Αν και επικοινωνιακής αξίας, οι ευκαιρίες για το πείραμα εξόδου δεν είναι πολλές – Η Ελλάδα ως ιδεώδης και φθηνός –ελέω μνημονίων– προορισμός… επενδυτικού τουρισμού

 Tου Γιάννη Κιμπουρόπουλου

 

Για λίγους μήνες το «ελληνικό ζήτημα» θα περιθωριοποιηθεί στις διεργασίες εντός της Ευρωζώνης. Τη Δευτέρα, για παράδειγμα, η συνεδρίαση του Eurogroup δεν έχει θέμα «Ελλάδα», έπειτα από πολλούς μήνες. Η ατζέντα της συνεδρίασης βουτάει στα βαθιά της ολοκλήρωσης της ΟΝΕ, αφού οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης καλούνται να συζητήσουν μεταξύ άλλων: α) το θέμα του νομικού πλαισίου για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και για την εποπτεία των τραπεζών, υπό το φως και των εξελίξεων με την κρατική διάσωση τραπεζών στην Ιταλία, β) τα αποτελέσματα επιτήρησης της Ιρλανδίας, τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του μνημονίου τους, γ) ο δημοσιονομικός προσανατολισμός της Ευρωζώνης το 2018 και δ) η εμβάθυνση της ΟΝΕ με την ολοκλήρωση της χρηματοπιστωτικής, οικονομικής και δημοσιονομικής ένωσης και- υποτίθεται- με την ενίσχυση της «δημοκρατικής λογοδοσίας» των «άτυπων» θεσμικών οργάνων της.

 

Το γερμανικό μέλλον της Ευρωζώνης

Όλα ακούγονται πολύ σοβαρά για το μέλλον της Ευρωζώνης, αν και η υπό συζήτηση ατζέντα έχει πολύ μικρή σημασία από τη στιγμή που η γερμανική ηγεσία, με τον επισημότερο τρόπο, έχει βάλει νέες ιδέες στο επίκεντρο: η υιοθέτηση από το προεκλογικό πρόγραμμα CDU/CSU της ιδέας Σόιμπλε για μετεξέλιξη του ESM σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ρόλο, και μάλιστα ακόμη και με «μοναδικό ρόλο» (κατά τη Μέρκελ) στην επιτήρηση των χωρών της Ευρωζώνης, αλλάζει τα δεδομένα, περιθωριοποιεί τις μέχρι τώρα εισηγήσεις της Κομισιόν και ανοίγει πεδία εντάσεων μεταξύ των βασικών παικτών της ζώνης. Το ενδιαφέρον είναι ότι, χωρίς να λέγεται επίσημα, η γερμανική ιδέα για την οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης συμπυκνώνει και επιδιώκει να γενικεύσει κυρίως την ελληνική εμπειρία, δηλαδή να εδραιώσει μια μακροχρόνια και ολιστική επιτήρηση πολύ πέραν της διάρκειας των Μνημονίων. Η συνεδρίαση του Eurogroup τη Δευτέρας ίσως δώσει δείγματα προθέσεων, αλλά η ουσιαστική συζήτηση για την «εμβάθυνση» της Ευρωζώνης δεν αναμένεται πριν από τις γερμανικές εκλογές, το αποτέλεσμα των οποίων θα δώσει πολιτική νομιμοποίηση στη νέα γερμανική στρατηγική.

Αν και «περιθωριακό», το ελληνικό ζήτημα εξακολουθεί να διαπλέκεται με τις πολυσχιδείς διεργασίες στην Ευρωζώνη, με φόντο τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, τις αναταράξεις που προκαλεί η προαναγγελία αντιστροφής της ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά και τις ασάφειες στις σχέσεις Ευρωζώνης – ΔΝΤ. Ο ESM ενέκρινε τη δόση των 8,5 δισ. (7,7 δισ. + 800 εκατ. για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου), διασφαλίζοντας έτσι τη χωρίς πρόβλημα εξόφληση ομολόγων ύψους 6,2 δισ. που λήγουν στις 17, 18 και 20 Ιουλίου (3,9 δισ. της ΕΚΤ, 291 εκατ. του ΔΝΤ και περίπου 2,1 δισ. τριετή ομόλογα που αντιστοιχούν στην ατυχή δεύτερη έξοδο της κυβέρνησης Σαμαρά, τον Ιούλιο του 2014).

 

Τρεις πολιτικές εκκρεμότητες

Αν υποθέσουμε ότι στο μέτωπο αυτό διαμορφώνεται κάποια «κανονικότητα», αυτή τίθεται υπό τη δοκιμασία άλλων πολιτικών εκκρεμοτήτων.

Πρώτον, την αναμενόμενη μέχρι 27 Ιουλίου απόφαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ για «επί της αρχής έγκριση» μιας συμφωνίας χρηματοδότησης ποσού μικρότερου των 2 δισ. δολαρίων που θα εκταμιευτεί όποτε και όταν το Ταμείο εκτιμήσει ότι εκπληρώνεται ο όρος βιωσιμότητας του χρέους, με την εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης που έχουν υποσχεθεί οι Ευρωπαίοι δανειστές. Μέχρι στιγμής, είναι ασαφές αν η απόφαση του ΔΝΤ θα συνοδεύεται από DSA (έκθεση βιωσιμότητας χρέους), με δεδομένο ότι οι δανειστές δεν έχουν δώσει τις απαιτούμενες «λεπτομέρειες» για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα.

Δεύτερον, για τον ίδιο ακριβώς λόγο η ΕΚΤ, με δηλώσεις κορυφαίων στελεχών της (Μπενουά Κερέ) υπογραμμίζει με κάθε ευκαιρία ότι οι Ευρωπαίοι δανειστές (δηλαδή, το Eurogroup και ο ESM που από άποψη σύνθεσης ταυτίζονται με την ΕΚΤ) ότι η απόφαση του Eurogroup για την Ελλάδα δεν δίνει ξεκάθαρη απάντηση στο θέμα του ελληνικού χρέους, πράγμα που καθιστά αδύνατη την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση.

Τρίτον, τον αποκλεισμό από το QE, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τον έχει προ πολλού αφομοιώσει, μεταπηδώντας στο “Plan B” κατά το οποίο είναι εφικτή η έξοδος στις αγορές, με τις ευλογίες και των δανειστών- ακόμη και το Β. Σόιμπλε- «πολύ πριν τη λήξη του προγράμματος». Προϋπόθεση για να υπάρξει μια αξιοπρεπής επίδοση στο «πείραμα» αυτό είναι να αξιοποιηθεί η ευκαιρία της πτώσης των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, κόντρα στην άνοδο που καταγράφουν τα ομόλογα όλης της υπόλοιπης Ευρωζώνης ως αντίδραση στην προαναγγελία του τέλους του QE. Αυτή η «εξαίρεση», όμως, έχει τα όριά της. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των στελεχών της ΕΚΤ να καθησυχάσουν τα αρπακτικά των αγορών ομολόγων, διαβεβαιώνοντας ότι είναι πολύ νωρίς για το tapering (δηλαδή, τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής και την αύξηση των επιτοκίων), οι αποδόσεις των ομολόγων της Ευρωζώνης επιμένουν ανοδικά, φρενάροντας και τη μείωση στα ελληνικά ομόλογα.

Έτσι, το σχέδιο που κατά τις πληροφορίες επεξεργάζεται η κυβέρνηση με τον ΟΔΔΗΧ και τη Rothschild για επίσπευση της εξόδου στις αγορές, έχει αρκετά ρίσκα. Ο σχεδιασμός περιλάμβανε έκδοση πενταετούς ομολόγου, κατ’ αρχήν μέχρι του ποσού των 2 δισ. και με ένα επιτόκιο ελάχιστα υψηλότερο από εκείνο του Απριλίου 2014. Μάλιστα, η φιλοδοξία είναι να υπάρξει «ανακύκλωση» του πενταετούς ομολόγου της κυβέρνησης Σαμαρά, που κανονικά λήγει το 2019, με δέλεαρ ένα ελαφρώς υψηλότερο κουπόνι. Η κυβέρνηση διέψευσε τα σχετικά δημοσιεύματα κατά το ήμισυ, δηλαδή κυρίως ως προς το ότι έχει αποφασιστεί έκδοση ομολόγου τις προσεχείς μέρες. Ταυτόχρονα επανέλαβε ότι «εξετάζει όλα τα πιθανά σενάρια». Κι ένα από τα σενάρια αυτά αναφέρει ότι ανάμεσα στις 20 Ιουλίου, οπότε θα έχουν εξοφληθεί όλες οι λήξεις χρέους προς ΕΚΤ, ΔΝΤ και ιδιώτες και στις 27 Ιουλίου, οπότε αναμένεται η απόφαση του Ταμείου, δημιουργείται ένα παράθυρο ευκαιρίας.

 

Οικονομία «μεγάλων ευκαιριών»

Πρακτικά, δεν είναι πολλά τα ανάλογα παράθυρα ευκαιρίας στους επόμενους 14 μήνες, μέχρι τη λήξη του Μνημονίου. Μετά τις γερμανικές εκλογές θα ξεκινήσει η τρίτη αξιολόγηση και, τυπικά, υπάρχουν άλλες τέσσερις μέχρι τον Αύγουστο του 2018. Επίσης, η «προειδοποίηση» των κεντρικών τραπεζών και της ΕΚΤ για το τέλους του φθηνού χρήματος θα γίνεται όλο και πιο απτή και οι αγορές θα ανεβάζουν τις αποδόσεις ακόμη και των γερμανικών ομολόγων τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 2018, οπότε αναμένεται η οριστική λήξη της ποσοτικής χαλάρωσης. Για την κυβέρνηση, λοιπόν, έχει μοναδική επικοινωνιακή αξία να εξασφαλίσει ένα πετυχημένο πείραμα εξόδου στις αγορές. Δεν έχει σχεδόν καμιά σημασία για την ελληνική κοινωνία, που θα μένει κολλημένη στο τέλμα της λιτότητας. Αλλά έχει μεγάλη σημασία, επίσης, για τους «μεγάλους άρπαγες», τα επενδυτικά και από- επενδυτικά κεφάλαια που αναζητούν ευκαιρίες στο καινούργιο περιβάλλον μιας καπιταλιστικής κερδοφορίας που δεν θα στηρίζεται αποκλειστικά σε νομισματικά δεκανίκια, όπως τα τελευταία χρόνια. Και η Ελλάδα των Μνημονίων, των «μεταρρυθμίσεων», της διατιμημένης εργασίας, των ιδιωτικοποιήσεων, των κόκκινων δανείων, των πλειστηριασμών και των χρεοκοπημένων επιχειρήσεων είναι μια οικονομία «μεγάλων ευκαιριών» γι’ αυτά τα κεφάλαια.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!