Κλειδί η απαίτηση του ΔΝΤ για προκαταβολική αποσαφήνιση των μέτρων για το χρέος και η δέσμευση σε εγγυημένα πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2023

Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

 

Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η Λαγκάρντ έβαλε τα πράγματα στη θέση τους. Ο «οδικός χάρτης» που προέβαλε η κυβέρνηση για τη μετάβαση από την – «απολύτως υπερασπίσιμη» κατά τον πρωθυπουργό – κατ’ αρχήν συμφωνία της Μάλτας στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης το αργότερο μέχρι τις 22 Μαΐου, είχε μεν συγκεκριμένους σταθμούς, αλλά περιλάμβανε και πολλές ασάφειες. Εξ ου και η σχεδόν άμεση αμφισβήτηση αυτού του «οδικού χάρτη» από το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών και τον Β. Σόιμπλε προσωπικά. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, ως γνωστόν, απαντώντας στην  ερμηνεία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ότι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης προϋποθέτει την «ολική συμφωνία», δηλαδή και την εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους, είπε εν ολίγοις ότι αυτό «δεν είναι της παρούσης». Παρά την αισιοδοξία του ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί 4ο Μνημόνιο, χαρακτήρισε «παράλογη» ενδεχόμενη μη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και ότι το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους, για το οποίο υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις μεταξύ Ευρωπαίων δανειστών και «απαισιόδοξου» ΔΝΤ «δεν λύνει το πρόβλημα της παρούσης», που είναι να υπάρξει τεχνική συμφωνία κουαρτέτου και ελληνικής κυβέρνησης για τις προαπαιτούμενες «μεταρρυθμίσεις».

Όμως, η επικεφαλής του ΔΝΤ αποκατέστησε τη σειρά των πραγμάτων, απαιτώντας «οι λεπτομέρειες τις ελάφρυνσης χρέους να αποφασιστούν προκαταβολικά», έστω κι αν «η έκταση της αναδιάρθρωσης θα αποφασιστεί στο τέλος του προγράμματος». «Δεν μπορούμε να είμαστε στη γενικότητα, πρέπει να έχουμε συγκεκριμενοποίηση των τεχνικών και τις λεπτομέρειες για το πώς θα εφαρμοστούν», επέμεινε η κ. Λαγκάρντ.

 

Η γερμανική «εθνική γραμμή»

Όπως ήταν αναμενόμενο, παρότι επίσημη αντίδραση από το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει, οι πιέσεις που ασκεί η ηγεσία του ΔΝΤ τροφοδότησαν κύμα αναλύσεων στον γερμανικό Τύπο για την έκβαση του ελληνικού ζητήματος, αλλά και την επικύρωση μιας αξιοσημείωτης επανασυσπείρωσης της γερμανικής πολιτικής ηγεσίας στην «εθνική γραμμή» έναντι της Ελλάδας.

Ενώ ο υποψήφιος του SPD για την καγκελαρία Μάρτιν Σουλτς έκανε σαφέστατη στροφή από τη «φιλελληνική» ρητορική στις αρχές της προεκλογικής εκστρατείας του στην «παραδοσιακή» αυστηρή γραμμή ότι η θέση της Ελλάδας στην Ευρωζώνη εξαρτάται από τον βαθμό συμμόρφωσής της στις «μεταρρυθμίσεις», ο Σόιμπλε έσπευσε να σαρκάσει αυτή τη στροφή: « Μάρτιν Σουλτς, καλώς ήρθες στο κλαμπ. Το είπα στο κόμμα μου. Αν συνεχίσει με αυτόν τον ρυθμό, στο τέλος θα ψηφίσει CDU». Η «επιστροφή στο μαντρί» του Μ. Σουλτς, που δεν εξαντλείται στο ελληνικό ζήτημα, αλλά περιλαμβάνει και αποκήρυξη των «ευρωομολόγων» και άλλων ρηξικέλευθων τοποθετήσεων για παραίτηση της Γερμανίας  από την ηγεμονία στην Ευρωζώνη, σχετίζεται με την εκλογική ήττα του SPD στο Σάαρλαντ και τις δημοσκοπήσεις που προσγειώνουν τις προσδοκίες Σουλτς για την καγκελαρία. Αλλά, στην ουσία, απηχεί την προσήλωση της «βαθιάς» γερμανικής ελίτ στη στρατηγική της «γερμανικής Ευρώπης», αλλά και της «παγκόσμιας Γερμανίας».

Αυτό το τελευταίο επικυρώθηκε τελετουργικά, την περασμένη Δευτέρα, στη διακήρυξη του Βερολίνου, με την οποία πέντε διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί με επικεφαλής το ΔΝΤ αναθέτουν εμμέσως στη Γερμανία την πολιτική ηγεσία της υπεράσπισης της παγκοσμιοποίησης από τον «προστατευτισμό». Το μήνυμα που εμπεριέχει αυτή η «ανάθεση» περιλαμβάνει υπόρρητα και την υπόδειξη ότι, όταν η γερμανική ηγεσία έχει τέτοια μείζονα, παγκόσμια καθήκοντα δεν είναι δυνατόν να σκιαμαχεί για το ήσσονος σημασίας ζήτημα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.

 

«Αντοχή» σε υψηλά πλεονάσματα

Το ξεκαθάρισμα αυτού του εκκρεμούς «λογαριασμού» για το ελληνικό χρέος θα γίνει στην Ουάσιγκτον, στην εαρινή σύνοδο ΔΝΤ – Παγκόσμιας Τράπεζας. Εκεί θα φανεί αν η γερμανική ηγεσία και ο ESM είναι διατεθειμένοι να δώσουν στο ΔΝΤ τις λεπτομέρειες των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους μετά το 2018. Στις «λεπτομέρειες» αυτές περιλαμβάνεται μια καθοριστική απόκλιση μεταξύ ΔΝΤ και Β. Σόιμπλε: ενώ το πρώτο θεωρεί απαραίτητο για να κρίνει βιώσιμο το χρέος να παγώσουν τα επιτόκια, ο δεύτερος περιορίζει την παρέμβαση μόνο σε μια επιμήκυνση των λήξεων χρέους κατά μια δεκαετία περίπου. Αυτή η λύση είναι δεδομένο ότι δεν καλύπτει το ΔΝΤ, ώστε να εισηγηθεί στο Εκτελεστικό του Συμβούλιο δανειοδότηση της Ελλάδας, έστω και με συμβολικό ποσό.

Για να «πειστεί» το ΔΝΤ σε υποχώρηση, οι Ευρωπαίοι δανειστές με προεξάρχουσα την Κομισιόν θα προβάλουν δυο «επιχειρήματα»: πρώτον, το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016, το τελικό μέγεθος του οποίου θα ανακοινωθεί στις 21/4 από την Eurostat, και ενδέχεται να είναι πάνω από 3% του ΑΕΠ, έναντι πρόβλεψης 0,5%. Δεύτερο επιχείρημα, με βάση αυτή τη θεαματική επίδοση που πλήρωσαν σκληρά η ελληνική κοινωνία και οικονομία, θα είναι η «αντοχή» της Ελλάδας να παράγει πλεόνασμα της τάξης του 3,5%, όχι μόνο το 2018, αλλά και για τουλάχιστον μια πενταετία μετά. Δηλαδή, μέχρι το 2023. Βάσει της εισήγησης της Κομισιόν, έτσι θα επιτευχθεί μια σύγκλιση ανάμεσα στην πρόταση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για τρία χρόνια πλεονασμάτων 3,5% και τη δεκαετία που απαιτούσε το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών. Ο συμβιβασμός αυτός, προφανώς, περιγράφηκε από τον επίτροπο Μοσκοβισί στη συνάντηση με τη Λαγκάρντ, αλλά είναι άγνωστο πώς αξιολογείται από την διευθύντρια του ΔΝΤ.

 

Νέο Μεσοπρόθεσμο 2019-2023

Σε κάθε περίπτωση, αυτοί οι συμβιβασμοί θα πρέπει αμέσως μετά τη σύνοδο του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον να αποτυπωθούν στο χαρτί, σε μια τεχνική συμφωνία κυβέρνησης και κουαρτέτου, οι επικεφαλής του οποίου θα πρέπει να έρθουν στην Αθήνα. Η κυβέρνηση, εν τω μεταξύ, θα πρέπει να νομοθετήσει τα μέτρα και αντίμετρα της «μεταμνημονιακής» διετίας 2019-2020 ύψους 3,8-4 δισ. ευρώ, πράγμα που θα απαιτήσει εντατικό πολιτικό μασάζ στους βουλευτές της πλειοψηφίας οι οποίοι καλούνται να υπερψηφίσουν βέβαιες νέες περικοπές στις συντάξεις και μείωση του αφορολόγητου, αλλά αβέβαια αντίμετρα στήριξης, αφού τελούν υπό τον όρο επίτευξης και υπέρβασης των δημοσιονομικών στόχων. Όμως, η νομοθετική της υποχρέωση δεν εξαντλείται σ’ αυτό. Ίσως πολύ δυσκολότερο νομοθέτημα θα αποδειχθεί το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα που εκκρεμεί από πέρσι και θα διασφαλίζει την «παραγωγή» πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% την περίοδο 2019-2023. Δεν είναι απλά διατύπωση δημοσιονομικών στόχων. Η δέσμευση σ’ αυτά τα πλεονάσματα σημαίνει θέσπιση συγκεκριμένων πλαφόν στις δαπάνες και ελάχιστων ορίων στα έσοδα και πρόβλεψη μέτρων με τα οποία θα διορθώνονται τυχόν αποκλίσεις. Πρακτικά, σημαίνει παράταση της επιτροπείας πέραν του τρίτου Μνημονίου.

 

Και το ΔΝΤ στη «μεταμνημονιακή» επιτήρηση;

Τυπικά, αυτή η επιτροπεία θα ασκείται από την Κομισιόν και τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς επιτήρησης. Ωστόσο, με δεδομένο ότι το μείζον ζητούμενο είναι η συμμετοχή του ΔΝΤ στον δανεισμό κι αυτός ο δανεισμός αναγκαστικά, εφόσον αποφασιστεί, θα υπερβαίνει το χρονικό όριο του τρίτου Μνημονίου, πρέπει να θεωρήσουμε δεδομένο ότι στην επιτήρηση αυτή θα συμμετέχει και το ΔΝΤ. Το νέο Μεσοπρόθεσμο 2019-2023 θα πρέπει να είναι συμβατό με το ξεχωριστό μνημόνιο (MEFP) που θα υπογράψει η Ελλάδα με το ΔΝΤ και θα λειτουργεί ως πρόσθετη διασφάλιση ότι το Ταμείο θα πάρει εμπρόθεσμα πίσω τα λεφτά του. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η συνύπαρξη με το ΔΝΤ θα συνεχιστεί για μερικά χρόνια ακόμη, δεσμεύοντας μελλοντικές κυβερνήσεις και υπονομεύοντας ακόμη και διακηρυγμένες κυβερνητικές φιλοδοξίες, όπως η αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων από τον Σεπτέμβριο του 2018. Εφόσον το ΔΝΤ παραμένει μέχρι τότε στο πρόγραμμα είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι θα συναινέσει αβίαστα σε κάτι που αξιωματικά θεωρεί αδιανόητο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!