Αθρόα προσέλευση και εξαντλημένα εισιτήρια χαρακτήρισαν το πλούσιο φετινό 59ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με 15 νέες ταινίες στο Ελληνικό Τμήμα, τρεις από τις οποίες στο Διεθνές Διαγωνιστικό. Εκτός από την άρτια σκηνοθεσία των ελληνικών ταινιών είδους, από νεονουάρ, σύγχρονες καταγραφές με πρωτοποριακή ματιά, μέχρι και πετυχημένα θρίλερ με στοιχεία από ελληνικές λαϊκές παραδόσεις, αχνοφαίνεται μια τάση κοινωνικού ρεαλισμού, που αποτυπώνει πτυχές των επιπτώσεων της ελληνικής κρίσης, μέσα από μεμονωμένα πορτραίτα, κυρίως γυναικείων χαρακτήρων. Ιδιαίτερη επιτυχία είχε και το μεγάλο Αφιέρωμα στο ελληνικό queer σινεμά, όπου εντάχθηκε επίσημα μια σημαντική φιλμογραφία σκηνοθετών όπως οι Κωνσταντίνος Γιάνναρης, Τάκης Σπετσιώτης, Πάνος Χ. Κούτρας κ.ά.
***
Στην επιλεγμένη στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Η δουλειά της, ο Νίκος Λαμπό στρέφει το φακό του στη μετάλλαξη μιας υποταγμένης νοικοκυράς, μετά την καθυστερημένη χειραφέτησή της, ως εργαζόμενης. Δίχως προσόντα, σχεδόν αγράμματη η 40άρα Παναγιώτα, μητέρα δύο παιδιών, με άνεργο σύζυγο, προσλαμβάνεται ως καθαρίστρια σε εμπορικό κέντρο. Χάρη στην επιμονή και την εργατικότητά της, προσαρμόζεται γρήγορα στις πρωτόγνωρες απαιτήσεις της δουλειάς και όχι μόνο. Μαθημένη στην υποταγή απέναντι στις ταπεινώσεις του συζύγου της, αποδέχεται απροειδοποίητες υπερωρίες και άλλες απαιτήσεις της εργοδοσίας, ως υπόδειγμα υπαλλήλου. Εγκλωβισμένη στις ανάγκες βιοπορισμού της οικογένειας, αλλά και γοητευμένη από την οικονομική ανεξαρτησία που της προσφέρει ο πενιχρός μισθός, δυσκολεύεται αρχικά να κατανοήσει τις αλλεπάλληλες απολύσεις συναδέλφων της, αλλά και να διαχειριστεί τη δική της χειραφέτηση, με την αντιστροφή των ρόλων στο σπίτι, όπου ο σύζυγος αναλαμβάνει μοιραία χρέη νοικοκυράς.
Η μετάλλαξη ενός γυναικείου χαρακτήρα πατάει γερά στην ανθρωποκεντρική παράδοση του κοινωνικού σινεμά των αδερφών Νταρντέν, ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται στα όρια της καταπιεσμένης ψυχολογίας των μπρεσονικών χαρακτήρων, με επιρροές και από το σκηνοθετικό στυλιζάρισμα με σταθερά πλάνα του Φίλιππου Τσίτου. Χαρακτηριστικό είναι το πλάνο με το κόκκινο φόντο μιας μοκέτας ιδωμένης από ψηλά, όπου εμφανίζεται να εισέρχεται αργά στο κάδρο η πρωταγωνίστρια, με μπλε στολή και ηλεκτρική σκούπα. Το πολύχρωμο περιβάλλον του εμπορικού κέντρου παρουσιάζεται ανετάριστο, σε δεύτερο πλάνο.
Το βάρος της ερμηνείας σηκώνει επάξια η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, με κοντινά πλάνα που αποκαλύπτουν συγκλονιστικές εκφράσεις συστολής και καταπίεσης.
Ο Λαμπό καταφέρνει να σμιλέψει τον ψυχισμό της δίχως πολλά λόγια, μέσα από μικρές καθημερινές στιγμές, ενώ αναδεικνύει με ανθρωποκεντρικό ρεαλισμό την άχαρη και σκληρή καθημερινότητα μιας νοικοκυράς, αλλά και τις επισφαλείς συνθήκες εργασίας στη μνημονιακή Ελλάδα, μετά την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και την ανεργία.
***
Γυναικείο παθητικό πορτραίτο αποτυπώνεται και στην ταινία Παύση, της Κύπριας Τώνιας Μισιαλή. Μια γυναίκα σε κλιμακτήριο, με το όνομα-ευχή Ελπίδα (Στέλλα Φυρογένη), υπομένει αδιαμαρτύρητα τις προσβολές του άρρωστου συζύγου της. Με σκηνοθετική άποψη βασισμένη στον φιλτραρισμένο ήχο και στους φωτισμούς, μεταφέρεται το φίμωμα μιας ηρωίδας αρχικά με ήπιο παθητικό προσωπείο και στη συνέχεια με εκτός ελέγχου ξεσπάσματα. Οι μύχιες σκέψεις και οι απωθημένες ερωτικές επιθυμίες της παρουσιάζονται ως τελεσμένη υπερβολική αντίδρασή της, ενώ στο επόμενο πλάνο υπονοείται πως δεν έχει συμβεί. Όσο όμως η κατάσταση της πρωταγωνίστριας χειροτερεύει, τα όρια φαντασίωσης-πραγματικότητας συγχέονται, αγγίζοντας ψυχολογικό θρίλερ.
Αρχικά, ο καταπιεσμένος χαρακτήρας υπογραμμίζεται με επιλογή παλ χρωμάτων και φωτισμών, συμπληρώνοντας την υποταγμένη πλευρά της ηρωίδας από απόσταση, σε πλάνα με επιμελημένο καδράρισμα, σαν ζωγραφικούς πίνακες. Όσο όμως αυξάνονται οι παραισθήσεις, πυκνώνουν τα κοντινά στο πρόσωπο της πρωταγωνίστριας, ανιχνεύοντας την ηττημένη της έκφραση.
Διόλου τυχαία, οι γυναικείοι χαρακτήρες που την περιβάλλουν διαθέτουν εξίσου συμβολικά ονόματα. Η αθέατη κόρη της ονομάζεται Ειρήνη, ενώ η ανεξάρτητη συνομήλικη φίλη της Ελευθερία την παροτρύνει να βγουν για διασκέδαση. Στη σκηνή με τις δυο φίλες στο μπαρ, ακούγεται η παλιά επιτυχία Στη ντισκοτέκ (1979), τραγουδισμένη από την συνονόματη με την ηρωίδα τραγουδίστρια, σ’ ένα ψυχολογικό πορτραίτο που σφραγίζεται από το υστερικό γέλιο της πρωταγωνίστριας.
***
Μια εξαφάνιση, μια πιθανή δολοφονία και ένα ύποπτο γεύμα αποτελούν τα συστατικά της πρώτης ταινίας του Στηβ Κρικρή The Waiter, που συμμετέχει στο Διεθνές Διαγωνιστικό. Πρόκειται για εντυπωσιακό στυλιζαρισμένο νεονουάρ με μουσική του Coti K και τους εξαιρετικούς Άρη Σερβετάλη και Γιάννη Στάνκογλου.
Σερβιτόρος στο επάγγελμα, ο μοναχικός και λιγομίλητος σαραντάρης Ρένος συναντά έκπληκτος στο διαμέρισμα του γείτονα, έναν άγνωστο, ο οποίος τον προσκαλεί φορτικά για δείπνο, που ετοίμασε ο ίδιος, ενώ τον πιέζει να τον συνοδέψει με την φίλη του σε μια εκδρομή. Ο Ρένος αποδέχεται γεμάτος υποψίες. Δύο διαμετρικά αντίθετοι χαρακτήρες, ο συγκρατημένος και κομψός Ρένος και ο κυριαρχικός και γοητευτικά αρρενωπός γευσιγνώστης διεκδικούν μια όμορφη γυναικεία παρουσία, δόλωμα και θύμα.
Με επιρροές από Ζαν-Πιερ Μελβίλ και αδερφούς Κοέν, η στυλιζαρισμένη κινηματογράφηση αναδεικνύει συμμετρική και μετωπική προοπτική σκοτεινών διαδρόμων σε πλάνα-πίνακες, δίχως κοντινά, καθώς και μια επιμελημένη ρετρό σκηνογραφία σκουρόχρωμων αποχρώσεων, με νυχτερινούς φωτισμούς που παραπέμπουν και στον Λίντς, σε μια ταινία με βαρύ αντρικό άρωμα.
Η ερωτική μπαλάντα Η σκλάβα (1964), με την Τζένη Βάνου, που ακούγεται στο μπαρ, παραπέμπει σε αλμοδοβαρικά τραγούδια, αντίστοιχου φετιχιστικού ρετρό κλίματος. Εκτός από σχολαστικός και ακριβολόγος, ο Ρένος παρουσιάζεται να σκιτσάρει με πάθος φυτά, που έχει κρεμάσει στους τοίχους του. Η μοναξιά και η ρουτίνα του, σε κώδικες νεονουάρ, αποτελούν επιλογή ενός ικανού χαρακτήρα που αντανακλά ακεραιότητα και αυτοέλεγχο, ενώ το κλασικής αισθητικής ζαχαροπλαστείο «Βάρσος», στην Κηφισιά, ως χώρος εργασίας του, διαμορφώνει αισθητικά τον χαρακτήρα του, μαζί με ανεπαίσθητες φετιχιστικές αιχμές από τον Υπηρέτη, του Λόουζι, απομακρύνοντας κάθε εργασιακή διάσταση.
Ωστόσο, από την αισθητική τού ’60, που επαναφέρεται συχνά σε σύγχρονες ελληνικές παραγωγές Ελλήνων σκηνοθετών, απουσιάζει το χαρακτηριστικό τουριστικό κιτς, που διαδόθηκε εκείνη την εποχή, ειδικά στην Ελλάδα της χούντας, προσδίδοντας έναν ξενόφερτο εξευγενισμό, μακριά από την ελληνική πραγματικότητα.
***
Τέλος, στο τμήμα Ανοιχτοί Ορίζοντες, η συγκλονιστική πολιτική ταινία-γροθιά, Η δωδεκάχρονη νύχτα του Ουρουγουανού Άλβαρο Μπρέχνερ χρησιμοποιεί την κινηματογραφική μυθοπλασία για να αποκαταστήσει στη συλλογική ιστορική μνήμη το σκοτεινό κομμάτι της 12χρονης σκληρής χούντας (1973-1985), επικεντρώνοντας στις άθλιες συνθήκες εγκλεισμού σε απόλυτη απομόνωση, για 12 ολόκληρα χρόνια, τριών μελών των Τουπαμάρος, ανάμεσά τους και του Πέπε Μουχίκα, κατοπινού Προέδρου. Η βία και ο τρόμος των κρατουμένων δίνεται μέσα από προσεγμένη σκηνοθεσία, όπως στο εισαγωγικό συνεχόμενο κυκλικό πλάνο, όπου μπουκάρουν στα κελιά στρατιώτες, δέρνοντας αλύπητα τους πολιτικούς κρατούμενους, πριν τους μεταφέρουν με δεμένα μάτια, σε άλλη φυλακή. Οι εφιαλτικές εικόνες βασανιστηρίων απεικονίζονται μεταξύ παραισθήσεων και αναμνήσεων των κρατουμένων, στα όρια της τρέλας. Αλυσοδεμένοι και περιορισμένοι σε υπόγεια λαγούμια για χρόνια, χωρίς λαλιά, φως και νερό, οι κρατούμενοι πασχίζουν να διατηρήσουν τα λογικά τους, επινοώντας κώδικες επικοινωνίας, χτυπώντας στον τοίχο, με αποκορύφωμα να παίζουν ολόκληρες παρτίδες σκάκι. Παρακολουθούμε και μικρές χαρές, όταν κερδίζουν μετά από χρόνια μικρά προνόμια, όπως σημειωματάριο και μολύβι. Όταν μια δεκαετία μετά βρεθούν και οι τρεις μαζί στο ίδιο προαύλιο, η χαρά τους υπογραμμίζεται από την ελεγειακή διασκευή του Sound of Silence, από την Καταλανή Σύλβια Περέζ Κρουζ.
*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com