Πόσο ανήκει ένα έργο τέχνης στον καλλιτέχνη του και πόσο στον κόσμο που το αποθεώνει; Είναι ένα από τα ερωτήματα που θέτει η αγγλόφωνη ταινία «Διαρρήκτης Υψηλής Τέχνης», του Τζουζέπε Καποτόντι, όπου ένας τεχνοκριτικός, ένας ζωγράφος και ένας συλλέκτης εμπλέκονται σε μια στημένη απάτη, ένα έγκλημα και έναν καταδικασμένο έρωτα, σε μια ταινία μυστηρίου, με επίκεντρο αυτή την «απαιτητική ερωμένη», την Τέχνη.
Ο φιλόδοξος τεχνοκριτικός Τζέιμς Φιγκουέρας (Κλάες Μπανγκ), στιγματισμένος από εμπλοκή σε επικύρωση πλαστογραφίας, βιοπορίζεται δίνοντας διαλέξεις περί τεχνοκριτικής, σε τουρίστες, πουλώντας γοητεία και βερμπαλισμούς. Η ψιλόλιγνη αλαβάστρινη Μπερενίς (Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι), εντυπωσιασμένη από την τραγική ιστορία του ζωγράφου ενός πίνακα αφηρημένης τέχνης, που παρουσίαζε ο Τζέιμς, τον ερωτεύεται, παρότι της ομολογεί πως επινόησε την ιστορία, για να αποδείξει τη δύναμη πειθούς του γνώστη, σε ένα ανίδεο κοινό. Η Μπερενίς και ο Τζέιμς βρίσκονται στη λίμνη Κόμο, στο αρχοντικό του πλούσιου συλλέκτη Τζόζεφ Κάσιντι (Μικ Τζάγκερ), όπου ο Τζέιμς θα επιμεληθεί τον κατάλογο των έργων τέχνης. Στο δείπνο μαθαίνουν από τον οικοδεσπότη ότι στην άκρη του κτήματος φιλοξενεί τον διάσημο αποσυρμένο ζωγράφο Τζέρομ Ντέμπνι (Ντόναλντ Σάδερλαντ), ευελπιστώντας να δημιουργήσει εκεί το τελευταίο και μοναδικό του πλέον αριστούργημα, αφού όλα τα προηγούμενα έργα του χάθηκαν μυστηριωδώς σε πυρκαγιά. Σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση του ζεύγους με τον Ντέμπνι περί ειλικρίνειας και υποκρισίας στην τέχνη και στη ζωή, ο Τζέιμς τον πείθει να του πάρει συνέντευξη. Τα πάντα όμως ανατρέπονται, όταν ο Ντέμπνι αρνείται να τους ξεναγήσει στο ατελιέ.
Γνωστός από την ταινία «Το τετράγωνο» (2017/ Ρούμπεν Έστλουντ), ο 53χρονος Δανός Κλάες Μπανγκ στο ρόλο του τεχνοκριτικού, τυποποιείται για άλλη μια φορά ως επιπόλαιος διπρόσωπος χαρακτήρας στον κόσμο της σύγχρονης τέχνης, παραπέμποντας και στον αμφίσημο πρωταγωνιστή που ερμήνευε ο Κάρι Γκραντ στις «Υποψίες» (1941/Χίτσκοκ). Ο 76χρονος Μικ Τζάγκερ επανεμφανίζεται στο σινεμά, μετά από 20 χρόνια, στο μικρό αλλά καθοριστικό ρόλο του πλούσιου συλλέκτη, χαρίζοντας αριστοκρατική αύρα και εκκεντρική κομψότητα.
Η ταινία ανοίγει με την κάμερα σε τράβελινγκ να προχωρά αργά προς το βάθος, κατά μήκος ενός σκοτεινού διαδρόμου, ενώ ακούγεται η προκλασική άρια του Χέντελ «Ombra mai fu». Το χαρακτηριστικό κόλλημα της βελόνας προδίδει την πηγή του ήχου και αφήνει να ακουστεί καθαρά η εκτός κάδρου φωνή του πρωταγωνιστή, που κάνει ποδήλατο προβάροντας την ομιλία του: «η τέχνη δεν θα υπήρχε χωρίς την κριτική» ή «οι τεχνοκριτικοί διαμορφώνουν τον τρόπο σκέψης του κοινού προς το έργο τέχνης». Παράλληλα, εισέρχονται στην αφήγηση εμβόλιμες εικόνες με τον Τζέιμς στο χώρο της διάλεξης, σε μια χρονική μετάβαση, μέσω μοντάζ.
Η εντυπωσιακή αυτή εισαγωγή δίνει θέση σε μια πιο βατή αφηγηματική ροή, όπου το μυστήριο χτίζεται μέσα από διφορούμενους διαλόγους, γεμάτους μεταφορικές και συμβολικές έννοιες, που χαρακτηρίζουν τους πρωταγωνιστές και προϊδεάζουν τον θεατή, σε μια συντεταγμένη σταδιακή αποκάλυψη στοιχείων μιας σκοτεινής πλοκής, όπου κανένας και τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται.
Οι πρωτότυπες πιανιστικές θλιμμένες συνθέσεις του Κρεγκ Άρμστρονγκ, διακεκριμένου συνθέτη σύγχρονης και κινηματογραφικής μουσικής, χρησιμοποιούνται διακριτικά και υποστηρίζονται από επιλεγμένες προκλασικές μουσικές που εντείνουν το εκλεπτυσμένο καλλιτεχνικό ύφος της ταινίας. Απόσπασμα πιανιστικής σονάτας του Μότσαρτ υπογραμμίζει τη σκηνή που η Μπερενίς γράφει καρτ ποστάλ στην μητέρα της, ενώ η εξευγενισμένη ατμόσφαιρα των τεχνοκριτικών στην γκαλερί στο τέλος υποστηρίζεται με τη τραγικότητα ενός Κονσέρτου του Βιβάλντι.
Η αργή κίνηση της κάμερας και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα προδίδουν επιρροές από τις ταινίες του Τζουζέπε Τορνατόρε «Το Τέλειο Χτύπημα» (2013) και «Θα σε περιμένω, πάντα» (2016).
Στην ταινία του Καποτόντι, ο θεατής ανακαλεί σε δεύτερο χρόνο ένα καμουφλαρισμένο πλήθος στοιχείων, μεταφορικών χαρακτηρισμών και ανεπαίσθητων κινήσεων, που λειτουργούν ως προειδοποιητικά σινιάλα, πίσω από πνευματώδεις συζητήσεις και συμβολισμούς, όπως οι μύγες, που συνδυάζονται με τη φιγούρα του κυνικού Τζέιμς. Ο Κάσιντι, δηλώνει πως θεωρεί ανεκτίμητο έναν πίνακα γιατί «του υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει να αφήνει το αντίτιμο των πραγμάτων να επισκιάζει την αξία τους», ο Ντέμπνι μιλάει με γρίφους και μεταφορές προς την ευαίσθητη Μπερενίς «Αν είσαι αβγό πρόσεξε μη σπάσεις, όμως είναι πιο τραγικό να νομίζεις ότι είσαι πέτρα, ενώ είσαι αβγό», αργότερα αναφέρεται στις μάσκες, που όλοι φορούν και υποκρίνονται, ενώ ο Τζέιμς λανσάρει την αχτύπητη ατάκα «Μόνη μου ερωμένη η τέχνη», σε αντιστοιχία με τα ευφυολογήματα στους γεμάτους υπονοούμενα διαλόγους του Χίτσκοκ.
Το χωροχρονικό άλμα μέσω μοντάζ της εισαγωγής δεν επαναλαμβάνεται ως σκηνοθετική μανιέρα, όμως επανέρχεται εννοιολογικά όταν ο πρωταγωνιστής επιστρέφει σε συγκεκριμένους χώρους, που θα αποκτήσουν ειδική βαρύτητα αργότερα. Εξαγνιστικά στοιχεία όπως φωτιά και νερό εμπλουτίζουν τη σημασία μιας λυτρωτικής κάθαρσης, που ταυτίζεται με μια ενδεχομένως πιθανή απόδοση δικαιοσύνης για το διπλό έγκλημα που διαπράχθηκε, ακόμα και αν δεν αποσαφηνίζεται, καθώς η σύνδεση στοιχείων, όπως ένα δαχτυλικό αποτύπωμα, η ένα σκίτσο, υποστηρίζονται μονάχα μέσα από το οπτικό πεδίο, καλλιεργώντας την αμφισημία που διέπει ολόκληρη την ταινία.
Σε μια ιταλική αντιστοιχία της μεταφοράς του ομώνυμου βιβλίου του Τσαρλς Γουίλφορντ, για τις αφηρημένες ζωγραφιές του Ντέμπνι ο Καποτόντι επηρεάστηκε από τη δουλειά του Ιταλού ζωγράφου Κλαούντιο Βέρνα, εκπροσώπου του ρεύματος της «αναλυτικής» ζωγραφικής, όπου δόθηκε έμφαση στην αλληλεπίδραση χρώματος, φόρμας, φωτός και πινελιάς.
Χαρακτηριστικοί είναι και οι διάλογοι γύρω από την αναγκαιότητα των τεχνοκριτικών. Το παράδειγμα που θέτει ο Τζέιμς στην αρχική ομιλία, αποκαλύπτει πως κάθε πίνακας τοποθετημένος σε συγκεκριμένο ιστορικό, κοινωνικό και προσωπικό πλαίσιο, αποκτά εντελώς διαφορετική σημασία και αξία. Διαφορετικά τα κίνητρα του καλλιτέχνη να εκφραστεί, διαφορετική και η αξία που προσδίδει ένα ολόκληρο κύκλωμα δημοπρασιών, γκαλερί, μουσείων, τεχνοκριτικών και συλλεκτών έργων τέχνης, που ανάγουν σε ύψιστο προσόν την υπογραφή του καλλιτέχνη, όσο και τη γνησιότητα της καλλιτεχνικής του έκφρασης, με τη μοναδικότητα του καλλιτεχνικού έργου, να ανεβάζει στα ύψη τη χρηματική αξία, ιδιαίτερα μετά θάνατον, καθιστώντας το έργο τέχνης αντικείμενο οικονομικής επένδυσης και συναλλαγής.
Σαρκάζοντας τους τεχνοκριτικούς ως «λυμασμένα σκυλιά», ο Ντέμπνι ζωγραφίζει πλέον χωρίς πινέλο και μπογιά, υπογράφοντας ένα λευκό καμβά με τον μυστήριο τίτλο «Η αίρεση του καμένου πορτοκαλί», που αποτελεί και τον αγγλικό τίτλο της ταινίας, επεξηγώντας πως «πρόκειται για σπαζοκεφαλιά, για να σκέφτονται μέχρι τελικής πτώσεως οι τεχνοκριτικοί που φλυαρούν ακατάπαυστα, ψάχνοντας νόημα εκεί που δεν υπάρχει».
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]