καταγράφει ως τέτοιες η Καθημερινή της προηγούμενης Κυριακής: πρώτο, την κατάρρευση του ευρώ, δεύτερο, την κατάρρευση τραπεζικών κολοσσών και πιθανή διάλυση της ευρωζώνης. Μέχρι εδώ, αδυνατώ να κατανοήσω γιατί αυτά συνιστούν συνέπειες για τον ελληνικό λαό και σε κάθε περίπτωση γιατί είναι κακές. Και τρίτο, σύμφωνα με τα οικονομικά δεδομένα, θα επέλθει, λέει: 7,5% ύφεση, 18,5% ανεργία και 20,2% πληθωρισμός. Δηλαδή, δεν αλλάζει τίποτα. Θα παραμείνουμε στα φετινά επίπεδα αφού ακριβώς αυτή είναι η εκτίμηση του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ για την κατάσταση της οικονομίας το 2011!
Το πλαίσιο της απάντησης έχει τεθεί ήδη αρκετά ολοκληρωμένα από δυνάμεις του εργατικού κινήματος και τμήματα της Αριστεράς. Είναι η πρόταση που συνδέει την απαίτηση του σήμερα για άρνηση πληρωμής του χρέους κι έξοδο απ’ το ευρώ και την Ε.Ε., με τα αναγκαία μέτρα της επόμενης μέρας:
Ανάκτηση της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής με υιοθέτηση εθνικού νομίσματος –και δεν εννοούμε φυσικά την κατοχική ευρωδραχμή που σχεδιάζει η τρόικα–, εθνικοποίηση των τραπεζών, άμεσο και δραστικό περιορισμό της ελεύθερης κίνησης του κεφαλαίου και φορολόγησή του. Δεύτερον, παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας με μοχλό τον κρατικό τομέα και τις εθνικοποιήσεις στρατηγικών επιχειρήσεων και κλάδων. Επίσης, στήριξη του λαϊκού εισοδήματος και τόνωση της εσωτερικής αγοράς. Κατοχύρωση και διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και του εργατικού-λαϊκού ελέγχου.
Θέση που πρέπει να επαναφερθεί στο προσκήνιο, ιδιαίτερα μπροστά στην ανάπτυξη του κινήματος Δεν Πληρώνω τα Χαράτσια.
Οφείλουμε να είμαστε ειλικρινείς. Αφενός, η καθιέρωση εθνικού νομίσματος δεν συνιστά μαγικό ραβδί που λύνει αυτόματα όλα τα προβλήματα, πόσο μάλλον που απαιτείται χρόνος για την ανάταξη της οικονομίας. Αφετέρου, η υιοθέτηση εθνικής οικονομικής πολιτικής συνιστά ντε φάκτο έξοδο κι από την Ε.Ε..
Γιατί απλούστατα η έξοδος από το ευρώ χωρίς έξοδο από την Ε.Ε. δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια τρύπα στο νερό. Αν η χώρα συνεχίζει να δεσμεύεται από σύμφωνα σταθερότητας, να στερείται δυνατότητες αναζήτησης επωφελών διακρατικών συμφωνιών, να εφαρμόζει την πολιτική των απελευθερώσεων-ιδιωτικοποιήσεων που αποσάρθρωσαν την παραγωγική της βάση και αφαίμαξαν το δημόσιο ταμείο, ακόμα κι αν έχει διαγραφεί το σημερινό χρέος, πολύ γρήγορα θα βρεθεί ξανά στην ίδια και χειρότερη κατάσταση – όπως η Αργεντινή.
Τα ερωτήματα για την επόμενη μέρα
Όμως τα ερωτήματα που τίθενται για την επόμενη μέρα είναι υπαρκτά. Πώς θα τραφεί ο ελληνικός λαός όταν ακόμα κι οι πατάτες και τα κρεμμύδια είναι εισαγόμενα; Θα έχουμε πετρέλαιο για να κινηθούμε και να ζεσταθούμε; Πώς θα ανορθωθεί η αγροτική παραγωγή; Πού θα βρεθούν επενδύσεις και τεχνογνωσία για βιομηχανική ανάπτυξη;
Εδώ, οι πολιτικές οργανώσεις της Αριστεράς κατέχουν πολύτιμα όπλα. Μπορούν να κινητοποιήσουν, να οργανώσουν και να καθοδηγήσουν το τεράστιο πλεονέκτημα που διαθέτει σήμερα ο λαός και κατεξοχήν η εργατική τάξη: τους δικούς της επιστήμονες και διανοούμενους, την προλεταριακή διανόηση. Να συμβάλλουν στη μελέτη και τη διαμόρφωση άμεσων και ρεαλιστικών εναλλακτικών λύσεων στα ερωτήματα της επόμενης μέρας. Να αναδείξουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας και να τονώσουν το ηθικό του λαού.
Σε κάθε περίπτωση, οι απαντήσεις δεν είναι υπόθεση μιας ομάδας πεφωτισμένων που θα σχεδιάσουν πριν από μας για μας, πολύ περισσότερο δεν θα προκύψουν μόνες τους όταν έρθει η ώρα. Σε αυτό το πεδίο, η Πρωτοβουλία Ενάντια στο Ευρώ και την Ε.Ε. φιλοδοξεί να συμβάλλει με επεξεργασίες και θέσεις και ζητώντας την ενεργή συμμετοχή καθενός που κατανοεί τις ανάγκες των καιρών.
* Η Φλώρα Παπαδέδε
είναι Πολιτικός Επιστήμονας – Οικονομολόγος.
(Το παραπάνω άρθρο αποτέλεσε την εισήγηση της συγγραφέως στην Ημερίδα της Πρωτοβουλίας Ενάντια στο Ευρώ και την Ε.Ε., με θέμα: «Η καπιταλιστική κρίση. Οι εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη χώρα μας. Η δυνατότητα άλλου δρόμου», που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.)